ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριάτελευταίες ειδήσεις

«Ισοπέδωσις Γυμνασίου» (του Πέτρου Μάνου)


«Από τινων ημερών ήρχισεν επί τέλους η πολυθρύλητος ισοπέδωσις του Γυμνασίου μας…»

Προφητικός έμελλε να αποδειχτεί ο τίτλος του δημοσιεύματος αυτού, του 1920, που αναγγέλλει την έναρξη της «πολυθρύλητης ισοπέδωσης» της.. πλατείας του νεόδμητου κτιρίου του (Ημι)γυμνασίου1.

Κάποιοι, βέβαια, από τους αναγνώστες αυτής της είδησης, οι οποίοι –προ πενταετίας – είχαν δει το κτίριο να χτίζεται, δεν φαντάζονταν ότι, πενήντα χρόνια μετά, θα έβλεπαν την ισοπέδωση του ίδιου του σχολείου που αποτέλεσε το καύχημα της πόλης, στα πρώτα βήματα του ελεύθερου βίου της.

Στη διάρκεια της μίας ακόμα πεντηκονταετίας που μεσολάβησε από τότε, πολύς λόγος έχει γίνει για τα  συναισθήματα θλίψης και νοσταλγίας που προκάλεσε το γεγονός αυτό, ιδιαίτερα σ’ εκείνους που πέρασαν από τα θρανία του.

  1.   Το Γυμνάσιο στην αρχική του μορφή [φωτ.  Δ. Γκολίτσης)

Το  «μέγαρον αυτό της Παιδείας», υπήρξε ένα κτίριο-κόσμημα, καρπός και μνημείο συλλογικής προσπάθειας της τότε «Κοινότητος Καστορίας», καθώς, με τα νεοκλασικά και εκλεκτικιστικά χαρακτηριστικά του, απέπνεε αέρα ευρωπαϊκό·  ένα ακόμα αριστουργηματικό κτίριο του Δροσοπηγιώτη κάλφα Αθ. Παπαστυλιάδη, έργο του οποίου την επόμενη χρονιά (1916) υπήρξε και το επιβλητικό καμπαναριό της Μητρόπολης.

Στη φάση αυτή, τρία σχετικά δημοσιεύματα της εφημερίδας «Καστορία» (7/3, 16/8 και 2/9/1920), αναφέρονται στο σχέδιο διαμόρφωσης του αυλόγυρου του σχολείου, στον εσωτερικό και εξωτερικό ελαιοχρωματισμό του και στην ανάγκη  «ισοπέδωσης και ανθρωπισμού» της πλατείας του.

Σήμερα, η «ασχημία» και ο απαραίτητος «ανθρωπισμός» της πλατείας, σχετίζονται με το χρονίζον πρόβλημα της μετατροπής της σε χώρο στάθμευσης. Η οριστική αντιμετώπιση αυτού του θέματος (η οποία προσκρούει σε ζητήματα πρόσβασης, που επικαλούνται ορισμένοι περίοικοι), θα κρίνει και την ικανότητά μας ως διαχειριστών μιας τέτοιας κληρονομιάς. Σχετικές, πάντως, προσπάθειες από αρμόδιους φορείς κατά το παρελθόν, αν και φιλότιμες, δεν τελεσφόρησαν.

Το διπλό απαγορευτικό δεν έφερε αποτέλεσμα. Η πράσινη πινακίδα, που απαγόρευε την είσοδο και στάθμευση στον αρχαιολογικό χώρο, εδώ και πολύ καιρό έχει αφαιρεθεί. Διακρίνονται και τα ίχνη από τα κολωνάκια που είχαν τοποθετηθεί παλαιότερα (φωτ. 1/7/2019)

Δεκαετία του ’30. Το Γυμνάσιο με την προσθήκη των δύο πτερύγων εκατέρωθεν του κτιρίου, στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας.

[φωτ. Λ. Φραντζής, Εθνικό Λαογραφικό & Ιστορικό Αρχείο]

Η δυτική πτέρυγα του Γυμνασίου. (Η Κουμπελίδικη, μετά το βομβαρδισμό της από την Ιταλική αεροπορία, το 1940 και την καταστροφή του τρούλου της, αναστηλώθηκε το 1949, από τον καθηγητή Στ. Πελεκανίδη)

[φωτ. Δ. Παπαδήμος, δεκαετία 1960,  Ε.Λ.Ι.Α.]

Όσον αφορά την «εν μία νυκτί» κατεδάφιση του Γυμνασίου, αυτή δεν υπήρξε «κεραυνός εν αιθρία». Το έδαφος είχε προλειάνει η ισοπέδωση ενός άλλου μεγαλοπρεπούς σχολικού κτιρίου, της «Μεγάλης» Ελληνικής Σχολής,2 το 1958. Ακολουθήσαν δημοσιεύματα περί «ακαταλληλότητας» και «επικινδυνότητας» και του κτιρίου του Γυμνασίου, τα οποία έκαναν ρητά λόγο για κατεδάφισή του.

