Εἶναι γνωστὸ στὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ὅτι ὁ ὅρος «μεταφυσικὴ» προήλθε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη θεματικῆς κατάταξης τῶν ἔργων τοῦ Ἀριστοτέλη ἀπὸ τὸν Ἀνδρόνικο τὸν Ρόδιο τὸν 1ο αἰώνα π.Χ. Ὁ συγκεκριμένος ὅρος, κατὰ τὸ ἀριστοτελικὸ περιεχόμενό του, περιγράφει τὴν ἐπιστημονικὴ ἀπόπειρα νὰ ἐρευνηθεῖ «τὸ ὂν ᾗ ὄν».[1] Εἶναι βέβαια περιττό νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μένει ἀνέγγιχτος ἀπὸ τὶς προσπελάσεις τῆς μεταφυσικῆς. Κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ Μ. Χάιντεγκερ τὸ μεταφυσικὸ ἐρώτημα τίθεται μόνο μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὁ ἐρωτῶν ἄνθρωπος νὰ συμπαρευρίσκεται στὸ ἐρώτημα, «δηλαδὴ νὰ τίθεται καὶ αὐτὸς ὑπὸ ἐρώτηση».[2]
Ἡ μεταφυσικὴ λοιπὸν ὡς κατάδυση στὴν αἰτία καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ εἶναι, ὡς ἀναμέτρηση μὲ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξης, γεννήθηκε ὡς συστηματικὴ πραγμάτευση στὸν δυτικὸ κόσμο. Στὸν πολιτισμὸ αὐτὸ ὅμως ἐγκαινιάστηκαν καὶ οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀναίρεσής της, ἕως καὶ τῆς πλήρους ἀπαξίωσής της, ποὺ φτάνουν νὰ τὴ θεωροῦν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὡς συνώνυμο τοῦ ἀνορθολογισμοῦ.
Ἀναπνέοντας σήμερα τὸν ἀέρα τοῦ δυτικοῦ παραδείγματος καὶ θέλοντας νὰ ἀνατρέξουμε στὰ ριζικά του δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸν μεσαίωνα. Σύμφωνα ἄλλωστε μὲ τὸν περίφημο μεσαιωνιστὴ Ἐτιὲν Ζιλσὸν ἀγνοώντας τὸν μεσαίωνα, ἀγνοοῦμε σύνολη τὴ δυτικὴ σκέψη, ἐνῶ στὸν γεννήτορα τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα ἱερὸ Αὐγουστίνο βρίσκονται ὅλες οἱ εὐρωπαϊκὲς δυνατότητες.[3] Κάποια χαρακτηριστικὰ στιγμιότυπα λοιπὸν εἶναι καὶ τὰ ἑξῆς:
Συνέχεια στο antifono.gr