Περνώ απ’ τον μεγάλο καθρέφτη που είχα κάποτε την έμπνευση να κρεμάσω για να καλύψω τη γύμνια του τοίχου. Είχα ξεχάσει την ύπαρξη του και μου συμβαίνει κάτι εντελώς παράξενο. Μια γυναίκα ξένη με κοιτά αυστηρά διατάζοντάς με βουβά να κοντοσταθώ αφαιρώντας μου τη μνήμη του τι ήθελα να κάνω εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι μόνο ότι κάπου πήγαινα.
Η γυναίκα μου μοιάζει και αυτό μου δημιουργεί την δυσάρεστη αίσθηση ότι είμαι εκτεθειμένη στην κρίση της. Με ζυγίζει νομίζω και εκείνο που βλέπει δεν της αρέσει.
Προσπαθώ να τραβήξω το βλέμμα μου απ’ το δικό της αλλά τα μάτια μου αρνούνται πεισματικά. Προσπαθώ να τα κλείσω, δεν καταφέρνω ούτε αυτό. Ένα, δυο βιαστικά βλεφαρίσματα μόνο για να κρύψω τον πανικό μου.
Ποια είναι αυτή η γυναίκα, τι θέλει μέσα στο σπίτι μου και πώς φαίνεται να ξέρει τόσα πολλά για μένα;
Τα ξέρει δίχως να της πω τίποτα.
Αποφασίζω να ανταποδώσω το βλέμμα, υψώνω θαρρετά τους ώμους μα είναι και πάλι πιο χαμηλοί απ’ τους δικούς της. Την ατενίζω με ένα ψεύτικα αγέρωχο βλέμμα. Θέλω να καταλάβει ότι είναι ανεπιθύμητη, αλλά δεν τη φοβάμαι.
Λέω ψέματα, τη φοβάμαι επειδή δείχνει να με γνωρίζει καλά. Το βλέμμα της ειρωνικό, διατρέχει τη μορφή μου και νιώθω ότι δεν είναι ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα, της φαίνομαι λίγη, αδιάφορη, άχρωμη. Θέλω να ρωτήσω γιατί; Αλλά υποψιάζομαι ότι η απάντηση δεν θα μου αρέσει.
Στεκόμαστε ώρες η μια απέναντι από την άλλη, η μια απέναντι από την άλλη. Σουρούπωσε και το καταλαβαίνω από τις σκιές που δημιουργούνται μέσα στην αντανάκλαση του καθρέφτη. Αναρωτιέμαι αν έχω εκεί κοντά κάποιο σκούρο ύφασμα να το πετάξω πάνω του με όλη μου τη δύναμη, να την κάνω να φύγει ή τουλάχιστον να υποκριθώ ότι δεν είναι εκεί.
Εξακολουθεί να με μετρά κι εγώ έχω την ακαθόριστη εντύπωση ότι αρχίζει να μου μοιάζει. Δεν μπορώ να αποφασίσω όμως εάν υψώθηκαν οι δικοί μου ώμοι ή έπεσαν οι δικοί της, εάν το βλέμμα της απέκτησε τη δική μου δειλία ή το δικό μου τη δική της σιγουριά. Καταλαβαίνω μόνο ότι αρχίζει να μου μοιάζει.
Πλησιάζω αργά, σχεδόν ευλαβικά και απλώνω το χέρι να αγγίξω το πρόσωπό της. Δείχνει τόσο απαλό και ζεστό και τα δικά μου δάχτυλα τόσο κρύα. Λαχταράνε αυτή τη ζεστασιά που υπόσχεται η γυναίκα μέσα στον καθρέφτη. Την πλησιάζω, στέκει ακίνητη, δεν φεύγει. Περιμένει να κάνω την πρώτη κίνηση. Τα δάχτυλά μου στέκονται στο δεξί της μάγουλο, το διατρέχουν. Άραγε κάνει το ίδιο και αυτή με το δικό μου, άραγε νιώθει τη χαμηλή μου θερμοκρασία; Νιώθει πώς εγώ νιώθω τη ζεστή της αύρα; Φοβάμαι ακόμα και τη σκέψη αυτών των ερωτήσεων, θα απογοητευτώ, δεν είμαι έτοιμη για απαντήσεις.
Η παράξενη αυτή γυναίκα έπαψε πλέον να με κοιτά ειρωνικά. Βλέπω μια γλυκιά τρυφερότητα στα μάτια της και κάτι που μοιάζει με δάκρυ να κυλά στο πρόσωπό της. Είναι δυνατόν να δακρύζει. Να κλαίει για μένα; Και μόνο με τη σκέψη νιώθω να δακρύζω κι εγώ. Προσπαθώ μάταια να συγκρατηθώ, αλλά παραιτούμαι αφήνοντας τα μάτια μου να μιλήσουν, να πουν τους ποταμούς που κρύβουν και ας το μετανιώσω αργότερα.
Θέλω να τη γνωρίσω, αυτή τη γυναίκα που τόσες ώρες δεν με άφησε απ’ τα μάτια της. Δείχνει σαν κάτι που δεν είμαι, αλλά θέλω τόσο πολύ να γίνω. Μπορώ να γίνω. Αυτή είναι η μυστική μας συμφωνία. Να της μοιάσω όσο πιο πολύ μπορώ. Η ομοιότητά μας να πάψει να είναι επιφανειακή, συμπτωματική.
Της υπόσχομαι να έρθω ξανά. Όχι αύριο, όχι σε μια βδομάδα, αλλά σύντομα.
Σύντομα να έρθω να τη βρω.
Χαμογελά με επιείκεια, σχεδόν τρυφερά. Αυτό που βλέπει δείχνει ότι της αρέσει τώρα. «Πήγαινε» μου ψιθυρίζει, «πήγαινε και όταν ξανάρθεις εγώ θα είμαι εσύ».