 «..πλάι στην Γκουμπελίδικη, το κομψοτέχνημα αυτό της Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής,

το Γυμνάσιο φαντάζει σαν παλαιού καιρού μελαγχολικό απ την εγκατάλειψι υπόλειμμα που, και λόγω της σημασίας του και λόγω της θέσεώς του δεν τιμά την πόλι μας ούτε και μας τους ίδιους..»

(απόσπασμα από «Έκκληση»  για οικονομική ενίσχυση για την ανέγερση του νέου Γυμνασίου)

[φωτ. Δ. Παπαδήμος, δεκαετία ’60,  Ε.Λ.Ι.Α.]

«.. πρέπει να κατεδαφισθή και να ανεγερθή περίλαμπρο πνευματικό ίδρυμα» (ό.π.)

[Η κατεδάφιση συναρτώνταν με την ανέγερση νέου κτιρίου, το οποίο, όμως, κατασκευάστηκε στην παρακείμενη θέση του παλιού κήπου-νεκροταφείου των Α. Αναργύρων, με τα δύο κτίρια να συνυπάρχουν για κάποιο διάστημα]

30 Αυγούστου 1969   

Το νέο Γυμνάσιο πρωτολειτούργησε κατά το σχ. Έτος 1970-’71.

Ακολούθησε η κατεδάφιση του παλαιού

Έτσι, η μοίρα της κατεδάφισης ή κατάρρευσης, υψηλής ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας μνημείων, κυρίως κατά τις δεκαετίες του ’50 και ’60, χαρακτηρισμένων στην πλειοψηφία τους ως «διατηρητέων», δεν περιλάμβανε μόνο οθωμανικά ή εβραϊκά κτίρια˙ δεν προήλθε από φυσικά αίτια ή από κάποιον αλλοεθνή ή αλλόθρησκο δυνάστη˙ ούτε συντελέστηκαν όλες οι καταστροφές σε περιόδους «ανωμαλίας» ή εκτροπής του πολιτεύματος (όπως συνέβη με την περίπτωση του Γυμνασίου).

Σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσαν προϊόν στρεβλών και «ισοπεδωτικών» περί εκσυγχρονισμού αντιλήψεων, που, παρά τις αγαθές –συνήθως– προθέσεις τους, έκριναν ότι έπρεπε να εκριζώσουν καθετί που θεωρούσαν «ξεπερασμένο» και «αναχρονιστικό» και, κάποιες φορές, «εθνικά επιβλαβές». Όσον αφορά την κατεδάφιση του Γυμνασίου, αυτή εξακολουθεί να αποτελεί θέμα -ταμπού και την καλύπτει ένα πέπλο σιωπής.

Ωστόσο, αυτό που προέχει, είναι, να επανεξεταστεί η ιδέα της αναβίωσής του, που ίσως δεν είναι τόσο ανεδαφική, όσο εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται και δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Αρκεί να αναλογιστούμε την ανοικοδόμηση ολόκληρων ευρωπαϊκών ιστορικών κέντρων, μεταπολεμικά.

Και, αν κάτι τέτοιο φαντάζει ανέφικτο ή χαμένη υπόθεση, το πρόσφατο παράδειγμα της περιπετειώδους διάσωσης του  ιστορικού Στρατώνα, είναι διδακτικό και ενδεικτικό της πεποίθησης όσων πίστεψαν ότι η παράδοση και η ήδη μακρά λίστα των κατεδαφίσεων, δεν πρέπει να διευρυνθεί και να μεταβιβάζεται σαν κληρονομική κατάρα, από γενιά σε γενιά.

Η  ανακατασκευή του κτιρίου του παλαιού Γυμνασίου (στην αρχική ή την τελική του μορφή), θα μπορούσε να αφορά μόνο την εξωτερική του όψη, που θα διατηρεί τα βασικά μορφολογικά του χαρακτηριστικά, προκειμένου να στεγάσει μόνιμα την επί δεκαετίες «περιπλανώμενη» Βιβλιοθήκη της πόλης. Αυτή η χρήση – χωρίς να είναι η μοναδική– αποτελεί την πιο συμβατή με την αρχική λειτουργία και το χαρακτήρα του κατεδαφισμένου κτιρίου. Πάνω απ’ όλα, όμως, η πόλη δικαιούται μια Βιβλιοθήκη αντάξια του παρελθόντος της.

