Καστοριά

Η υμνογράφος Κασσιανή και το περιφημότερο τροπάριό της – Μελέτη του Γιώργου Αλεξίου

Η Κασσιανή ή Κασσία ή Ικασία, έζησε στα χρόνια που βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη ο Θεόφιλος, από τα 829 έως 842 μ.Χ. Βαστούσε από αρχοντικό σπίτι , και γι αυτό ήτανε ανάμεσα στις πιο όμορφες και στις πιο σπουδασμένες παρθένες, που μαζευτήκανε στο παλάτι, για να διαλέξει ο βασιλιάς την καλύτερη για γυναίκα του.

Μελέτη του Γιώργου Αλεξίου

Κεφάλαια:

Εισαγωγικά

Οι τρεις γυναίκες που μύρωσαν τον Χριστό μας. Τα αντίστοιχα γεγονότα.

Η Μαρία, αδελφή του αναστημένου Λαζάρου. Μύρωσε τα πόδια του Χριστού στη Βηθανία

Η ανώνυμη γυναίκα, που μύρωσε την κεφαλή του Κυρίου στην οικία του Σίμωνα του Λεπρού, στη Βηθανία

Η πόρνη γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου στη Γαλιλαία

Διδακτικός Λόγος του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Η σωτηρία της αμαρτωλής γυναίκας και η ταυτόχρονη απώλεια του Ιούδα

Συναξάριον της Μεγάλης Τετάρτης

Τροπάριον Κασσιανής Μοναχής

Πρωτότυπο ποιητικό κείμενο

Μετάφραση του Τροπαρίου της Κασσιανής, από τρεις Νεοέλληνες λογοτέχνες: Κωστή Παλαμά, Φώτη Κόντογλου και Δ. Χίλιο

Η υμνωδός Κασσιανή μοναχήΟ βίος και το Τροπάρι της (του Φώτη Κόντογλου)

Ποιήματα με θέμα την υμνωδό Κασσιανή

Επιλογικά

Επίμετρο

Το υπέροχο Τροπάριο της υμνωδού Κασσιανής1

«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…»

 Γράφει ο Γιώργος Αλεξίου

Εισαγωγικά

Τα ιερά Ευαγγέλια μας γνωστοποιούν, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κατά την τελευταία μαρτυρική περίοδο της επίγειας ζωής Του, δέχτηκε τη συμβολική και απτή έκφραση μεγάλης πνευματικής αγάπης και άπειρης ευγνωμοσύνης, από τρεις γυναίκες της Ιουδαίας. Συγκεκριμένα, λίγες ημέρες πριν απ’ το σεπτό πάθος Του, τρεις γυναίκες άλειψαν με μύρο τη σοφή κεφαλή και τα κουρασμένα πόδια Του, για τους προαναφερόμενους λόγους αγάπης κι ευγνωμοσύνης  τους προς Αυτόν.

Η πρώτη και η μόνη επώνυμη απ’ τις εν λόγω τρεις Ισραηλίτισσες ήταν η ευσεβής Μαρία, η αδελφή του αναστημένου Λαζάρου, η οποία άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, όταν Αυτός επισκέφτηκε τη Βηθανία και φιλοξενήθηκε στην πατρική της οικία.

Η δεύτερη γυναίκα που μύρωσε τον Κύριο δεν αναφέρεται ονομαστικά και δεν προσδιορίζεται ηθικά στα Ευαγγέλια. Ήταν μάλλον μια απλή και ταπεινή κάτοικος της Βηθανίας, η οποία προσήλθε στο σπίτι του Σίμωνα του Λεπρού, όταν ο Χριστός βρισκόταν εκεί και από σεβασμό και αγάπη προς το πρόσωπό Του έχυσε πολύτιμο μύρο στα μαλλιά της κεφαλής Του.

Η Τρίτη απ’ τις υπόψη γυναίκες ήταν μία πόρνη, που εκδήλωσε την ειλικρινή μετάνοιά της για τον πρότερο άσεμνο βίο της, αλείφοντας με μύρο τα πόδια του Καλού Ποιμένα2 και λαμβάνοντας απ’ την άπειρη αγαθότητά Του την άφεση των αμαρτιών της.

Απ’ τις προαναφερόμενες τρεις περιπτώσεις μύρωσης του Κυρίου οι δύο πρώτες έχουν το νόημα της προετοιμασίας εκ μέρους των γυναικών, του, τότε επικείμενου, ενταφιασμού Του3, ενώ η τρίτη περίπτωση αποτελεί εξαίρετο παράδειγμα συγχώρεσης των πολλών αμαρτιών ενός ανθρώπου, απ’ τον Χριστό4.

Παρακάτω, θα παρουσιαστούν κατ’ αρχήν οι τρεις γυναίκες, που άλειψαν με μύρο τον Χριστό, λίγες ημέρες πριν τη φρικτή Σταύρωσή Του. Η παρουσίασή τους θα γίνει μέσω των αναλόγως καταχωρημένων ευαγγελικών περικοπών, όπου ιστορούνται τ’ αντίστοιχα περιστατικά. Ακολούθως θα παρατεθούν με τη σειρά: α) Ένας διδακτικός Λόγος του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, που αναφέρεται στη σωτηρία της υπόψη αμαρτωλής γυναίκας και στην ταυτόχρονη απώλεια του Ιούδα, β) το Συναξάριον της Μεγάλης Τετάρτης, γ) το περίφημο Τροπάριο της Κασσιανής μοναχής «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα Γυνή…»5, που αποτελεί ποιητική εξομολόγηση της προαναφερόμενης αμαρτωλής γυναίκας και δ) ο βίος της εν λόγω υμνωδού, γραμμένος απ’ τον αγιογράφο και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου, καθώς και δύο ποιήματα αναφερόμενα στο πρόσωπό της.

