Κόσμος

Μεγάλο αφιέρωμα: Τσερνόμπιλ, 35 χρόνια μετά

Το ρολόι έδειχνε 1:23:58 στις 26 Απριλίου του 1986, όταν μια σειρά εκρήξεων στον αντιδραστήρα του 4ου ενεργειακού μπλοκ στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνόμπιλ, στην τότε Σοβιετική Ένωση, προκάλεσε αυτό που μετέπειτα χαρακτηρίστηκε ως η «σοβιετική Πομπηία». Οι εκρήξεις μετέτρεψαν τον αντιδραστήρα σε μια «πυρηνική κόλαση» και η ανθρωπότητα γνώριζε την -κατά τα Ηνωμένα Έθνη- «μεγαλύτερη περιβαλλοντική καταστροφή της».

Μια αόρατη, θανάσιμη απειλή, απλώθηκε στον ουρανό πάνω από την  Ευρώπη, την Κεντρική Ασία και το βόρειο κομμάτι της αμερικανικής ηπείρου και επικάθισε στο έδαφος, σπέρνοντας θάνατο, ασθένειες και τρόμο στην ανθρωπότητα που γνώριζε, με τον πιο τραγικό τρόπο, το σκοτεινό πρόσωπο ενός ύπουλου εχθρού, που μέχρι τότε είχαν γνωρίσει κυριολεκτικά στο πετσί τους οι άνθρωποι στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, της ραδιενέργειας.

Ακριβώς 35 χρόνια μετά, η επέτειος της «μαύρης μέρας» της 26ης Απριλίου, σαν σήμερα, βρίσκει πάλι τους ανθρώπους του πλανήτη  κλεισμένους στα σπίτια τους με τον φόβο μιας ακόμα μεγαλύτερης καταστροφής.

Ο εχθρός είναι και τώρα, αόρατος, ύπουλος, δύσκολος ως προς την αντιμετώπισή του, λέγεται κορονοϊός και απειλεί να εκθεμελιώσει ό,τι ο ανθρώπινος πολιτισμός έχτισε με πόνο, ιδρώτα και αίμα, μετά τους μεγάλους καταστροφικούς πολέμους.

Άνθρωποι που στην  καταστροφή του Τσερνομπίλ βρέθηκαν στο μάτι του «ραδιενεργού κυκλώνα», επιστήμονες και συγγραφείς που ασχολήθηκαν σε βάθος με την τραγωδία, περιγράφουν -κάποιοι  κλεισμένοι, όπως και τότε, στα διαμερίσματά τους- στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τις εμπειρίες τους από εκείνος τον εφιάλτη.

Ο  Βρετανός καθηγητής Περιβαλλοντικών, Γεωγραφικών και Γεωλογικών Επιστημών του  Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ (University of Portsmouth), Τζιμ Σμιθ αποκαλύπτει ότι έρευνες έδειξαν πως σε πολλές περιοχές γύρω από το Τσερνομπίλ η γη μπορεί πλέον να καλλιεργηθεί και να παράξει καρπούς ασφαλείς προς κατανάλωση και λέει πως στην κύρια ζώνη αποκλεισμού, ενώ δεν υπάρχει ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, αυτή έχει καταστεί ένα μοναδικό φυσικό καταφύγιο άγριων ζώων, χωρίς βέβαια, όπως επισημαίνει, να σημαίνει ότι η ραδιενέργεια κάνει καλό στα ζώα.

Ένας πράκτορας της KGB, τότε, που αρρώστησε και ο ίδιος από τη ραδιενέργεια, αφηγείται το πώς τις πρώτες μέρες επιχειρήθηκε να «κουκουλωθεί» το ατύχημα, με τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ να απειλεί, μάλιστα,  την  ουκρανική πολιτική ηγεσία, με κομματικό αφανισμό, εάν δεν γίνει, υπό το ραδιενεργό νέφος, η πρωτομαγιάτικη παρέλαση στο Κίεβο που απέχει μόλις εκατό χιλιόμετρα από το Τσερνομπιλ.

Μια γυναίκα, στέλεχος της Κομσομόλ (νεολαίας του ΚΚΣΕ) τότε, αφηγείται πώς τους παρότρυναν να πίνουν «σαν νεράκι» κόκκινο κρασί για να προστατευθούν από τη ραδιενέργεια (πάλι καλά, τώρα ο Τράμπ προτρέπει σε ενέσεις χλωρίνης για τον κορονοϊό!).

Κάποια, δε, αποσπάσματα από την έρευνα της νομπελίστριας  δημοσιογράφου- συγγραφέα Σβετλάνας Αλεξίεβιτς, περιγράφουν ανατριχιαστικές ανθρώπινες πτυχές της τραγωδίας.
Εν μέσω της καταιγίδας του κορονοϊού, τούτες τις μέρες, ο εφιάλτης του Τσερνομπίλ «ξύπνησε» για να μας θυμίσει ότι ο πυρηνικό όλεθρος καραδοκεί, με αφορμή μια πυρκαγιά που ξέσπασε στο γειτονικό δάσος και πλησίασε πολύ κοντά στον «σαβανωμένο» καταστραμμένο  αντιδραστήρα, που κατά τους ειδικούς, υπό προϋποθέσεις, θα συνιστά για πάντα μια πυρηνική απειλή. Σύμφωνα με τις ουκρανικές αρχές, η φωτιά  αναχαιτίστηκε προτού φτασει στην  σαρκοφάγο.