Σε κάθε περίπτωση, οι  αρχικές διαστάσεις και αναλογίες, καθώς και η χωροθέτηση του κτιρίου, δεν είναι  δεσμευτικές. Καταλληλότερος χώρος θα ήταν το πρώην στρατόπεδο Μαθιουδάκη. Η κατασκευή και λειτουργία Βιβλιοθήκης στην περιοχή αυτή, με την παράλληλη αποκατάσταση και ανάδειξη του Στρατώνα, θα δημιουργήσει έναν καινούριο πόλο πνευματικής και πολιτιστικής δράσης. Θα αποτελέσει συνάμα και ένα νέο τοπόσημο και σημείο τουριστικού ενδιαφέροντος της πόλης.

Η εξεύρεση-παραχώρηση του οικοπέδου και τα χρηματοδοτικά εργαλεία για την εκπόνηση και υλοποίηση των σχετικών μελετών, είναι, σε μεγάλο βαθμό, τεχνοκρατικής φύσης θέματα, που είναι δυνατό να επιλυθούν. Αρκεί να πιστέψει η καστοριανή κοινωνία σε μια τέτοια δυνατότητα και να την υιοθετήσουν και να την αγκαλιάσουν Σύλλογοι και Φορείς, από τους οποίους απαιτείται να ληφθεί η σχετική πρωτοβουλία.

Το δρόμο προς αυτήν την κατεύθυνση, τον έχει δείξει το ίδιο το παλαιό Γυμνάσιο, η ιδέα της δημιουργίας του οποίου κινητοποίησε κάποτε τους απανταχού της γης Καστοριανούς, όπως θα συγκινήσει και θα κινητοποιήσει και τώρα πολλούς, οι οποίοι θα σπεύσουν αυτόβουλα να συνδράμουν με κάθε μέσο και με τον τρόπο του ο καθένας, στην  πραγμάτωση της ιδέας  της ανοικοδόμησής του.


Η μακέτα του Γυμνασίου στην είσοδο του Δημαρχείου (Χρυσόστομος Τζημάκας)

 «Χάρισμα» των αποφοίτων του 1955, (σαράντα χρόνια από την κατασκευή του)
Η δωρεά πραγματοποιήθηκε το 1995 (σαράντα χρόνια από την αποφοίτησή τους)
[Έργο του Χρ. Τζημάκα στην αίθουσα του Δημ. Συμβουλίου]

Το πέρασμα των χρόνων, κάνει την εικόνα του Γυμνασίου ολοένα και πιο αχνή και την φέρνει όλο και πιο κοντά στη λήθη. Η παρέλευση πεντηκονταετίας από την κατεδάφισή του, είναι, ίσως, η τελευταία αφορμή και ευκαιρία που δίνεται στις  σύγχρονες γενιές, προκειμένου να αφήσουν το δικό τους στίγμα στην πορεία αυτού του τόπου, αίροντας εν μέρει το ιστορικό, λίαν επιεικώς, σφάλμα   – και κατά κοινή παραδοχή, έγκλημα–  της καταστροφής αυτού του έντονα φορτισμένου με συναισθήματα και μνήμες, κτιρίου.

Το σύνθημα «Το λόγο να πάρουν οι μπουλντόζες», το οποίο κάποτε αποτελούσε την κοινή επωδό της άποψης που παρότρυνε στην αποξήλωση στοιχείων της ιστορικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς, απαιτείται να παραχωρήσει τη θέση του στην αντίληψη που συνοψίζεται στη φράση «Το λόγο να πάρουν οι πολίτες και οι ειδικοί».

 1968

1 Το ημιγυμνάσιο, από το 1888 μέχρι το 1914, (συ)στεγαζόταν στο κτίριο της Ελληνικής Σχολής. Κατά το σχ. έτος 1914-’15, στεγάστηκε σε ενοικιαζόμενο ιδιόκτητο κτίριο (οικία Τάνε) στην πλατεία Ομονοίας. Τα επόμενα δύο έτη λειτούργησε στο νέο κτίριο, με δ/ντή τον Π. Τσαμίση. Το 1917 αναβαθμίστηκε σε Γυμνάσιο.  Χτίστηκε σε οικόπεδο της Μητρόπολης, με ενέργειες της «Εφορείας των Σχολείων» και Πρόεδρό της το Μητροπολίτη  Ιωακείμ Λεπτίδη.

2 Tο εντυπωσιακό πέτρινο κτίριο της (Μεγάλης) Ελληνικής Σχολής, οικοδομήθηκε το 1885, τριάντα χρόνια πριν από το Γυμνάσιο. Κατεδαφίστηκε «πανηγυρικά» το 1958, σε διάστημα μικρότερο των  δεκαπέντε χρόνων πριν από εκείνο. Τη θέση της Ελληνικής Σχολής, πήρε το σημερινό κτίριο του 2ου Δημοτικού,  η  ..«Μεγάλη του Γένους Σχολή», όπως αποκλήθηκε τότε, από ορισμένους.    

Back to top button