  • Οι τρεις γυναίκες που μύρωσαν τον Χριστό μας. Τα αντίστοιχα γεγονότα

Η Μαρία, αδελφή του αναστημένου Λαζάρου. Μύρωσε τα πόδια του Χριστού στη Βηθανία

Ευαγγελικό κείμενο. Ιωάν. ιβ΄, στίχ. 1 – 8.

Ο ουν Ιησούς προ εξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει. ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτώ. Η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού6. η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. Λέγει ουν εις εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι. διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ’ ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. Είπεν ουν ο Ιησούς. άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε.

Νεοελληνική παράφραση του κειμένου.

Ο Ιησούς λοιπόν προ εξ ημερών του Πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ήτο ο Λάζαρος ο αποθανών, τον οποίον ανέστησεν εκ νεκρών. Και έκαμαν εις αυτόν δείπνον εκεί, και η Μάρθα υπηρέτει.ο δε Λάζαρος ήτο εις εκ των συγκαθημένων μετ’ αυτού. Τότε η Μαρία, λαβούσα μίαν λίτραν μύρου νάρδου καθαράς πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και με τας τρίχας αυτής εσπόγγισε τους πόδας αυτού. η δε οικία  επλήσθη εκ της οσμής του μύρου. Λέγει λοιπόν εις εκ των μαθητών αυτού, ο Ιούδας Σίμωνος ο Ισκαριώτης, όστις έμελλε να παραδώση αυτόν. Διά τι τούτο το μύρον δεν επωλήθη τριακόσια δηνάρια και εδόθη εις τους πτωχούς; Είπε δε τούτο ουχί διότι έμελεν αυτόν περί των πτωχών, αλλά διότι ήτο κλέπτης και είχε το γλωσσόκομον και εβάσταζε τα βαλλόμενα εις αυτό. Είπε λοιπόν ο Ιησούς. Άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου εφύλαξεν αυτό. Διότι τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε7.

Η ανώνυμη γυναίκα, που μύρωσε την κεφαλή του Κυρίου στην οικία του Σίμωνα του Λεπρού, στη Βηθανία

1ο Ευαγγελικό κείμενο. Ματθ. κστ΄, στίχ. 6 – 13.

Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου. Ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού ηγανάκτησαν λέγοντες. εις τι η απώλεια αύτη; ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι πολλού και δοθήναι τοις πτωχοίς. Γνούς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς. τι κόπους παρέχετε τη γυναικί; έργον γαρ καλόν ειργάσατο εις εμέ. Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. Βαλούσα γαρ αύτη το μύρον επί του σώματος μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν. Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής8.

Νεοελληνική παράφραση του 1ου Ευαγγελικού κειμένου.

Ότε δε ο Ιησούς ήτο εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθε προς αυτόν γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου βαρυτίμου, και κατέχεεν αυτό επί την κεφαλήν αυτού, ενώ εκάθητο εις την τράπεζαν. Ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού, ηγανάκτησαν λέγοντες. Εις τι η απώλεια αύτη; Διότι ηδύνατο τούτο το μύρον να πωληθή με πολλήν τιμήν και να δοθή εις τους πτωχούς. Νοήσας δε ο Ιησούς, είπε προς αυτούς. Διά τι ενοχλείτε την γυναίκα; Διότι έργον καλόν έπραξεν εις εμέ. Διότι τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε. Επειδή χύσασα αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, έκαμε τούτο διά τον ενταφιασμόν μου. Αληθώς σας λέγω, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, θέλει λαληθή και τούτο, το οποίον έπραξεν αύτη, εις μνημόσυνον αυτής9.

2ο Ευαγγελικό κείμενο. Μάρκ. ιδ΄, στίχ. 3 – 10.

Και όντος αυτού (το Ιησού Χριστού) εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς, και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής. Ήσαν δέ τινες αγανακτούντες πρός εαυτούς λέγοντες.  εις τι η απώλεια αύτη του μύρου γέγονεν; ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι επάνω τριακοσίων δηναρίων και δοθήναι τοις πτωχοίς. και ενεβριμώντο αυτή. Ο δε Ιησούς είπεν.  άφετε αυτήν. τι αυτή κόπους παρέχετε; καλόν έργον ειργάσατο εν εμοί. Πάντοτε γαρ τους πτωχούς έχετε μεθ’ εαυτών, και όταν θέλητε δύνασθε αυτούς ευ ποιήσαι. εμέ δε ου πάντοτε έχετε. Ό έσχεν αύτη εποίησε. προέλαβε μυρίσαι μου το σώμα εις τον ενταφιασμόν. Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και ό εποίησεν αύτη λαληθήσεται εις μνημόσυνον αυτής. Και Ιούδας ο Ισκαριώτης, εις των δώδεκα, απήλθε προς τους αρχιερείς ίνα παραδώ αυτόν αυτοίς.

Παράφραση του 2ου Ευαγγελικού κειμένου.