«Ο παράδεισος των άγριων ζώων» και η «Atomik» βότκα του Τσερνομπίλ

Το διάφανο μπουκάλι, που στην ετικέτα του φιγουράρει ένας επιβλητικός αγριόχοιρος, είναι τόσο σπάνιο όσο και το περιεχόμενό του. Είναι το μοναδικό που κυκλοφορεί με μια κρυστάλλινα διάφανη βότκα από σιτάρι και νερό από την αποκλεισμένη ζώνη του Τσερνόμπιλ, ερμητικά κλεισμένη στο εσωτερικό του.

Με όνομα τόσο ταιριαστό όσο και οι συμβολισμοί που «κουβαλά», η τριπλά αποσταγμένη βότκα Atomik «γεννήθηκε» το περασμένο καλοκαίρι από μια ιδέα Βρετανών και Ουκρανών επιστημόνων, που μελετούν επί δεκαετίες το Τσερνομπίλ και οι οποίοι επεξεργάζονται ήδη σχέδια για μια μικρής κλίμακας, αρχικά, παραγωγή, εφόσον βέβαια ξεπεραστούν μια σειρά από νομικά, γραφειοκρατικά και άλλα εμπόδια. Μάλιστα, αν το εγχείρημα ευοδωθεί, το 75% των εσόδων από την πώληση της βότκας θα δοθεί για τη στήριξη των κοινοτήτων που ζουν στην περιοχή του ατυχήματος και στην προστασία της άγριας ζωής, που «θέριεψε» από τότε που έφυγαν οι άνθρωποι. Η βότκα Atomik, προϊόν της Chernobyl Spirit Company, μιας κοινωνικής επιχείρησης με ιδρυτές τους επιστήμονες Τζιμ Σμιθ (Jim Smith) και Γενάντι Λάπτεφ (Gennady Laptev), είναι το πρώτο προϊόν από τη «νεκρή» γη της αποκλεισμένης ζώνης του Τσερνόμπιλ.

Τρεις δεκαετίες και 5 χρόνια μετά, οι προσπάθειες ανάκαμψης των περιοχών που επλήγησαν στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία και τη Ρωσία συνεχίζονται και παρά τα κάποια, σχετικά μικρά, υψηλά ραδιενεργά hotspots έξω από την κύρια ζώνη αποκλεισμού (Exclusion Zone) των 30χλμ, η επιστημονική κοινότητα πιστεύει, εδώ και πολλά χρόνια, ότι ο κίνδυνος από τη ραδιενέργεια για τους πληθυσμούς εκτός της ζώνης είναι χαμηλός. Ωστόσο, η προσπάθεια αναβάθμισης των περιοχών αυτών εμφανίζεται αργή, τόσο εξαιτίας των περιορισμών στις επενδύσεις και τη χρήση αγροτικής γης όσο και των εσφαλμένων αντιλήψεων για τους κινδύνους από τη ραδιενέργεια, υποστηρίζουν οι Βρετανοί και Ουκρανοί επιστήμονες, που μελετούν τη μεταφορά ραδιενέργειας στις καλλιέργειες τόσο στην κύρια ζώνη αποκλεισμού όσο και στην περιοχή Ναρόντιτσι (Narodychi) εντός της ζώνης υποχρεωτικής επανεγκατάστασης (Zone of Obligatory Resettlement).

«Πιστεύουμε ότι αυτές οι περιοχές χρειάζονται μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη και διαχείριση του μοναδικού αποθέματος άγριας ζωής που φιλοξενούν», αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει:
«Για τους ανθρώπους που ζουν εκτός της κύριας ζώνης αποκλεισμού, αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι περισσότερο το ψυχολογικό και οι οικονομικές συνέπειες (απ’ ό,τι το ίδιο το ατύχημα). Η πόλη που εργαζόμαστε στο πλαίσιο της έρευνάς μας, το Ναρόντιτσι, έχει περίπου 10.000 ανθρώπους, έχει σχολείο, καταστήματα, τα πάντα… Οι άνθρωποι λαμβάνουν επιδόματα ως θύματα του Τσέρνομπιλ, η ανεργία όμως ξεπερνά το 50%».

Εξηγεί, δε, πως το πρόβλημα σε περιοχές όπως αυτή δεν είναι η ραδιενέργεια πλέον αλλά η οικονομική ανάπτυξη, που μπορεί, όπως υποστηρίζει, να «περάσει» μέσα από την καλλιέργεια της γης. «Θεωρούμε ότι ένα πολύ σημαντικό ποσοστό αυτών των γαιών μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και σήμερα», αναφέρει, εξηγώντας πως η επιστημονική ομάδα έχει αναπτύξει ένα πρωτόκολλο για το τι χρειάζεται για την επανάχρηση της αγροτικής γης στην περιοχή.

Όσο για την ασφάλεια της βότκας που παρασκευάστηκε, οι δημιουργοί της εξηγούν πως «όπως γνωρίζει κάθε χημικός, η απόσταξη ζυμωμένων σιτηρών αφήνει πολύ πιο βαριά στοιχεία στα απόβλητα προϊόντα, ώστε η αλκοόλη να είναι πιο ραδιενεργά καθαρή από τον αρχικό σπόρο», με τον Τζιμ Σμιθ να επισημαίνει ότι έγινε απόσταξη προκειμένου να αποβληθεί κάθε ραδιενεργό στοιχείο από τις πρώτες ύλες και «να παραχθεί ένα προϊόν από το Τσερνόμπιλ, που ελπίζουμε πως πολλοί άνθρωποι θα θέλουν να καταναλώσουν».

