Σ ένα τρίμηνο περίπου και παρά το ότι πρόκειται για μια άκρως παράδοξη, από πολλές απόψεις, χρονιά οι μαθητές μας θα βρεθούν αντιμέτωποι με την έτσι κι αλλιώς απαιτητική διαδικασία των Πανελληνίων.
Οι εξετάσεις αυτές είναι πρόκληση όχι μόνο για τους μαθητές, αλλά και για μας τους εκπαιδευτικούς που καλούμαστε να αξιολογήσουμε με αντικειμενικότητα κι ακρίβεια την προσπάθειά τους.
Ιδιαίτερα τα φιλολογικά μαθήματα και πιο συγκεκριμένα η Νέα Ελληνική Γλώσσα ( Έκθεση για τους παλιότερους) παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Παλαιότερα ήταν τόσο «ανοικτός» ο τρόπος αξιολόγησης με αποτέλεσμα να γίνονται θηριώδεις αναβαθμολογήσεις. Τα τελευταία χρόνια, όμως, και αφού το μάθημα μεταβλήθηκε από έκθεση ιδεών σε παραγωγή λόγου τα πράγματα είχαν βελτιωθεί αισθητά. Έτσι, από το προβληματικό 22,11% των γραπτών που αναβαθμολογήθηκε το 2009, μέσα σε μια δεκαετία το ποσοστό έπεσε στο, και πάλι υψηλό, 11,55 το 2019. Αρκεί να σκεφτούμε πως σε άλλα μαθήματα η αναβαθμολόγηση κυμαίνεται στο 7 το 3 και το 1 για τη Φυσική , τη Χημεία και τη Βιολογία αντίστοιχα.
Το πρόβλημα με την «Έκθεση» επανεμφανίστηκε στις περσινές εξετάσεις όταν με τη συνεξέταση Γλώσσας και Λογοτεχνίας η επανεξέταση εκτινάχθηκε στο 17,16 %.
Πολλά νούμερα είν΄η αλήθεια και θα΄ταν όντως αδιάφορα, αν δεν αφορούσαν την αξιολόγηση του κόπου και δεν επηρέαζαν τη ζωή των παιδιών.
Τι άλλο, λοιπόν, μπορεί να αισθάνεται κανείς όταν για πάνω από δύο δεκαετίες διδάσκει το μάθημα και ακουμπάει την αγωνία των μαθητών;
Η ευθύνη είναι το λιγότερο…
Κάπως έτσι και κυρίως γι αυτό το λόγο παρακολούθησα εχθές ένα ακόμη σεμινάριο –εργαστήριο «Αξιολόγησης παραγωγής λόγου».
Πέραν όλων των άλλων επρόκειτο για εξαιρετικά γόνιμη και ενδιαφέρουσα εμπειρία που, παραδόξως πως, επέτεινε την ανησυχία μου για το τι πρόκειται να συμβεί με το μάθημα και στις φετινές εξετάσεις.
Να πω κατ αρχάς πως ένα «σώμα» 120 περίπου βαθμολογητών, σχεδόν όλοι με πολυετή εμπειρία, βαθμολόγησε τρία μαθητικά κείμενα παραγωγής λόγου σχετικά με το αν «Μια φιλελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία μπορεί να περιορίζει τις ελευθερίες των πολιτών της χωρίς να αντιφάσκει με τη θεμελιώδη σημασία που αποδίδει στις ελευθερίες αυτές».
Η παραγωγή λόγου είναι το 4ο ΘΕΜΑ του κριτηρίου εξέτασης, βαθμολογείται με 30 μονάδες, και σας διαβεβαιώνω πως, δεδομένης της απαίτησης για ενσωμάτωση στοιχείων από τα κείμενα αναφοράς, πρόκειται για εξαιρετικά απαιτητική διαδικασία που δυσκολεύει ακόμη και έμπειρους φιλολόγους.
Μια που το σημείωμα μου, όμως, δεν έχει στόχο να προσεγγίσει αμιγώς φιλολογικά θέματα ας μείνω σε δυό-τρείς επισημάνσεις που αφορούν τους περισσότερους.
Το πρώτο που πρέπει να τονιστεί είναι πως αυτή η αξιόλογη προσπάθεια οργανώθηκε από ιδιωτικό εκπαιδευτήριο της Αθήνας.
Δυστυχώς, το υπουργείο παιδείας παραμένει προκλητικά αδιάφορο απέναντι σε τέτοιες πρωτοβουλίες. Χωρίς επιμόρφωση και ποντάροντας μόνο στην προσωπική ευθύνη και την εμπειρία στέλνει τους εκπαιδευτικούς στα βαθμολογικά αφήνοντάς τους στην ουσία να αυτοσχεδιάζουν. Καμία έκπληξη γι αυτό… Τον καιρό της πανδημίας, άλλωστε, δεν αξιώθηκε να κάνει ούτε μια ώρα επιμόρφωση για την τηλεκπαίδευση .
Το δεύτερο και άκρως ανησυχητικό είναι πως στη φάση της αξιολόγησης παρατηρήθηκαν τεράστιες αποκλίσεις που, αν επαναληφθούν, προϊδεάζουν για το τι θα συμβεί και στις φετινές εξετάσεις. Υπήρξαν συνάδελφοι που βαθμολόγησαν το ίδιο γραπτό με 11 στα 30 ενώ κάποιοι άλλοι του έδωσαν 28 στα 30.