Και ενώ ο Ιησούς Χριστός ήτο εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, και εκάθητο εις την τράπεζαν, ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου καθαράς πολυτίμου, και συντρίψασα το αλάβαστρον, έχυσε το μύρον επί της κεφαλής αυτού. Ήσαν δέ τινες αγανακτούντες καθ’ εαυτούς και λέγοντες. Διά τί έγεινεν η απώλεια αύτη του μύρου; διότι ηδύνατο τούτο να πωληθή υπέρ τριακόσια δηνάρια και να δοθώσιν εις τους πτωχούς. και ωργίζοντο κατ’ αυτής. Αλλ’ ο Ιησούς είπεν. Αφήσατε αυτήν. διά τί ενοχλείτε αυτήν; καλόν έργον έπραξεν εις εμέ. Διότι τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, και όταν θέλητε, δύνασθε να ευεργετήσητε αυτούς. εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε. Ό,τι ηδύνατο αύτη έπραξε. Προέλαβε να αλείψη με μύρον το σώμα μου διά τον ενταφιασμόν. Αληθώς σας λέγω, Όπου αν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και εκείνο το οποίον έπραξεν αύτη θέλει λαληθή εις μνημόσυνον αυτής. Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, εις των δώδεκα, υπήγε προς τους αρχιερείς, διά να παραδώση αυτόν εις αυτούς10.

Η πόρνη γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου στη Γαλιλαία. Η συγχώρηση των αμαρτιών της

Ευαγγελικό κείμενο. Λουκ. ζ΄, στίχ. 36 – 50.

Ηρώτα δέ τις αυτόν (τον Ιησούν Χριστόν) των Φαρισαίων ίνα φάγη μετ’ αυτού. και εισελθών εις την οικίαν του Φαρισαίου ανεκλίθη. Και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε, και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω. Ιδών δε ο Φαρισαίος ο καλέσας αυτόν είπεν εν εαυτώ λέγων. ούτος ει ην προφήτης, εγίνωσκεν αν τις και ποταπή η γυνή ήτις άπτεται αυτού, ότι αμαρτωλός εστι. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπε πρός αυτόν. Σίμων, έχω σοί τι ειπείν. ο δε φήσι. διδάσκαλε, ειπέ. Δύο χρεωφειλέται ήσαν δανειστή τινί. ο εις ώφειλε δηνάρια πεντακόσια, ο δε έτερος πεντήκοντα. Μη εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο. Τις ουν αυτών, ειπέ, πλείον αυτόν αγαπήσει; Αποκριθείς δε ο Σίμων είπεν. υπολαμβάνω ότι ώ το πλείον εχαρίσατο. ο δε είπεν αυτώ. ορθώς έκρινας. Και στραφείς πρός την γυναίκα τω Σίμωνι έφη. βλέπεις ταύτην την γυναίκα; εισήλθόν σου εις την οικίαν, ύδωρ επί τους πόδας μου ουκ έδωκας. αύτη δε τοις δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμαξε. Φίλημα μοι ουκ έδωκας. αυτή δε αφ’ ης εισήλθεν ου διέλιπε καταφιλούσά μου τους πόδας. Ελαίω την κεφαλήν μου ουκ  ήλειψας. αύτη δε μύρω ήλειψέ μου τους πόδας. Ου χάριν λέγω σοι, αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ. ω δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά. Είπε δε αυτή. αφέωνταί σου αι αμαρτίαι. Και ήρξαντο οι συνανακείμενοι λέγειν εν εαυτοίς. τις ούτός εστιν, ος και αμαρτίας αφίησιν; Είπε δε πρός την γυναίκα. η πίστις σου σέσωκε σε. πορεύου εις ειρήνην.

Παράφραση του ευαγγελικού κειμένου.

Παρεκάλει δε αυτόν εις εκ των Φαρισαίων να φάγη μετ’ αυτού. και εισελθών εις την οικίαν του Φαρισαίου, εκάθησεν εις την τράπεζαν. Και ιδού, γυνή τις εν τη πόλει, ήτις ήτο αμαρτωλή, μαθούσα ότι κάθηται εις την τράπεζαν εν τη οικία του Φαρισαίου, έφερεν αλάβαστρον μύρου και σταθείσα πλησίον των ποδών αυτού οπίσω κλαίουσα, ήρχισε να βρέχη τους πόδας αυτού με τα δάκρυα και εσπόγγιζε με τας τρίχας της κεφαλής αυτής και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε με το μύρον. Ιδών δε ο Φαρισαίος ο καλέσας αυτόν, είπεν καθ’ εαυτόν λέγων. Ούτος, εάν ήτο προφήτης, ήθελε γνωρίζει τις και οποία είναι η γυνή, ήτις εγγίζει αυτόν, ότι είναι αμαρτωλή. Και αποκριθείς ο Ιησούς, είπε προς αυτόν. Σίμων, έχω να σοι είπω τι. Ο δε λέγει. Διδάσκαλε, ειπέ. Είχέ τις δανειστής δύο χρεωφειλέτας. ο εις εχρεώστει δηνάρια πεντακόσια, ο δε άλλος πεντήκοντα.  Και επειδή δεν είχον να αποδώσωσιν, εχάρισεν αυτά εις αμφοτέρους. Τις λοιπόν εξ αυτών, ειπέ, θέλει αγαπήσει αυτόν περισσότερον; Αποκριθείς δε ο Σίμων, είπε. Νομίζω ότι εκείνος, εις τον οποίον εχάρισε το περισσότερον. Ο δε είπε προς αυτόν. Ορθώς έκρινας. Και στραφείς προς την γυναίκα, είπε προς τον Σίμωνα. Βλέπεις ταύτην την γυναίκα; Εισήλθον εις την οικίαν σου, ύδωρ διά τους πόδας μου δεν έδωκας. αύτη δε με τα δάκρυα έβρεξε τους πόδας μου και με τας τρίχας της κεφαλής αυτής εσπόγγισε . Φίλημα δεν μοι έδωκας. αύτη δε, αφ’ ης εισήλθον, δεν έπαυσε καταφιλούσα τους πόδας μου. Με έλαιον την κεφαλήν μου δεν ήλειψας. αύτη δε με μύρον ήλειψε τους πόδας μου. Διά τούτο σοί λέγω, συγκεχωρημέναι είναι αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, διότι ηγάπησε πολύ. Εις όντινα δέ συγχωρείται ολίγον, ολίγον αγαπά. Και είπε προς αυτήν. Συγκεχωρημέναι είναι αι αμαρτίαι σου. Και ήρχισαν οι συγκαθήμενοι εις την τράπεζαν να λέγωσι καθ’ εαυτούς. Τις είναι ούτος, όστις και αμαρτίας συγχωρεί; Είπε δε προς την γυναίκα. Η πίστις σου σε έσωσεν, ύπαγε εις ειρήνην12.