Έφυγαν οι άνθρωποι κι επέστρεψαν τα άγρια ζώα

Μπορεί στην κύρια ζώνη αποκλεισμού να απουσιάζει κάθε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο με τα άγρια ζώα που επέστρεψαν στην περιοχή, η οποία, όπως εξηγεί ο Βρετανός καθηγητής, έχει μετατραπεί σε ένα μοναδικό φυσικό καταφύγιο άγριων ζώων, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι η ραδιενέργεια κάνει καλό στα ζώα. «Η επιστροφή τους αποδεικνύει ότι οι συνέπειες των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων (π.χ. γεωργία, κυνήγι κ.ά.) είναι πολύ δυσμενέστερες», επισημαίνει.

«Μελετήσαμε την πυκνότητα των πληθυσμών και διαπιστώσαμε ότι ο αριθμός άγριων ζώων στο Τσέρνομπιλ είναι παρόμοιος με εκείνον σε καταφύγια θηραμάτων που δεν έχουν μολυνθεί», σημειώνει, εξηγώντας πως ειδικά σε ό,τι αφορά τον λύκο, ο αριθμός είναι πολλαπλάσιος σε σχέση με άλλα φυσικά καταφύγια, γεγονός που αποδίδει στο ότι απουσιάζει πλέον το κυνήγι στη ζώνη αυτή. «Είναι πολύ σημαντικό, αυτή η περιοχή που νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη σε έκταση ακατοίκητη περιοχή στην Ευρώπη, να διατηρηθεί ως ένας φυσικός βιότοπος», υπογραμμίζει ο Τζιμ Σμιθ.
Μελετώντας το Τσέρνομπιλ εδώ και τρεις δεκαετίες, ο Βρετανός καθηγητής απαντά και στην κρίσιμη -για πολλούς- ερώτηση σχετικά με τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας.

Ξεκίνησα να εργάζομαι πάνω στο Τσερνόμπιλ το 1990 και τότε ήμουν κατά της χρήσης πυρηνικής ενέργειας, αλλά τώρα είμαι συγκρατημένα υπέρ της πυρηνικής ενέργειας καθώς πιστεύω ότι είναι μία από τις λιγοστές πηγές ενέργειας που δεν παράγει πολλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Πιστεύω επίσης πολύ στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλά εκτιμώ ότι χρειαζόμαστε και την πυρηνική ενέργεια λόγω των χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Φυσικά τα πυρηνικά ατυχήματα είναι τρομερά γεγονότα αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να πάρουμε το χαμηλό, όπως εκτιμώ, αυτό ρίσκο στο πλαίσιο της μάχης κατά της κλιματικής αλλαγής», λέει χαρακτηριστικά.

Η KGB και η «ραδιενεργή» Κόκκινη Πρωτομαγιά

Στο διαμέρισμά του στο Κίεβο, ο επιχειρηματίας Βλαντιμίρ Κονοτσέρα, ανακαλεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, μνήμες από τις δύσκολες μέρες του πυρηνικού ατυχήματος στο Τσερνομπίλ, με αναφορές στη σημερινή πανδημία. Βίωσε το τρομακτικό ατύχημα ως υπάλληλος της KGB και περιγράφει το πώς η ηγεσία της τότε Σοβιετικής Ενωσης  προσπάθησε να «πνίξει» το γεγονός, αλλά και την περιπέτεια της υγείας του, λόγω της ραδιενέργειας στην οποία εκτέθηκε.

«Η τωρινή πανδημία, με αυτόν τον ύπουλο και άγνωστο ιό, με πάει πίσω στον χρόνο, όταν μας αιχμαλώτισε ένας άλλος “ιός”, πυρηνικός, που έμπαινε στα σπίτια μας, στα αυτοκίνητα μας, στο στόμα, στα αυτιά και δεν ήταν εύκολο να γλιτώσεις, παρά μόνο αν καθόσουν κλεισμένος στο σπίτι ή έφευγες πολύ μακριά. Εγώ τότε δεν μπορούσα ούτε να κάθομαι μέσα στο σπίτι, ούτε να φύγω, λόγω της δουλειάς μου, στα όργανα της κρατικής Ασφάλειας», λέει.

«Ακόμα μεγαλύτερο “ατύχημα” και από αυτό στο εργοστάσιο ήταν η σιωπή της τότε ηγεσίας της χώρας, που απέκρυψε για περίπου τρεις εβδομάδες την αλήθεια για την έκρηξη με  αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να μολυνθούν θανάσιμα ή να νοσήσουν με βαριές ασθένειες, από τη ραδιενέργεια, όπως εγώ», προσθέτει.

«Σήμερα, με τον κορονοϊό, έχουμε συνεχή ενημέρωση, αλλά τότε, ακόμα και εγώ που θα μπορούσα να γνωρίζω την αλήθεια λόγω της δουλειάς μου στα όργανα ασφάλειας του κράτους, δεν ήξερα ακριβώς τι συνέβαινε», λέει.

Τρεις μέρες μετά το ατύχημα και εν μέσω της γενικής άγνοιας των πρώτων  κρίσιμων ημερών για το τι είχε γίνει, ο Κονοτσέρα έλαβε διαταγή από την  υπηρεσία του να συνοδεύσει κάποιους   επιστήμονες και πολιτικούς στο Τσερνομπίλ, για να ερευνήσουν την κατάσταση και τέσσερις μήνες μετά   μετατέθηκε στο ειδικό τμήμα  που δημιούργησε εκεί η KGB.

