Καστοριά

Πικραλίδες – Κεφάλαιο 15: “Αν έχεις χάσει την ψυχή σου και το ξέρεις” (του Στάθη Μασκαλίδη)

Είμαι στη Μεσοποταμία, βαδίζω στον περιφερειακό δρόμο από τη μεριά του γηπέδου. Στην άκρη του χωριού κάποιος ασύνετος έχει ανάψει φωτιά στα θερισμένα σπαρτά και οι φλόγες που μου μαγνητίζουν το βλέμμα, κάνουν πολλούς από τους χωρικούς, φοβούμενοι για τις περιουσίες τους, ανήσυχοι να συγκεντρώνονται στο σημείο. Οι πύρινες γλώσσες δεν απέχουν παρά λίγα μέτρα από τις κατοικίες τους.

Κι εγώ τρομαγμένος είμαι, μα για άλλο λόγο. Βλέπω στις φλόγες που αναδεύονται δίπλα μου, διάφορες οπτασίες, και από τα πλανέματα του νου, μάχη μαίνεται μέσα μου και ηρεμία δεν έχω. Με βασανίζουν οι θολές οι σκέψεις και τα είδωλα που δημιουργούν της ψυχής τα ανάμματα. Πότε βλέπω την Ελπίδα ντυμένη στα κόκκινα να καταβροχθίζεται μέσα στη λαίλαπα(αθώο μου κορίτσι) και πότε τη Φανή, όμοια με στοιχειό που αντιπαλεύει τις φωτιές, με το γαλακτερό της δέρμα και τα κεχριμπαρένια μαλλιά να απλώνει σκοινί και να το ρίχνει στο μέρος μου, και εγώ ο άδολος το κρατάω, τάχα μου για να τη βγάλω από το κακό, ενώ διελκυστίνδα γίνεται και με τραβάει μέσα στην κόλαση και μου κατακαίει όχι το σώμα, μα την ψυχή.

Αποτραβάω τα μάτια μου τα φοβισμένα και προχωρώ βιαστικά μακριά από την εστία της πυρκαγιάς. Έχω τη δική μου φωτιά να με καίει, δεν αντέχω και δεύτερο μέτωπο να υπομένω. Βρίσκομαι στο σημείο μηδέν. Στην κόψη του ξυραφιού. Αμφίστομος ο δρόμος που παίρνω, από τη μία η Ελπίδα και από την άλλη η λεπίδα. Όπως παλιά, όπως πάντα. Στο δίπορτο της ζωής μου, δυσκολεύομαι και πάλι να διαλέξω.

Η Φανή έχει χαθεί από προσώπου γης, είναι σαν εκείνη τη νύχτα να άνοιξε μια οπή και να χύθηκε από μέσα της κάθε ενδιαφέρον για μένα. Με ξέχασε. Περίμενα δυο μέρες να μου μιλήσει, να επικοινωνήσει μαζί μου, να μου πει κάτι, οτιδήποτε. Η αγωνία έμεινε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου. Παντοτινός σύντροφος που ξεθάρρεψε και αποτόλμησε να μου δείξει τα άσχημα δόντια του. Στον καθρέφτη αντικρύζω έναν άλλο άνθρωπο. Μεγαλύτερο στα χρόνια, θλιβερό στην όψη, κάποιον που τον βασανίζει ανείπωτος πόνος.

Την τρίτη δεν άντεξα, Θύμωσα πολύ μαζί της, αποφάσισα να περάσω από τη δουλειά της, στην εφορία, να της ζητήσω το λόγο, κάτι να μου πει. Να καθησυχάσει τις αμφιβολίες μου, το αίσθημα απόρριψης, έστω να μου ξεκαθαρίσει πως δεν ενδιαφέρεται. Άδικος κόπος. Έμαθα πως πήρε δυο βδομάδες άδεια. Γύρισα απελπισμένος στο σπίτι και χάθηκα στην οδύνη που επιχείρησα να ξεγελάσω με άφθονο αλκοόλ. Στο τηλέφωνο δεν τολμούσα να την ενοχλήσω. Φοβόμουν, ήξερα πως θα είναι με τον ακατανόμαστο. Ανάθεμά σε, καταραμένε!

Στις συγκεχυμένες σκέψεις μου, αρχίζει και πάλι να περιστρέφεται ανεξέλεγκτο το συναίσθημα που καιρό τώρα είχα χαλιναγωγήσει. Είναι πολύ ισχυρό, όσες φορές με κατέκλυσε κατάφερε να με καταστρέψει. Μίσος το λένε και έχει σημαδέψει σε μεγάλο βαθμό τον βίο μου.

Θα τον σκοτώσω τον πούστη! Μου έφαγε τη

maxmag.gr

 

Back to top button