 

  • Διδακτικός Λόγος του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Η σωτηρία της αμαρτωλής γυναίκας και η ταυτόχρονη απώλεια του Ιούδα.

Πριν απ’ την προδοσία του Ιούδα, πήγε στο σπίτι του Φαρισαίου, όπου βρισκόταν ο Κύριος, μια κοπέλα, που κρατούσε μυροδοχείο, κι έχυσε άφθονο το μύρο στα πόδια του Κυρίου. Έδειξε πολλή πίστη η γυναίκα αυτή, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, έδειξε πολλή υπακοή κι ευσέβεια. Άλλαξε τη ζωή που ζούσε μέχρι τότε κι έγινε καλύτερη και φρονιμότερη. Και τότε που μετάνιωσε η πόρνη, τότε που πίστεψε στον Κύριο, τότε πρόδωσε ο μαθητής το δάσκαλο. Τότε, όταν πήγε κοντά στο Χριστό η πόρνη, όταν άδειασε στα πόδια του Ιησού το μυροδοχείο, όταν τον σκούπισε με τα μαλλιά της κι έδειξε ότι τον λατρεύει με πίστη, όταν εξαφάνισε μ’ αυτή της την εξομολόγηση τις αμαρτίες που έκαμε σε όλη της τη ζωή. Τότε λοιπόν, που είδε την πόρνη να λατρεύει το δάσκαλο με τόση πίστη, τότε έτρεξε ο Ιούδας να κάμει την εγκληματική προδοσία. Κι εκείνη μεν ανέβηκε απ’ το βυθό της αμαρτίας στον ουρανό. Εκείνος όμως, ύστερα από αμέτρητα θαύματα κι αμέτρητες αποδείξεις, ύστερα από τόση διδασκαλία, ύστερα από την ανείπωτη καλοσύνη που του έδειξε ο Κύριος, έπεσε στο βυθό της κόλασης. Τόσο μεγάλο κακό είναι η αδιαφορία κι η ψυχή που κυριεύτηκε από πάθη. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος έλεγε: Όποιος νομίζει πως στέκεται καλά, ας προσέχει, να μην πέσει. Κι ο προφήτης παλαιότερα φώναζε. Μήπως αυτός που πέφτει δε σηκώνεται; Ή αυτός που παίρνει λάθος το δρόμο του δε γυρίζει πίσω; Και τα είπαν αυτά για να μην παίρνει θάρρος εκείνος που στέκεται όρθιος, αλλά να είναι πάντοτε προσεκτικός, και για να μη χάνει τις ελπίδες του εκείνος που έπεσε. Γιατί η δύναμη του δασκάλου είναι τόσο μεγάλη, που κάνει ακόμη και πόρνες και τελώνες να τον πιστεύουν απόλυτα13.

  • Συναξάριον της Μεγάλης Τετάρτης14

Τη αγία καί μεγάλη Τετάρτη, της αλειψάσης τόν Κύριον μύρω Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου Πάθους μικρόν τούτο γέγονε.

Στίχοι

Γυνή, βαλούσα σώματι Χριστού μύρον,

την Νικοδήμου προύλαβε σμυρναλόην. 

 

Τροπάριον Κασσιανής Μοναχής

Πρωτότυπο ποιητικό κείμενο15

Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Γυνή,

την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,

οδυρομένη μύρα σοι, προ του ενταφιασμού κομίζει.

Οίμοι! λέγουσα, ότι νύξ μοι, υπάρχει, οίστρος ακολασίας,

ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.

Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,

ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,

κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,

ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει,

καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,

αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,

ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν,

κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.

Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους,

τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;

Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.

 

Μετάφραση του Τροπαρίου της Κασσιανής, από τρεις Νεοέλληνες λογοτέχνες.

Έμμετρη μετάφραση του Κωστή Παλαμά.

Κασσιανή

Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά, θολά,

βαριά τα κρίματά μου!

Μα, ω Κύριε, πως η θεότη Σου μιλά

μεσ’ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού Σε κρύψει η εντάφια γη,

λουλούδια από την δροσαυγήν επήρα

κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή

Σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με δέρνει ακολασίας, νυχτιά,

σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,

το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά

με καίει, με λιώνει…

Εσύ, που από τα πέλαα τα νερά

τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,

κυλούν κι είναι ποτάμια φλογερά

τα δάκρυά μου.

Γύρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!

Δέξου με Εσύ, που δέχτηκες και γείραν

άφταστα ως εδώ κάτω οι ουρανοί

και σάρκα επήραν.

Τ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά μου Εσύ,

θα πέσω και θα τα φιλήσω

και με της κεφαλής μου τα μαλλιά

θα τα σφουγγίσω!

Τ’ άκουσεν η Εύα μεσ’ στο δειλινό

της Παράδεισος φως, ν’ αντιχτυπάνε

κι αλαφιασμένη κρύφτηκε: πονώ!

