Εκείνο το καλοκαίρι ήτανε το πιο ζεστό καλοκαίρι της ζωής μου. Ο ήλιος έκαιγε με μανία, «μαμά ο ήλιος είναι κακός» λέγανε τα πιτσιρίκια, και όλοι κρατούσαμε την αναπνοή μας περιμένοντας να δροσίσει.
Μα ο καιρός το κρατούσε μανιάτικο, λες και είχε αποφασίσει να μας σιγοψήσει στο καυτό τηγάνι του ουρανού.
Και τότε μέναμε μέσα, (όπως και τώρα) την ημέρα με κατεβασμένα παντζούρια, την νύχτα με ορθάνοιχτα.
Στον μικρό κηπάκο της βυζαντινής εκκλησίας, πιο εκεί από το σπίτι μου, τα λουλούδια είχαν καεί, και η πασχαλιά, έγερνε μαραμένη, φοβισμένη και μόνη.
Το αγαπούσα (και το αγαπώ) αυτό το μικρό δεντράκι. Κάθε άνοιξη μια συνομιλία ξεκινούσε μεταξύ μας -κοίτα, βγάζω φυλλαράκια ( μουρμούριζε σε μία ανύπαρκτη για τους γύρω μας γλώσσα όταν με έβλεπε να κατεβαίνω τα σκαλιά) -έλα να με μυρίσεις (όταν έσκαγαν τα μωβ ανθάκια της και πλημμύριζε ευωδιά ο κόσμος), – κόψε όσα θες για τον επιτάφιο (τις Μεγάλες Παρασκευές που λατρεύω).
Δέκα κουβάδες με νερό, (σαν τώρα το θυμάμαι) χρειάστηκαν. Γέμιζα, ανέβαινα τα σκαλιά, έριχνα στο διψασμένο χώμα, κατέβαινα, ξαναγέμιζα, ξανά ανέβαινα.
Όταν έριξα τον τελευταίο κουβά, κάτι σαν αεράκι θρόισε ανάμεσα στα φύλλα της, σαν ανάσα που της ξανάδωσε ζωή, νόμισα πως την είδα να δακρύζει από ευγνωμοσύνη και ένα δροσερό ευχαριστώ ακούμπησε στο ιδρωμένο μάγουλό μου.
Η τρελούτσικη αγάπη μου. Που νόμισε πως θα την εγκατέλειπα στην τύχη της.
Πως θα ξεχνούσα τα χιλιάδες μυρωδάτα λογάκια που είχαμε ανταλλάξει.
Τα μυστικά χαμόγελα που ανοίγανε την καρδιά μου.
Πως θα με τρόμαζε ο καύσωνας, ο ιδρώτας, και τα εικοσιπέντε σκαλοπάτια.
(Γιαυτό σου λέω, πως η αγάπη χωρίς την συμπόνια, είναι ένα μεγάλο τίποτα.)