«Το διεθνές ενδιαφέρον ήταν μεγάλο, έρχονταν στη ζώνη πολλοί ξένοι  επιστήμονες για  μελέτη του δυστυχήματος και τους συνόδευα για “την ασφάλειά τους”, στην πραγματικότητα  για να τους παρακολουθώ για λογαριασμό της υπηρεσίας»,  ανάφερει και περιγράφει:

«Την πόλη Πρίπιατ, όπου σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, πριν από το ατύχημα ζούσαν περίπου 50 χιλιάδες  κάτοικοι, τη βρήκα τρομακτικά άδεια, εντελώς έρημη/ Η εκκένωση των κατοίκων της άρχισε την επομένη του ατυχήματος, στις 27 Απριλίου, στις 2μμ. Κανένας από τους κατοίκους τότε δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι, αφήνοντας το διαμέρισμά του «για τρεις ημέρες», όπως τους είχε ειπωθεί, δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά. Περίπου 1.500 λεωφορεία έφτασαν από το Κίεβο στο Πρίπιατ. Δύο πετρελαιοκίνητα τρένα στάλθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό και εκείνοι που είχαν αυτοκίνητα έφυγαν μόνοι τους».

Εν μέσω γενικευμένης άγνοιας και με κάποιες φήμες ότι «κάτι τρομακτικό έγινε στο Τσερνομπίλ» να έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν στον πληθυσμό, στις 6 Μαΐου του 1986, στο Κίεβο, μόλις εκατό χιλιόμετρα από το Τσερνομπίλ, έγινε με κάθε επισημότητα και τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων αμέριμνων ανθρώπων, η παρέλαση της Πρωτομαγιάς.

«Ήταν νέοι, κυρίως, με κόκκινες σημαίες, πανό και πλακάτ και περνούσαν αμέριμνοι, φωνάζοντας συνθήματα, όπως  “Ειρήνη, Εργασία, Μάιος!” κ.ά. Το  αόρατο ραδιενεργό νέφος “έπνιγε” την ατμόσφαιρα αλλά οι άνθρωποι δεν το γνώριζαν ούτε καταλάβαιναν τίποτα. Η ηγεσία όμως ήξερε αλλά σιωπούσε», αφηγείται ο Κονοτσέρα.

«Με βάση το πρόγραμμα, η παρέλαση έπρεπε να ξεκινήσει ακριβώς στις 10 το πρωί, αλλά η ουκρανική κομματική  ηγεσία αργούσε να πάρει θέσεις στην εξέδρα των επισήμων. Οι περισσότερες καρέκλες ήταν άδειες. Ο κόσμος κάτω ήταν χαρούμενος μέσα στην άγνοιά του, αλλά λόγω της απουσίας της ηγεσίας  άρχισε να  αναρωτιέται για το τι συμβαίνει και να ψιθυρίζεται ότι “κάτι τρομακτικό έγινε στο πυρηνικό σταθμό Τσερνομπίλ”», λέει ο άνθρωπος της KGB και παραθέτει ένα παρασκήνιο με πρωταγωνιστή τον Μιχαηλ Γκορμπατσώφ, γύρω από τη διεξαγωγή της «ραδιενεργούς παρέλασης».

«Ο πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ της Ουκρανίας,  Βλαντιμίρ Σερμπίτσκι, ζήτησε από τη Μόσχα την άδεια για την ακύρωση  της παρέλασης, αλλά έλαβε αυστηρή εντολή από τον Γκορμπατσώφ, να μην δημιουργεί πανικό. Του μίλησε, μάλιστα, απειλητικά: “Αν δεν κάνεις την παρέλαση της Πρωτομαγιάς, να πεις αντίο στο κόμμα!”», περιγράφει.
«Αν τότε  ο Σερμπίτσκι είχε το  θάρρος να πάρει την πρωτοβουλία για να ακυρώσει την Πρωτομαγιά στο Κίεβο, θα γινόταν εθνικός ήρωας, αλλά εκείνα τα χρόνια κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο», λέει.

Σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά το ατύχημα και ενώ η Ευρώπη είχε ξεσηκωθεί, στις 14 Μαΐου, ο Γκορμπατσώφ, απευθύνθηκε στον σοβιετικό λαό από την τηλεόραση, λέγοντας πως «χάρη στα αποτελεσματικά μέτρα που ελήφθησαν, σήμερα μπορούμε να πούμε πωε το χειρότερο πέρασε, οι πιο σοβαρές συνέπειες αποτράπηκαν».

Το τραγικό ήταν, λέει ο Βλαντίμιρ Κονοτσέρα, ότι ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς  είπε τότε, ότι δεν συνέβη τίποτα κακό στον κόσμο και μάλιστα κατηγόρησε τις χώρες του ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ότι χρησιμοποίησαν το θέμα του Τσερνομπίλ για να «δυσφημήσουν τη Σοβιετική Ένωση» και «να αποδυναμώσουν τον αντίκτυπο των σοβιετικών προτάσεων να σταματήσουν οι πυρηνικές δοκιμές».
Εν τω μεταξύ, στο Κίεβο, στις 6 Μαΐου επρόκειτο να αρχίσει ένας Διεθνής Αγώνας Ποδηλασίας και, όπως αναφέρει ο Κονοτσέρα, την τελευταία στιγμή  ακύρωσαν τη συμμετοχή τους οι αθλητές από τις δυτικές χώρες και ήρθαν μόνο αθλητές από το σοσιαλιστικό μπλοκ, με τους οποίους η ποδηλατοδρομία διεξήχθη κανονικά. Οι φήμες ότι κάτι γίνεται γίνονταν πιο έντονες. «Οι ξένοι αθλητές είχαν πληροφορηθεί τα γεγονότα και δεν ήρθαν. Ο κόσμος δεν θα είχε μάθει για την τραγωδία, εάν το σύννεφο ακτινοβολίας δεν είχε διασχίσει τα σύνορα της ΕΣΣΔ».

Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, απουσίας επίσημης  πληροφόρησης και έντασης των φημών για το εργοστάσιο του Τσερνομπίλ, ο «υπάλληλος» της KGB απομάκρυνε από το Κίεβο την οικογένειά του. «Βλέποντας κάποιους υψηλόβαθμους συναδέλφους μου στην υπηρεσία να διώχνουν ξαφνικά  τις  οικογένειές τους μακριά, πήρα την απόφαση και έστειλα και εγώ  τη γυναίκα μου και τον γιο μας στο Σότσι, στη Μαύρη Θάλασσα», αναφέρει.

Ο ίδιος όμως είχε ήδη εκτεθεί για τα καλά στο ραδιενεργό νέφος και τα πρώτα συμπτώματα θα εκδηλωθούν ανήμερα της  εορτής της Πρωτομαγιάς, στην κεντρική πλατεία, όπου είχε υπηρεσία στον χώρο της παρέλασης. «Ξαφνικά αισθάνθηκα μια αδυναμία, το κεφάλι μου γύριζε. Το στόμα μου ήταν ξηρό, πονούσε ο λαιμός μου. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι τις μέρες εκείνες, η ακτινοβολία στην πόλη υπερέβη τα όρια κατά 500 φορές. Επειδή πολλές ώρες από την ημέρα του δυστυχήματος και ύστερα, λόγω δουλειάς βρισκόμουν έξω, είχα πάρει μεγάλη δόση ραδιενέργειας. Μου πρήστηκαν όλοι οι λεμφαδένες», λέει και συνεχίζει:

«Αρρώστησα  και η ασθένειά μου είχε άμεση σχέση με την έκθεσή μου στη ραδιενέργεια, η οποία  μου αποδυνάμωσε το ανοσοποιητικό σύστημα. Μια πληγή στην κοιλιά, με  οδήγησε στο χειρουργείο. Υποβλήθηκα σε πέντε εγχειρήσεις. Συνολικά 15 ώρες σχεδόν ετοιμοθάνατος στο χειρουργικό τραπέζι. Δεν μπορούσα θα αναρρώσω, λόγω μόλυνσης με ραδιενέργεια. Οι γιατροί, κρύβοντας τα μάτια, δεν μιλούσαν ανοιχτά για την  εμφανέστατη σχέση μεταξύ της ασθένειάς μου και της παραμονής μου στη ζώνη μόλυνσης από την ακτινοβολία. Οι στατιστικές παρέμειναν κρυφές και απαγορευμένες προς δημοσίευση για μια δεκαετία μετά την καταστροφή».

Στην ερώτηση αν μετά το πυρηνικό ατύχημα επισκέφτηκε το Τσερνομπίλ, έστω  για μία φορά, αντιδρά: «Ποτέ… ούτε θέλω να πάω».
«Γνωρίζω», συνεχίζει, «ότι στη νεκρή ζώνη του Τσερνομπίλ σήμερα ζουν πάνω από χίλια άτομα. Αυτοί, που για κάποιο λόγο αποφάσισαν να  μείνουν εκεί ή κάποιοι που επέστρεψαν. Ακόμα περίπου τρεις χιλιάδες άτομα εξυπηρετούν με βάρδιες τη ζώνη αποκλεισμού».

Και συμπληρώνει  κλείνοντας την αφήγηση: «Όσο περίεργο και αν ακούγεται, σήμερα υπάρχει και τουρισμός εκεί! Αρκετά τουριστικά γραφεία του Κιέβου πραγματοποιούν εκδρομές στο Τσερνομπίλ για λάτρεις του εναλλακτικού τουρισμού. Το 2018 επισκέφθηκαν το Τσερνόμπιλ περίπου 70.000 τουρίστες από όλο τον κόσμο, ενώ το 2019 περίπου 110 χιλιάδες άνθρωποι έφτασαν ως τουρίστες στη “νεκρή ζώνη”, αλλά φέτος κανείς δεν ξέρει ακόμα τον αριθμό τουριστών, λόγω της πανδημίας που βιώνουμε». Ο ίδιος πάντως με την οικογένειά του, προτιμούν τις διακοπές τους, κάθε χρόνο, να τις περνούν στη Χαλκιδική.

Κόκκινο κρασί κατά της ραδιενέργειας

«Ήμασταν πρωταγωνιστείς στην ταινία για το τέλος του κόσμου», μας είπε μια  άλλη μάρτυρας των συγκλονιστικών γεγονότων της 26ης Απριλίου, η Μαρίνα Γρόμοβα, που επίσης ζει στο Κίεβο.
«Η σημερινή καραντίνα, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, μου θυμίζει την κατάσταση  που ζήσαμε μετά το ατύχημα στο Τσερνομπίλ. Και τότε και σήμερα δεν ήξερε κανείς ποιος και πότε θα αρρωστήσει και από πού θα έρθει η μόλυνση. Στις 26 Απριλίου το 1986 ήμουν στο Κίεβο, αλλά την ημέρα της Πρωτομαγιάς, όταν πληροφορήθηκα ανεπισήμως για την έκρηξη, πέταξα με αεροπλάνο στο Άντλερ (σ.σ. θέρετρο στη Μαύρη Θάλασσα), όπου μετέφερα  τη δίχρονη κόρη μου στους γονείς μου, που έμεναν εκεί. Εγώ επέστρεψα στο Κίεβο, με καλούσε το χρέος μου! Εκείνη την εποχή ήμουν πρόεδρος της Κομσομόλ του Μουσείου Ιστορίας του Κίεβου. Πίστευα, ότι πρέπει να είμαι στην πρώτη γραμμή. Η μητέρα μου έκλαιγε, δεν με άφηνε, αλλά εγώ επέμεινα!».

