Καστοριάτελευταίες ειδήσεις

Όμορφη μικρή μου πόλη (του Στάθη Μασκαλίδη)


Στις μικρές πόλεις οι άνθρωποι γνωρίζουν μέχρι και αυτό που λέμε ΄΄και τις πέτρες΄΄, είναι τόσο οικεία η εικόνα τους που όλα μοιάζουν σαν μια γειτονιά. Τα κτήρια μένουν πάντα εκεί, στη θέση τους, το χειμώνα να μοιάζουν κάπως κρύα και το καλοκαίρι να σου προκαλούν μια ανεξήγητη θέρμη κάθε που τα αντικρίζεις. Θα μου πεις παντού έτσι είναι… κι όμως, εδώ σου προξενούν λίγη περισσότερη ζεστασιά, σου χαρίζουν ένα αίσθημα θαλπωρής, μόνο που σε αυτά δε μπορείς να αφουγκραστείς την καρδιά τους, ενώ, αντιθέτως, τον συμπολιτών σου άνετα.

Στο δρόμο, καθώς βαδίζεις βιαστικά ή οκνηρά (ανάλογα με τη διάθεση και με το άτομο) δεν υπάρχει περίπτωση να μη συναντήσεις κάποιον γνωστό. Θα μου πεις, δεν είναι πάντα για καλό. Σωστά, αλλά και πάλι αυτό που δεν είναι καλό για σένα για κάποιον άλλο είναι εξαιρετικό. Ας είναι… αυτό είναι, άλλωστε, και που κάνει τη διαφορά. Καλημέρα, καλησπέρα, τι κάνεις; Και άλλα τόσα θα πεις και θα ακούσεις. Τετριμμένα; Χμ, ανάλογα ποιος τα λέει και πως τα αισθάνεται. Ακόμα κι έτσι, αν υποθέσουμε πως ισχύει το χειρότερο σενάριο, είναι όμορφο να μιλάς με τους συνανθρώπους και να αλληλοεπιδράς.

Στις μικρές τις συνοικίες, θα συναντήσεις ανθρώπους που βρίσκονται εκεί από ΄΄μια ζωή΄΄. Όχι δε ξέρω αν φύονται από τον σπόρο της αγάπης για τα όμορφα αυτά μέρη, αλλά σίγουρα ριζώνουν σε αυτές, και χωρίς να το καταλαβαίνεις, είναι σαν να τους έσπειρε η μοίρα για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Γίνονται η καθημερινότητά σου που ευωδιάζει ζωντάνια και ακόμα και αυτή η ρουτινιάρικη, συχνή επαφή, στο τέλος γίνεται μια γλυκιά συνήθεια. Είναι ωραίο και μόνο που ξέρεις πως βρίσκονται εκεί.

Βέβαια όλα τα φυτά δεν είναι ίδια. Ανθοποίκιλτη η μικρή μας κοινωνία. Βλέπεις ανθρώπους που λάμπουν και άλλους που, ας πούμε ευγενικά, ζέχνουν αντιπάθεια. Γενικά, όμως, ανθόσπαρτες είναι οι μικρές αυτές πόλεις. Και φυσικά υπάρχουν και κάποια πρόσωπα που ενώ ακόμα δεν τους γνωρίζεις προσωπικά, έτσι στα ξαφνικά, βρίσκουν τον τρόπο να λάμψουν. Η αλήθεια είναι πως στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, εμάς τους κατοίκους των μικρών σχετικά αστικών κοινωνιών, δημιουργείτε εγγύτητα. Και αυτό υπό προϋποθέσεις το λες και σπουδαίο.

Εγώ, λοιπόν, μεταξύ άλλων, όπως όλοι μας, κάνω τα ψώνια μου από τα καταστήματα της πόλης. Έξω από ένα τέτοιο μαγαζί, πολλές φορές συναντώ έναν συντοπίτη μου, προφανώς φίλος του ιδιοκτήτη, που δεν τον ξέρω και τόσο καλά, που κάποια μέρα μου είπε: Εσύ δεν είσαι που γράφεις τις Πικραλίδες; Ναι του απαντώ. Ξέρεις μου αρέσουν πάρα πολύ. Δε θα πω πόσο χάρηκα, αυτό θεωρείται αυτονόητο. Σε τακτά λοιπόν χρονικά διαστήματα, συναντιόμαστε και κάποιες φορές μου έκανε λόγο για τις Πικραλίδες. Μέχρι που, ένα πρωινό, τώρα τελευταία, μου λέει: Ξέρεις και εγώ γράφω. Λατρεύω την ποίηση. Να πω ότι δεν ενθουσιάστηκα; Πολύ χάρηκα του λέω και από ότι φαίνεται το είδε στο πρόσωπο μου (τη μάσκα εξάλλου την φορούσα, δε χρειαζόμουν άλλη για να προσποιηθώ τον χαρούμενο). Θέλεις μου λέει να σου δείξω κάτι που έγραψα; Εννοείται του λέω. Και καθώς συζητάμε, μου βγάζει μέσα από έναν μικρό σάκο, ένα βιβλιαράκι από την ποιητική του συλλογή. Έτοιμος είμαι να τον ευχαριστήσω και να το πάρω για να το διαβάσω. Όχι μου λέει, κράτησε το. Σου το κάνω δώρο.

Έτσι γίνεται στις μικρές κοινωνίες…οι άνθρωποι από το πουθενά γνωρίζονται και έρχονται πιο κοντά. Ξέρεις… αυτό που θα διαβάσεις μπορεί και να μη σου αρέσει, μου λέει επιφυλακτικά. Εκεί μέσα, όμως, να ξέρεις θα διαβάσεις την ψυχή μου. Χαμογέλασα αμήχανα και του είπα και πάλι πως χάρηκα πολύ που γράφει. Να σημειώσω στο σημείο αυτό πως ο άνθρωπος αυτός είναι ευγενέστατος και η συμπεριφορά του υποδειγματική. Δεν είναι τυχαίο που γράφει, πιστεύω.

Πηγαίνω στο σπίτι και αμέσως αρχίζω να διαβάζω τα πρώτα ποιήματά του. Και τι βλέπω; Ότι ακριβώς μου είπε… την ψυχή του αραδιασμένη στους στίχους, την ευγένειά του να κάνει ρίμες και δίχως υπερβολή ανατριχιάζω. Γιατί με σειρά βλέπω τα ποιήματα να γράφουν για μια… όχι δε θα σας πω για τί γράφανε. Δεν ξέρω δηλαδή αν θα ήθελε να το μάθουν οι πολλοί. Εξάλλου μου το είχε πει: Αυτά τα ποιήματα είναι και όσους έχουν ψυχή. Και ψυχή σίγουρα δεν έχουν όλοι. Θεέ μου, Φτάνω κάποτε στο τέλος, αποσβολωμένος και έντονα συγκινημένος με όσα διάβασα. Και με δάκρυα στα μάτια (ναι και τώρα που γράφω και το θυμάμαι πάλι δακρύζω) βλέπω που έχει αφιερώσει όλη του αυτήν την προσπάθεια, καθώς και πως τελειώνει, λέγοντας με άλλα λόγια πως κυρίαρχο πάντα μέσα του ήταν το συναίσθημα και όχι η λογική.

Κλείνω το βιβλιαράκι και αναφωνώ: Να μου ζήσεις όμορφη μικρή μου πόλη με τους ωραίους σου ανθρώπους.

 

 

 

Back to top button