Σώσε, έλεος κάνε!

Ψυχοσώστα, οι αμαρτίες μου λαός,

Τ’  αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύσει;

Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός,

άβυσσο η κρίση16!

Μετάφραση του Φώτη Κόντογλου

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,

σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα

και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου

κι έλεγε οδυρόμενη. Αλίμονο σε μένα,

γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι,

η μανία της ασωτίας κι ο έρωτας της αμαρτίας.

Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,

εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.

Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,

εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.

Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,

και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·

αυτά τα ποδάρια, που σαν τ’ άκουσε η Εύα να περπατάνε κατά το δειλινό,

από το φόβο της κρύφτηκε.

Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,

ποιος μπορεί να τα εξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;

Μην καταφρονέσεις τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος17.

Ελεύθερη απόδοση του Τροπαρίου, απ’ το λογοτέχνη Δ. Χίλιο

Κύριε, αυτή που σε πολλές κυλίστηκε αμαρτίες

τη θεϊκή σαν ένοιωσε τη χάρη Σου, η γυναίκα,

και παίρνοντας τη θέση την τιμητική της μυροφόρας,

μύρα σε σένα φέρνει μ’ οδυρμούς, πριν από την ταφή Σου.

Αλίμονο, ομολογώ πως με τυλίγει νύχτα

το πλανερό οιστρηλάτημα φριχτής ακολασίας

και ζοφερός κι ασέληνος έρωτας αμαρτίας.

Δέξου θυσία τις πληγές από τα δάκρυά μου

Συ το νερό που φέρνεις στις νεφέλες

και της καρδιάς μου λύγισε τον πόνο. Εσύ που κλείνεις

στην απεραντοσύνη Σου, την άσωστη, τα ουράνια.

Τ’ αμόλευτα τα πόδια Σου θα τα καταφιλήσω

κι υγρά με τα μαλλάκια μου θα τα σκουπίσω πάλι,

αυτά που η Εύα το δείλι στον παράδεισο

σαν άκουσαν τ’ αυτιά της, κρύφτηκε φοβισμένη.

Απ’ τα πολλά αμαρτήματα κι αβύσσους των κριμάτων,

Σωτήρα Ψυχοσώστη μου, ποιος θα μ’ απολυτρώσει;

Εμένα απ’ τη φροντίδα Σου, την έρημη, μην αφήσεις,

εσύ που δεν μετράς ποτέ σαν δίνεις το έλεός Σου18.

Η υμνωδός Κασσιανή μοναχή (9ος αι. μ. Χ.) – Ο βίος και το Τροπάρι της

Κείμενο του † Φώτη Κόντογλου.

Ο βίος της.

Η Κασσιανή ή Κασσία ή Ικασία, έζησε στα χρόνια που βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη ο Θεόφιλος, από τα 829 έως 842 μ.Χ. Βαστούσε από αρχοντικό σπίτι (εικ. 11), και γι αυτό ήτανε ανάμεσα στις πιο όμορφες και στις πιο σπουδασμένες παρθένες, που μαζευτήκανε στο παλάτι, για να διαλέξει ο βασιλιάς την καλύτερη για γυναίκα του. Αλλά έχασε την κορώνα από την εξυπνάδα της, γιατί περνώντας ο βασιλιάς από μπροστά της, τον σταμάτησε ή εμορφιά της κι η σεμνότητά της. Και για να χαριεντισθεί μαζί της, της είπε “Από τη γυναίκα πηγάσανε τα κακά”, θέλοντας να πει πως η Εύα έφερε την κατάρα στους ανθρώπους. Κι η Κασσιανή του αποκρίθηκε “Αλλά κι από τη γυναίκα πηγάσανε τα καλύτερα” θέλοντας να πει πως η Παναγία έφερε στον κόσμο τη σωτηρία. Τότε ο Θεόφιλος, κρίνοντας πως ήτανε πολύ έξυπνη για να την πάρει γυναίκα, έδωσε το μήλο στη Θεοδώρα, και τη στεφανώθηκε.

Η Κασσιανή φόρεσε το ράσο, κι έχτισε ένα μοναστήρι, που σωζότανε μέχρι τα τελευταία χρόνια του βυζαντινού κράτους και λεγόταν Ικάσιον και κει πέρασε τη ζωή της, με νηστεία και με μεγάλη ευλάβεια. Το αγαπημένο έργο της ήτανε το διάβασμα και το γράψιμο. Ανάμεσα στα τροπάρια που έγραψε, το τροπάρι της αμαρτωλής γυναίκας είναι το πασίγνωστο, που το είπανε “της Κασσιανής το τροπάρι”, και το ψέλνουνε τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ. Στα καλά χρόνια μαζευόντανε κοντά στον ψάλτη βοηθοί και κανονάρχοι και το ψέλνανε με μεγάλη κατάνυξη·ο κόσμος έκλαιγε, πολλές φορές κλαίγανε κι οι ψαλτάδες.

Το τροπάρι της (Δοξαστικό των Αποστίχων της Μεγάλης Τρίτης).