Η Μαρίνα Γρόμοβα θυμάται ακόμη τους άδειους δρόμους του Κιέβου, ένα άδειο μουσείο, με  τους υπάλληλους  του μουσείου να σφουγγαρίζουν τα πατώματα. «Πλέναμε το κτίριο για να εξαφανίσουμε τη ραδιενέργεια. Νιώθαμε ότι αν δεν το κάνουμε, θα έρθει το τέλος του κόσμου… Θυμάμαι  μεγάλες ουρές στα μαγαζιά, που πουλούσαν κόκκινο κρασί. Το κρασί το πίναμε σαν νερό, γιατί μας είπαν, ότι βοηθάει στην αντιμετώπιση της ραδιενέργειας. Θυμάμαι τους δρόμους  του Κιέβου να πλένονται συνεχώς με νερό υπό πίεση από βυτιοφόρα. Δρόμους που γυάλιζαν από καθαριότητα, με ανθισμένες καστανιές, αλλά χωρίς αυτοκίνητα και ανθρώπους. Πολυκατοικίες με μόνιμα κλειστά παράθυρα, καλυμμένα με βρεγμένα υφάσματα, υποτίθεται ότι προστάτευαν περισσότερο από ραδιενέργεια. Θυμάμαι πληροφορίες και ειδήσεις στις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση που δεν τις πίστευε κανείς, γιατί έλεγαν ψέματα, μόνο ψέματα!», καταλήγει η Μαρίνα Γρόμοβα.

«…Γονείς που έθαψαν τα παιδιά τους, γυναίκες που είδαν τους άντρες τους να λιώνουν ζωντανοί πριν πεθάνουν…»

Ο Μίκολα Μπονταρένκο ήταν στη δουλειά εκείνο το βράδυ, στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ, σε ένα δωμάτιο σε απόσταση 150 μέτρων από το 4ο μπλοκ. Περιγράφοντας, κάποια χρόνια αργότερα, τη στιγμή της έκρηξης, στο Reuters, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ακούσαμε έναν ήχο και μετά ακολούθησε ένα κύμα σαν σεισμός. Αυτή ήταν η πρώτη έκρηξη. Η δεύτερη ήρθε αρκετά δευτερόλεπτα αργότερα. Είδαμε λευκό καπνό να ανεβαίνει προς τον ουρανό, αλλά συνεχίσαμε να εργαζόμαστε».

Η ποσότητα ραδιενέργειας που απελευθερώθηκε στην ατμόσφαιρα ήταν, σύμφωνα με την Greenpeace, σχεδόν 200 φορές μεγαλύτερη από τη ραδιενέργεια που απελευθερώθηκε από τις δύο ατομικές βόμβες του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα μαζί. Η ραδιενεργή βροχή έφτασε μέχρι την Ιρλανδία, ενώ η Ουκρανία, η Λευκορωσία και η Ρωσία ήταν οι χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο, αφού απορρόφησαν το 63% της ρύπανσης από το ατύχημα. Η Σουηδία ήταν η πρώτη χώρα που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου και ενημέρωσε τον κόσμο για την καταστροφή, αφού η τότε σοβιετική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να κρατήσει, αρχικά, το τρομερό ατύχημα μυστικό και το παραδέχθηκε μόλις δύο 24ωρα μετά…

Η κοντινότερη πόλη Πρίπιατ των 50.000 κατοίκων που κάποτε υπήρξε το «όραμα για το μέλλον», μέσα από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική της, εκκενώθηκε πολλές ώρες αργότερα, με τους κατοίκους της να έχουν, στο μεταξύ, εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας.

Στην άλλοτε ακμάζουσα πόλη, το μόνο που έχει απομείνει έως σήμερα είναι τα εγκαταλειμμένα σπίτια, όπου το μόνο που προδίδει πως εκεί κάποτε κατοικούσαν άνθρωποι είναι τα στρωμένα με φαγητό τραπέζια και τα παιχνίδια στα παιδικά δωμάτια… Οι άνθρωποι έφυγαν από το Πρίπιατ, λόγω των υψηλών ποσοστών ραδιενέργειας, αλλά αυτό που επέστρεψε στην περιοχή είναι η άγρια ζωή. Λύκοι, άγρια άλογα, κάστορες, αγριογούρουνα και άλλα ζώα κατοικούν στην πόλη, ενώ οι άδειες αυλές των σπιτιών και τα πάρκα, μεταξύ αυτών και το λούνα παρκ που επρόκειτο να εγκαινιαστεί την 1η Μαΐου του 1986 αλλά τελικά δεν λειτούργησε ποτέ, άρχισαν και πάλι να πρασινίζουν.

