Καστοριά

Πικραλίδες – Κεφάλαιο 16ο τελευταίο: “Όμοιοι με πικραλίδες οι άνθρωποι” (του Στάθη Μασκαλίδη)

Τα μάτια μου ανοίγουν αργά, νωχελικά, άγουρο θαρρώ το ξύπνημα ετούτο. Από το μυαλό μου περνούν χιλιάδες σκέψεις, όλες τους μοιάζουν να αναδύονται αργοσάλευτα μέσα από ένα νέφος που σαν παραπέτασμα με εμποδίζει να δω ξεκάθαρα. Το μόνο ευδιάκριτο στην αχλή είναι η καλλίγραμμη σιλουέτα μιας γυναίκας που ακαθόριστη είναι η φυσιογνωμία της. Έχω όμως την αίσθηση πως είναι η Φανή.

Ακόμα και έτσι αισθάνομαι όμορφα που βρίσκεται μέσα στις ονειροπολήσεις μου, ή μήπως δεν είναι αυτό που οραματίζομαι γέννημα του νου μου αλλά μια πραγματικότητα που προηγήθηκε; Άλικο το χρώμα της αθωότητας, ψιθυρίζω χωρίς να ξέρω γιατί, ίσως επειδή η ατμόσφαιρα που ευφάνταστα επινόησα, αναδεύει το λευκό με το πορφυρό, και η σύνθεση αυτή σαν μάγμα εκλύεται από τον ιππόκαμπο του εγκεφάλου μου.

Πεταρίζω τα βλέφαρα για να καθαρίσει η όρασή μου. Μαζί μ’ αυτήν, σιγά σιγά ξεθολώνει και το μυαλό μου. Άγνωστο το δωμάτιο που βρίσκομαι. Ρίχνω διερευνητικές ματιές ολόγυρα, αναζητώ κάτι να με βοηθήσει να καταλάβω που είμαι.

Μα, αν δεν κάνω λάθος αυτό είναι ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Μα και πάλι δε μπορώ να είμαι σίγουρος. Προσπαθώ να θυμηθώ. Μου παίρνει λίγο χρόνο. Τί μου συνέβη άραγε; Όταν ανακτώ την ικανότητα της μνήμης, με πιάνει σύγκρυο. Τραβάω το λευκό σεντόνι που με σκεπάζει πιο ψηλά. Ο Δημητρός με έσπρωξε βίαια, έτσι όπως επιθυμούσα κι εγώ να κάνω σε αυτόν. Πρέπει να χτύπησα σοβαρά με την πτώση μου, αν δεν κάνω λάθος το κεφάλι μου βρήκε σε κάποιο αντικείμενο. Ενστικτωδώς φέρνω την ανοιχτή παλάμη του αριστερού μου χεριού στο πίσω μέρος του κρανίου μου.

Προετοιμάζομαι να νιώσω έναν σουβλερό πόνο και να αγγίξω γάζες που να καλύπτουν το πληγωμένο σημείο. Νιώθω μονάχα μια μικρή ενόχληση, γάζες ούτε για δείγμα! Τι ωραία!

«Ωωω, ξύπνησες νεαρέ; Επιτέλους, υπναρά! Ξέρεις πόσες ώρες κοιμάσαι; Μη σηκώνεσαι όμως, ξάπλωσε σε παρακαλώ!» Από την πόρτα εισβάλει κυριολεκτικά μια μεσόκοπη γυναίκα με σκούρα μαλλιά και ένα πρόσωπο στρόγγυλο σαν ολόγιομο φεγγάρι. Έχει αρκετά παραπανίσια κιλά, αλλά παρά το βάρος της είναι γεμάτη ενέργεια, στο άψε σβήσε έφτασε δίπλα μου. Το χαμόγελο που διαγράφεται στα χείλη της μου δίνει την αίσθηση πως ποτέ δεν το αποχωρίζεται. Οι κινήσεις της νοσηλεύτριας είναι γρήγορες, επιδέξιες. Έρχεται πολύ κοντά μου και σαν μικρό παιδί με καθίζει και πάλι στο μαξιλάρι μου. Με εντυπωσιάζει η άνεση και η σιγουριά της, υπακούω δίχως να φέρω αντίρρηση.

«Μπορείτε να μου πείτε γιατί με κρατάτε στον χώρο αυτό; Αισθάνομαι μια χαρά. Μονάχα λίγο κουρασμένος. Αναρωτιέμαι τί γυρεύω εδώ πέρα;»

«Είχες ένα ατύχημα, παλικάρι μου. Σοβαρό! Ένα χτύπημα στο κεφάλι, αν θυμάσαι; Θα μπορούσαν τα πράγματα να πάνε πολύ χειρότερα, μην ανησυχείς όμως, είσαι πολύ τυχερός. Θαρρώ πως όλα πήγανε καλά για την υγεία σου. Μισό λεπτό να φωνάξω τον γιατρό. Αυτός ξέρει καλύτερα». Είναι φειδωλή και πολύ βιαστική.

Την κοιτάζω να απομακρύνεται την ώρα που προσπαθώ να επεξεργαστώ και να αποκρυσταλλώσω τα λόγια της. Στο νοσοκομείο ε; Απίστευτο!

Συνέχεια στο maxmag.gr

Back to top button