Λοιπόν το τροπάρι της Κασσιανής λέγει: “Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες…(βλ. το υπόλοιπο κείμενο πιο πάνω, κεφ. 4b,iii ) Λένε οι ιστορικοί για τη φράση “Αυτά τα ποδάρια” κ.λπ. που είναι στη μέση του τροπαριού, πως είναι γραμμένη από το Θεόφιλο. Γιατί ο βασιλιάς θέλησε ύστερα από χρόνια να κάνει περιοδεία στα μοναστήρια. Και σαν πήγε στο μοναστήρι της Κασσιανής, ζήτησε να τον πάνε στο κελί της. Και σαν άκουσε τα πατήματά του αυτό το θρηνητικό αηδόνι, έφυγε τρομαγμένο και κρύφτηκε στο προσευχητάριό της. Κι ο Θεόφιλος, μπαίνοντας στο κελί, είδε απάνω στο αναλόγιο που έγραφε η Κασσιανή ένα χαρτί με το τροπάρι τούτο μισογραμμένο, γιατί κείνη την ώρα τόγραφε. Και διαβάζοντάς το ο βασιλιάς, συγκινήθηκε, και πήρε το φτερό κι έγραψε: “Αυτά τα ποδάρια άκουσε η Εύα να περπατάνε κατά το δειλινό, κι από το φόβο της κρύφθηκε”, υπονοώντας πως η Κασσιανή άκουσε το περπάτημά του και κρύφθηκε τρομαγμένη…

Η Κασσιανή φαίνεται πως μελοποιούσε η ίδια τα υμνολογήματά της, κατά την τότε συνήθεια. Έγραψε και πολλά άλλα, κυρίως “Κανόνας”, όπως λέγονται οι Καταβασίες. Από δαύτους ο πιο ωραίος είναι ο Κανόνας που ψέλνεται το Μεγάλο Σάββατο, το “Κύματι θαλάσσης” και που ευωδιάζει από αγνότητα παρθενική κι από κάποια πνοή αθανασίας: “Έκστηθι φρίττων ουρανέ, και σαλευθήτωσαν τα θεμέλια της γης· ιδού γαρ εν νεκροίς λογίζεται ο εν υψίστοις οικών, και τάφω σμικρώ ξενοδοχείται· ον παίδες ευλογείτε, ιερείς ανυμνείτε, λαός υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας”. Έγραψε και τα κατανυκτικά δοξαστικά, που ψέλνουνε στον εσπερινό των Χριστουγέννων και στο Γενέσιον του Προδρόμου, καθώς και τα στιχηρά στους μάρτυρες Σαμωνά, Άβιβον, Ευστράτιον και Αυξέντιον 19.

Ποιήματα με θέμα την υμνωδό Κασσιανή.

Η παρουσιαζόμενη κορυφαία υμνωδός της Εκκλησίας μας Κασσιανή μοναχή θαύμαζε πολύ τη θεάρεστη πράξη της μύρωσης των ποδών του Χριστού απ’ την αμαρτωλή γυναίκα της Γαλιλαίας, εμπνεύστηκε ιδιαίτερα απ’ αυτήν (την πράξη) και συνέθεσε κατά τον 9ον αιώνα το πασίγνωστο σχετικό τροπάριο «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα γυνή…». Από τότε κι έως τις ημέρες μας, αναρίθμητοι χριστιανοί άκουσαν στους ιερούς ναούς το εν λόγω συγκινητικό τροπάριο και αρκετοί λογοτέχνες το μετέφρασαν στην καθομιλούμενη. Παράλληλα, ευάριθμοι ποιητές το χρησιμοποίησαν ως λογοτεχνικό υπόδειγμα και συνέταξαν αντίστοιχου περιεχομένου ποιήματα, στα οποία όμως τη θέση της εξομολογούμενης αμαρτωλής του Ευαγγελίου καταλαμβάνει κι εκφράζει η ίδια η μοναχή Κασσιανή20. Δύο τέτοια ποιήματα παρουσιάζονται ακολούθως:

Κασσιανή (ποίημα της Μαρίας Ράλλη)

Κύριε, σαν τη γυναίκα πού ’χε ζήσει

αισθάνομαι βαθιά κι αμαρτωλή,

της κεφαλής μου καταδέξου τη στολή

τ’ άχραντα πόδια Σου να τα σφουγγίσει.

…………………………………………

Κι ας ήταν σαν την ώριμην οπώρα

γλυκιά νά ’χα τη μνήμη της σαρκός,

σκοτάδι, κι είναι πλήμμυρα φωτός

έξω, κι άνοιξις είναι μυροφόρα.

…………………………………….

Κρύφτηκα σαν την Εύα τρομαγμένη

στη θεία της αγάπης προσταγή,

αρνήθηκα τα σπλάγχνα μου, κι η γη

τώρα μ’ ανθοκοιτάζει λιγωμένη.

…………………………………

Κύριε, την κολασμένην ιστορία

άκουσα στα τρισάγια της ψυχής

κι είμαι στο σχήμα μου της μοναχής

γυναίκα, μια Μαγδαληνή, Μαρία.

……………………………………

Κι απ’ τα’ όνειρο που μοναξιά το φτιάνει,

πληρώθη γύρα ο τόπος ο γυμνός,

κ’ υψώθη ο λόγος, μόνος καθαρμός,

κ’ έγινε ανθός, και σμύρνα και λιβάνι21.

 

Κύριε εγώ είμαι (συγγραφέας: meril)

Kύριε εγώ είμαι

Η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα γυνή.

Την συγχώρεση ζητώ, ότι πολύ έλαθα,

το σφάλμα μου γινώσκω και γονυπετής

έρχομαι ικέτρια του ελέους Σου.

…………………………….

Ότι την αγάπη αρνήθηκα

και στον έρωτα απέστρεψα το πρόσωπό μου,

τα δώρα της ζωής δεν απoδέχτηκα,

αδύναμος κρίκος εφάνην

………………………….

Τους οφθαλμούς έκλεισα

στην ομορφιά και στην ασχήμια,

των ονείρων επρόδωσα την ύπαρξη

και απέπεμψα την ελπίδα,

από το φόβο του πόνου.