Η Αλεξίεβιτς σε «Ένα χρονικό του μέλλοντος»

Όσοι βίωσαν στο πετσί τους τη συμφορά -άντρες, γυναίκες, παιδιά, επιστήμονες, μελλοθάνατοι, μητέρες που γέννησαν παραμορφωμένα παιδιά, μαθητές που δεν συναντιούνται πια στο σχολείο αλλά σε μονάδες λευχαιμικών ασθενών, γονείς που έθαψαν τα παιδιά τους, γυναίκες που είδαν τους άντρες τους να λιώνουν ζωντανοί πριν πεθάνουν, κορίτσια που κρύβουν την καταγωγή τους γιατί, αν την αποκαλύψουν, δεν θα βρουν σύντροφο για τη ζωή τους- μίλησαν στη Λευκορωσίδα δημοσιογράφο και Νομπελίστα συγγραφέα, Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, για την καταστροφή και αυτή συγκλόνισε την ανθρωπότητα με το βιβλίο της «Τσερνομπιλ: Ένα χρονικό του μέλλοντος».
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, στεκόμαστε σε ορισμένες απ’ αυτές:

«Να σας μιλήσω για την αγάπη ή για το θάνατο; Δεν ξέρω… Μήπως τελικά είναι το ίδιο; Εκείνο τον καιρό ήμασταν νιόπαντροι. Περπατούσαμε στο δρόμο χέρι- χέρι, ακόμη κι όταν πηγαίναμε για ψώνια. Τού έλεγα: “Σ’ αγαπώ”, χωρίς να ξέρω ακόμα πόσο πολύ… Ζούσαμε στον πρώτο όροφο του ξενώνα της πυροσβεστικής υπηρεσίας. Στον ίδιο ξενώνα έμεναν ακόμη τρία ζευγάρια με τα οποία μοιραζόμασταν την κουζίνα. Κάτω απ’ τα δωμάτιά μας στάθμευαν τα αυτοκίνητα της πυροσβεστικής. Κόκκινα πυροσβεστικά οχήματα. Ο Βάσια ήταν πυροσβέστης. Γνώριζα πάντα,που ήταν και τι έκανε. Εκείνη τη νύχτα, μέσα στον ύπνο μου, άκουσα ένα θόρυβο. Σηκώθηκα να δω από το παράθυρο. Με είδε και μου ‘πε: “Κλείσε τα παράθυρα και πέσε στο κρεβάτι. Έπιασε φωτιά ο αντιδραστήρας. Θα γυρίσω γρήγορα”. Δεν πρόλαβα να δω την έκρηξη. Μόνο τις φλόγες. Τα πάντα έμοιαζαν να τρέμουν μες στο ζεστό αέρα. Φλόγες υψωνόταν μέχρι τον ουρανό και παντού καπνός…αφόρητη ζέστη. Κι αυτός ήταν εκεί έξω […] Τέσσερις η ώρα… Πέντε… ΈξΙ… […] Στις επτά με ενημέρωσαν ότι βρισκόταν στο νοσοκομείο […] Είχε πρηστεί και ανάσαινε βαριά. Μετά βίας διέκρινες τα μάτια του», εξιστορεί η Λουντμίλα Ιγκνατένκο, σύζυγος του πυροσβέστη Βασίλι Ιγκνατένκο, ο οποίος έχασε τελικά την άνιση, όπως αποδείχθηκε, μάχη για τη ζωή, αφήνοντας χήρα, μ’ ένα παιδί στην κοιλιά, τη σύζυγό του.

«Η κόρη μου δεν μοιάζει με τα άλλα παιδιά… Όταν μεγαλώσει, θα με ρωτήσει: “Γιατί δεν είμαι σαν όλους τους άλλους;”. Όταν γεννήθηκε, δεν ήταν ένα κανονικό νεογέννητο, αλλά ένας ζωντανός σάκος, κλειστός απ’ όλες τις πλευρές, χωρίς ούτε ένα ράγισμα. Μόνον τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Στον ιατρικό της φάκελο έγραψαν: “Σύνθετη παθολογία εκ γενετής: απλασία της έδρας, απλασία του κόλπου, απλασία του αριστερού νεφρού”. Κάπως έτσι λέγεται αυτό που έχει με επιστημονικούς όρους- με απλές όμως λέξεις, λέγεται: “δεν έχει ποπό, δεν έχει πιπί κι έχει ένα μόνο νεφρό”. Τη δεύτερη μέρα της ζωής της την πήγα στο χειρουργείο. Άνοιξε τα μάτια της και μου φάνηκε πως μου χαμογέλασε. Στην αρχή νόμισα πως θα έβαζε τα κλάματα, όμως- μα τω Θεώ- χαμογέλασε! Τα νεογέννητα με τέτοια παθολογία δεν επιζούν- πεθαίνουν αμέσως. Δεν πέθανε όμως, γιατί την αγαπώ. Σε τέσσερα χρόνια υποβλήθηκε σε τέσσερις εγχειρήσεις. Είναι το μοναδικό παιδί στη Λευκορωσία, που επέζησε με τέτοια σύνθετη παθολογία. Τη λατρεύω… (Σταματά). Δεν μπορώ να ξανακάνω παιδιά. Δεν το τολμώ», λέει η Λαρίσα Ζ., μητέρα, που έφερε στον κόσμο ένα παιδί, στο σώμα του οποίου είναι αποτυπωμένες με τον πλέον έκδηλο τρόπο οι συνέπειες του τραγικού πυρηνικού ατυχήματος.