Στο περιεχόμενο του 1ου γραπτού κάποιος βαθμολογητής έδωσε 3 στις 12 μονάδες ( σχεδόν τίποτα), ενώ κάποιος άλλος 11 στις 12 ( σχεδόν άριστα) . Αντίστοιχες αποκλίσεις παρατηρήθηκαν και στην αξιολόγηση της «οργάνωσης» και της «έκφρασης». Αναδεικνύεται ξεκάθαρα απ αυτά, και φάνηκε και στη συζήτηση που έγινε στις ομάδες και την ολομέλεια του εργαστηρίου, πως είναι εξαιρετικά επείγον το ΙΕΠ να ενισχύσει με διάφορους τρόπους την προσπάθεια βαθμολόγησης με ενδεικτικές απαντήσεις, με διευκρίνιση επιμέρους θεμάτων όπως ο τρόπος αξιοποίησης των κειμένων αναφοράς στο κείμενο του μαθητή κ.ά.
Ήταν τέτοιος ο προβληματισμός μάλιστα που αρκετοί διατύπωσαν την προτίμησή τους σ ένα αντικειμενικότερο σύστημα αξιολόγησης τύπου «πολλαπλής επιλογής», ενώ από πολλούς εκφράστηκε η δυσφορία για το γεγονός του αποκλεισμού εξαιρετικών μαθητών από υψηλόβαθμες σχολές εξαιτίας των αποκλίσεων στη βαθμολόγηση της Έκθεσης.
“Δε θέλω να κριθεί μ αυτόν τον τρόπο η είσοδος στην ιατρική”είπε κάποιος συνάδελφος και μάλλον έχει δίκιο…
Το τρίτο σημείο, όμως, που δε σχετίζεται με αντικειμενικές ελλείψεις είναι νομίζω κι αυτό που πρέπει να προβληματίσει περισσότερο. Αφορά την ψυχολογική προδιάθεση των βαθμολογητών απέναντι στο μαθητικό κείμενο και την «απαίτηση» ορισμένων να είναι σύμφωνο το περιεχόμενο και η δομή του με τις ιδεολογικές και αισθητικές προκατασκευές τους.
Παρόλο που οι ρουπρίκες ( περιγραφικές κλίμακες διαβαθμισμένων κριτηρίων) αξιολόγησης δίνουν τους γενικούς άξονες βαθμολόγησης ακούστηκαν στο δωμάτιο συζήτησης αρκετά, «προσωπικά δε μου άρεσε…», «δε με γοήτευσε…», «πείτε με περίεργη/ο, αλλά…», «Εγώ δε βρίσκω τίποτα…» και άλλα παρόμοια που δείχνουν, αν μη τι άλλο, την μεροληψία, την ψυχρότητα, ή την αποστασιοποίηση αυτών των βαθμολογητών από τους, λίγους έστω, αντικειμενικούς άξονες που υποδεικνύει το ΙΕΠ.
Ειλικρινά δε βρίσκω λόγο για μια τέτοια επιθετική στάση…!
Μου θύμισε όλο αυτό μια αντίστροφη, ως προς την πρόθεση, σκηνή από προφορική εξέταση στην οποία συμμετείχα, πριν από λίγα χρόνια. Χαρακτηριστική πάντως για το πώς το υποκειμενικό στοιχείο μπορεί να αλλοιώσει τα αποτέλεσμα μιας εξέτασης. Όταν, μετά την βαθμολόγηση δυο -τριών μαθητών και, αφού παρατήρησα πως με το δεύτερο βαθμολογητή είχα αρκετή απόσταση ενώ με τον επόπτη σχεδόν ταυτιζόμασταν, ρώτησα μήπως υπάρχουν κάποιοι άξονες που μου διαφεύγουν, πήρα την αμίμητη απάντηση: «Ξέρεις…. ως πολύτεκνη που είμαι έχω μια αυξημένη ευαισθησία…. Να μωρέ, βαθμολογώ κι ως μάνα…!».
Ήμουν πατέρας κι εγώ, αλλά ποτέ, ειν΄αλήθεια, δεν κατακλύστηκα από αυτό το ένστικτο σε τέτοιες διαδικασίες. Μου αρκούσε, αν μου επιτρέπεται, το ενδιαφέρον κι η αυτονόητη αγάπη για τους μαθητές.
Αυτό θα πρότεινα στους συναδέλφους που διύλιζαν τον κώνωπα στο εργαστήριο αλλά και σ όλους μας για τις εξετάσεις που θα έρθουν στο τέλος μιας τόσο παράδοξης χρονιάς.
Πέρα απ΄όποιους άλλους δείκτες χρησιμοποιήσουμε, κι ώσπου το υπουργείο σοβαρευτεί και πάψει να πειραματίζεται με τα παιδιά, ας θέσουμε ως πρώτο και κυρίαρχο σ΄αυτή την άγρια αλλά απαραίτητη διαδικασία το δείκτη της αγάπης .
Εκ των ων ουκ άνευ είναι η αγάπη για τους μαθητές και ο σεβασμός, μέσω της αντικειμενικότητας, στον κόπο και τα όνειρά τους.
Ας ξεκινήσουμε απ αυτά…