Ανάξια συγγνώμης, της μεγαλοθυμίας σου

προστρέχω τη χάρη.22

 

Επιλογικά

Οι πένθιμες ημέρες της Μεγάλες Εβδομάδας αποτελούν για τα πιστά μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας μία περίοδο εσωτερικής περισυλλογής, ειλικρινούς μετάνοιας, θερμής προσευχής, πνευματικής ανασυγκρότησης και ψυχικής ανάτασης. Κατά τις ημέρες αυτές, πάμπολλοι Χριστιανοί προσέρχονται στους ιερούς ναούς, συμμετέχουν ευλαβικά στις λατρευτικές Ακολουθίες κι ακούν και παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή τα ευαγγελικά αναγνώσματα και τους κατανυκτικούς ύμνους της Ορθοδοξίας. Απ’ τα εν λόγω αναγνώσματα και τ’ αντίστοιχα τροπάρια, περισσότερο γνωστό και προσφιλές στο ευρύ κοινό είναι το ποιητικό αριστούργημα της Κασσιανής μοναχής, που αρχίζει με τους στίχους «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…», το οποίο εξετάζεται πολύπλευρα στην παρούσα μελέτη.

Επίμετρο

Τροπάρια αναφερόμενα στην πόρνη που μύρωσε τον Χριστό

Ρωμανού του Μελωδού (Εικ. 12). Κοντάκιον «Εις την πόρνην»23

Προοίμιον Ι (αρχαίο κείμενο)

Ο πόρνην καλέσας θυγατέρα, Χριστέ ο Θεός,

υιόν μετανοίας καμέ αναδείξας.

δέομαι, ρύσαί με του βορβόρου των έργων μου.

Νεοελληνική παράφραση Προοιμίου Ι

Εσύ, Χριστέ και Θεέ, που κόρη Σου αποκάλεσες την πόρνη,

κάνε κι εμένα γιο Σου με τη μετάνοια

και σε παρακαλώ, απάλλαξέ με από τα έργα μου τα άσωτα.

Προοίμιον ΙΙ (αρχαίο κείμενο)

Κατέχουσα εν κατανύξει η πόρνη τα ίχνη σου,

εβόα σοι εν μετανοία, τω ειδότι τα κρύφια.

Χριστέ ο Θεός,

«Πως σοι ετενίσω τοις όμμασιν,

η πάντας απατώσα τοις νεύμασι;

πως σε δυσωπήσω τον εύσπλαγχνον

η σε παροργίσασα Τον κτίστην μου;

αλλά δέξαι τούτο το μύρον

προς δυσώπησιν, Δέσποτα,

και δώρησαί μοι άφεσιν της αισχύνης

του βορβόρου των έργων μου».

Νεοελληνική παράφραση Προοιμίου ΙΙ

Κρατώντας με συγκίνηση τα πόδια Σου η πόρνη

μετανοιωμένη μίλαγε σε Σένα που τα μυστικά γνωρίζεις,

Χριστέ και Θεέ,

«Με τι μάτια να Σε κοιτάξω,

εγώ που όλους με τις χειρονομίες μου στην αμαρτία έριξα;

πώς να παρακαλέσω, Σπλαχνικέ,

εγώ που στενοχώρησα Τον Πλάστη μου, Εσένα;

μονάχα να δεχτείς αυτό το μύρο

και να με δεις με καλοσύνη, Κύριε.

και συγχώρεσέ την ασωτία μου

για την οποία νοιώθω εντροπή».

Οίκος α΄. Αρχαίο κείμενο

Τα ρήματα του Χριστού, καθάπερ αρώματα,

ραινόμενα πανταχού, βλέπουσα πόρνη ποτέ

και τοις πιστοίς πάσι πνοήν ζωής χορηγούντα,

των εαυτή πεπραγμένων δυσώδες εμίσησεν,

εννοούσα την αισχύνην την εαυτής,

και σκοπούσα την οδύνην την δι αυτών εγγιγνομένην.

πολλή γαρ θλίψις γίνεται πόρνοις τοίσδε εκεί.

ων εις ειμί, και έτοιμος πέλω εις μάστιγας,

ας πτοηθείσα η πόρνη, ουκέτι έμεινε πόρνη,

εγώ δε και πτοούμενος, επιμένω τω βορβόρω των έργων μου.

Νεοελληνική παράφραση Οίκου α΄

Του Χριστού τα λόγια όμοια με αρώματα

που σκορπίζονται σε κάθε μέρος,

ακούγοντάς τα μια φορά η πόρνη,

αυτά τα λόγια που σε κάθε πιστό χαρίζουνε ζωή πνευματική,

άφησε γεια στα έργα της τα απαράδεχτα,

την εντροπή της στοχαζόμενη

και σκεφτόμενη τον πόνο που τραβά κανείς από αυτά.

κληρονομούν δηλαδή μεγάλη θλίψη οι πόρνοι εκεί στον άλλο βίο.

ένας από αυτούς είμαι κι ελόγου μου και ετοιμάζομαι για βάσανα,

τα οποία φοβήθηκε η πόρνη κι άλλαξε ζωή,

όμως εγώ αν και τρομάζω, επιμένω στην ασωτία μου.

Τροπάρια διαφόρων Υμνογράφων

Τροπάριον Όρθρου Μεγάλης Τετάρτης

Ήχος γ΄.