«Μαγνητοφωνώντας τους, είχα την αίσθηση πως ηχογραφώ το μέλλον», έγραψε τότε η συγγραφέας στη μοναδική δική της μαρτυρία και η ρήση της αυτή έμελλε να αποδειχτεί σχεδόν προφητική αρκετά χρόνια αργότερα, στο πυρηνικό ατύχημα της Φουκοσίμα, το 2011. Συγκλονισμένη και η ίδια από  την πυρηνική δοκιμασία στην Ιαπωνία, η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς κατέγραψε τις σκέψεις της και ανέσυρε μνήμες από το παρελθόν, σ’ ένα άρθρο με έντονη συναισθηματική φόρτιση, το οποίο η εκπρόσωπός της  είχε θέσει τότε στη διάθεση του ΑΠΕ-ΜΠΕ προς δημοσίευση. Στο άρθρο αυτό, η Λευκορωσίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας τόνιζε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη «να εξέλθουμε από την πυρηνική εποχή και να αναζητήσουμε διαφορετικούς δρόμους», λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη μας τα «μαθήματα» του Τσερνομπίλ και της Φουκοσίμα.

Ανασύροντας, μάλιστα, μνήμες από το πρώτο ταξίδι της στο Τσερνομπίλ μετά το ατύχημα, έγραφε: «Θυμάμαι το πρώτο μου ταξίδι στη ζώνη του Τσερνομπίλ: στον ουρανό έκαναν κύκλους δεκάδες ελικόπτερα, ενώ στους δρόμους ηχούσαν τα στρατιωτικά οχήματα που περνούσαν, ακόμη και τανκς. Οι στρατιώτες ταξίδευαν με τα αυτόματα όπλα. Ποιον έπρεπε να πυροβολήσουν; Τη φυσική; Κοντά στον πυρηνικό αντιδραστήρα που “έβραζε”, οι επιστήμονες περπατούσαν με απλές στολές, χωρίς μάσκες.

Στο Τσερνομπίλ, τότε, οι άνθρωποι δεν σκέφτονταν, όπως απαιτούσε η κατάσταση. Συμπεριφέρονταν, όπως θα ενεργούσαν σε μία πολεμική σύρραξη. Μπροστά στα μάτια μου συντελούνταν αλλαγές, γύρω μου υπήρχε ένας νέος κόσμος, αλλά κι ένας νέο εχθρός. Ο θάνατος εμφάνισε πολλά νέα, άγνωστα πρόσωπα. Δεν ήταν ορατός, δεν μπορούσες να τον αγγίξεις, και δεν είχε οσμή. Δεν υπήρχαν ακόμα λέξεις να διηγηθεί κανείς πως οι άνθρωποι άρχισαν να φοβούνται το νερό, το χώμα, τα λουλούδια, τα δέντρα. Αυτό ποτέ πριν δεν είχε συμβεί… Όλα φαίνονταν οικεία -το ίδιο χρώμα, σχήμα, οσμή. Και όλα αυτά μπορούσαν να σκοτώσουν. Γνωστός-άγνωστος κόσμος. Έσκαβαν, κατά μήκος χιλιομέτρων, το πάνω στρώμα της μολυσμένης γης και έθαβαν τα χώματα σε ειδικά κοντέινερ από μπετό. Έθαβαν το χώμα στο χώμα. Έθαβαν σπίτια, αυτοκίνητα… Έπλεναν δρόμους, ξύλα… Ενώ στο στρατηγείο αντιμετώπισης ατυχημάτων, στις πρωινές συναντήσεις, καθημερινά συζητούσαν: “αυτό θα στοιχήσει δέκα ανθρώπινες ζωές…”, “ενώ αυτό θα κοστίσει 20 ζωές…”. Και βρέθηκαν αυτοί οι άνθρωποι. Εθελοντές. Ποιος, λοιπόν, θα πει μετά απ’ αυτό ότι η ατομική ενέργεια είναι η πιο φτηνή; […] Σήμερα, οι άνθρωποι αναμένουν από την υψηλή τεχνολογία, μόνο ευκολίες και ανέσεις. Και η αγορά επενδύει μόνο σ’ αυτό που αποδίδει άμεσα. Η κατανάλωση αυξάνει συνεχώς και αυτό το ονομάζουν πρόοδο. Βελτιώνονται τα φονικά όπλα -και αυτό επίσης ονομάζεται πρόοδος. Ρωτήστε τους κατοίκους του Τσερνομπίλ, που πεθαίνουν από τις επιπτώσεις τις ακτινοβολίας της ραδιενέργειας,  ρωτήστε τούς ως εκ θαύματος επιζήσαντες της σημερινής καταστροφής στην Ιαπωνία, τους συγγενείς των θυμάτων, ποιες είναι οι ανάγκες τους και πώς βλέπουν την πρόοδο. Τι θα επιλέξουν: ένα νέο κινητό τηλέφωνο και αυτοκίνητο ή τη ζωή; Φαίνεται ότι μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, μετά το Τσερνομπίλ, θα πρέπει ο πολιτισμός να επιλέξει ένα διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, απαλλαγμένης από πυρηνικά. Πρέπει να εξέλθουμε από την πυρηνική εποχή και να αναζητήσουμε διαφορετικούς δρόμους. Όμως, ακόμα ζούμε με το φόβο από το Τσερνομπίλ: η γη και τα σπίτια χωρίς τον άνθρωπο και στα σπίτια των ανθρώπων κατοικούν άγρια θηρία. Εκατοντάδες μέτρα ηλεκτρικών καλωδίων, εκατοντάδες χιλιόμετρα οδικού δικτύου, που οδηγούν στο πουθενά. Έγραφα για το παρελθόν, αποδείχθηκε όμως ότι αυτό ήταν το μέλλον…».

Επιμέλεια: Σταύρος Τζίμας
Ρεπορτάζ: Σοφία Παπαδοπούλου – Σοφία Προκοπίδου

ΑΠΕ

Back to top button