Πόρνη προσήλθέ σοι μύρον συν δάκρυσι

κατακενούσα σοις ποσί, φιλάνθρωπε,

και δυσωδίας των κακών λυτρούται τη κελεύσει σου,

πνέων δε την χάριν σου μαθητής ο αχάριστος

ταύτην αποβάλλεται και βορβόρω συμφύρεται

φιλαργυρία απεμπολών σε.

Δόξα, Χριστέ, τη ευσπλαγχνία σου24.

Κάθισμα, ήχος β΄.

Ως μύρον σεπτόν και θείον και ατίμητον

της πόρνης, Χριστέ,το μύρον δέχη σήμερον

και των ποδών φιλήμαται το δυσώδες καθαίρεις των πράξεων

συν αυτή ουν, μόνε Σωτήρ, τους πόθω τιμώντάς σε οικτείρησον25.

Τροπάριον του Μεγάλου Αποδείπνου

Δάκρυά μοι δος ο Θεός,

ώς ποτε τη γυναικί τη αμαρτωλώ,

και αξίωσόν με βρέχειν τους πόδας σου,

τους εμέ εκ της οδού της πλάνης ελευθερώσαντας.

και μύρον ευωδίας σοι προσφέρειν

βίον καθαρόν εν μετανοία μοι κτισθέντα,

ίνα ακούσω καγώ της ευκταίας σου φωνής.

η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην26.

Σημειώσεις

  • Η υμνωδός Κασσιανή είναι επιφανής οσία της Εκκλησίας μας κι εορτάζει στις 7 Σεπτεμβρίου.
  • «Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωάνν. ι΄ 11).
  • Το αναφέρει ο ίδιος ο Χριστός. Βλ. Ιωάνν. ιβ΄ 8, Ματθ. κστ΄, 12 και Μάρκ. ιδ΄, 8.
  • Λουκ. ζ΄, 48.
  • Παρατίθεται εδώ το βυζαντινό κείμενό του και τρεις μεταφράσεις του στη Νεοελληνική γλώσσα.
  • Ένα Τροπάριο του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής (Αντίφωνον Β΄. Ήχος πλ. β΄) αναφέρει τα εξής σχετικά:

Εν ελέει τον Θεόν θεραπεύσωμεν, ώσπερ Μαρία επί του δείπνου,

και μη κτησώμεθα φιλαργυρίαν, ως ο Ιούδας,

ίνα πάντοτε μετά Χριστού, του Θεού εσώμεθα.

  • Η παράφραση έγινε απ’ τον Αρχιμανδρίτη Νεόφυτο Βάμβα. Βλ. Η Αγία Γραφή, εκδ. Βιβλική Εταιρεία, Αθήναι 1964, ανάλογη περικοπή.
  • Όντως μνημονεύεται μέχρι σήμερον η αμαρτωλή γυναίκα γι’ αυτήν την σωστή πράξη της και θα μνημονεύεται εσαεί.
  • Βλ. ό.π., σημ. 7.
  • Βλ. ό.π., σημ. 7.
  • «…Του ευλαβούς τούτου έργου (της μυρώσεως των ποδών του Κυρίου υπό της πόρνης γυναικός) την μνήμην επιτελούσα σήμερον (τη αγία και μεγάλη Τετράδι) η Εκκλησία, και εις το πρόσωπον της πόρνης αυτό αναφέρουσα, συναναφέρει ενταυτώ και την προδοσίαν του Ιούδα, άπερ αμφότερα επράχθησαν, δύο ημέρας προ του νομικού πάσχα, Μαρτίου κα΄, ημέρα Τετράδι της εβδομάδος». Ωρολόγιον το Μέγα, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2005, σελ. 456.
  • Βλ. ό.π., σημ. 7.
  • Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Έργα, Εις την Προδοσίαν του Ιούδα, ομιλία β΄, μετάφραση Ν. Γ. Τσίκη, εκδ. Ο Λόγος, τόμ. 4ος, Αθήναι 1969, σελ. 80 – 81.
  • Βλ. εκκλησιαστικό βιβλίο «Τριώδιον», Ακολουθίες της Μεγάλης Τετάρτης.
  • Βλ. Παν. Ν. Τρεμπέλα, Εκλογή Ελληνικής Ορθοδόξου Υμνογραφίας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήναι 1997, σελ. 373.
  • Βλ. Ν. Τσεκούρα, Κασιανή, εκδ. Σ.Δαρεμά, Αθήναι, χ. χ., σελ.116.
  • Ο Γράφων δεν κατέχει την ανάλογη βιβλιογραφία.
  • Ό. π. σημ. 17.
  • Ό. π. σημ. 17.
  • Πρόκειται για έμμετρη έκφραση λανθασμένης σχετικής άποψης των αναφερόμενων ποιητών, καθότι η υμνωδός Κασσιανή υπήρξε Μοναχή άμεμπτου βίου και γι’ αυτό αναγνωρίστηκε και τιμάται ως Οσία απ’ την Εκκλησία μας.
  • Μαρίας Ράλλη, «Στίχοι», Ποιητική Ανθολογία Περάνθη, τόμ. 4ος, εκδ. Ι. Χιωτέλη, Αθήνα, σελ. 213.
  • Ό. π. σημ. 17.
  • Παν. Ν. Τρεμπέλα, ό.π., σελ 209. Η μετάφραση των παρατιθέμενων τροπαρίων του Ρωμανού ανήκει στον αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη. Βλ. το βιβλίο του Ύμνοι, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2003, σελ. 198 – 200.
  • Παν. Ν. Τρεμπέλα, ό.π., σελ. 264.
  • Παν. Ν. Τρεμπέλα, ό.π., σελ. 417.
  • Παν. Ν. Τρεμπέλα, ό.π., σελ. 191.

 

 

Back to top button