ΚαστοριάΚοζάνη

Το παραδοσιακό Πάσχα των παιδικών μας χρόνων


Θυμάμαι το Πάσχα ήταν μια γιορτή κατάνυξης και θρησκευτικής ευλάβειας. Το Πάσχα των παλιότερων χρόνων στα χωριά της ελληνικής υπαίθρου ήταν η καλύτερη περίοδος ολόκληρου του χρόνου για τον παιδόκοσμο. Γιατί και σχολείο δεν υπήρχε και καλός καιρός για έξω ήταν.
Τα καταστήματα παιχνιδιών γέμιζαν με διαφορά πασχαλινά όμορφα παιχνιδάκια. Κοτοπουλάκια, κοκοράκια, λαγουδάκια, πολύχρωμα πλαστικά αβγουλάκια, σημαιούλες και αφισούλες πασχαλινές. Επίσης γέμιζαν με πλαστικά μπιστολάκια που δούλευαν με «τρακάκια» κάτι μικρά κόκκινα πραγματάκια που ήταν γεμάτα με λίγο μπαρούτι που έμπαιναν στα πιστολάκια και έκαναν ένα ήχο σαν «ΤΡΑΚ» για αυτό τα λέγαμε τρακάκια.
Ένα άλλο επίσης Πασχαλινό παιχνιδάκι ήταν τα «Τακ Τακ». Έτσι λέγαμε εμείς ένα παιχνίδι που αποτελούταν από δυο πλαστικές μπαλίτσες (συνήθως κόκκινες) δεμένες με ένα σχοινάκι ένα κρίκο στην μέση του σχοινιού που περνούσε στο μεσαίο δάκτυλο και με επιδεξιότητα τις κτυπούσαμε κάνοντας διάφορα κόλπα.
Μια από τις πιο όμορφες αναμνήσεις αυτών των ημερών είναι οι αφίσες και τα μπάνερ που κυκλοφορούσαν εκείνες τις ημέρες.
Στα καταστήματα χαρτικών και παιχνιδιών κυκλοφορούσαν αφίσες και μπάνερ με θέμα το Πάσχα, την Ανάσταση, τα κόκκινα αυγά, το σούβλισμα των αυγών και κάθε τι σχετικό με τις ημέρες αυτές. Οι αφίσες αυτές ήταν κάτι μαγικό για εμάς τα παιδιά τότε.
Ήταν πολύχρωμες με υπέροχα χρώματα αλλά και το ίδιο το θέμα παρέπεμπε σε ένα κόσμο πανέμορφο.
Βουνά γεμάτα δέντρα, τσέλιγκες και παρέες με παραδοσιακές φορεσιές χόρευαν και έψηναν αρνιά. Θέματα πατριωτικά «ανεβαστικά» που έκαναν τις παιδικές καρδιές και ψυχές μας να νοιώθουν υπηρηφάνεια αλλά και απέραντη λαμπερή χαρά.
Τα σχολεία στολίζονταν και αυτά λίγες ημέρες πριν κλείσουμε με αυτές τις αφίσες και τα μπάνερ. Δεν αφηνόταν τοίχος στην τάξη που να μην στολίζονταν και να μην κολλούσαμε αυτές τις πανέμορφες πολύχρωμες αφισούλες. Οι ίδιες αυτές αφίσες διακοσμούσαν τις αυλές που θα γινόταν το γλέντι της Λαμπρής. Μαζί με σημαιάκια πολύχρωμα.
Τα ζαχαροπλαστεία γέμιζαν με πανέμορφα λαχταριστά σοκολατένια αβγουλάκια. Άλλα μικρά και άλλα μεγάλα. Η διακόσμηση τους ήταν από χρωματιστή ζάχαρη, συνήθως λουλουδάκια.
Και όχι μόνο λαγουδάκια αλλά και κοτοπουλάκια και λαγουδάκια σε μεγάλη ποικιλία διακόσμησης πάντα με αγνά υλικά συνήθως χρωματιστή ζάχαρη και χρωματιστό γλάσο.
Στα καταστήματα στα ψιλικατζίδικα… παντού, ακόμα και στον δρόμο από πλανόδιους μικροπωλητές μπορούσες να δεις να κρέμονται διαφόρων ειδών φαναράκια. Σχεδόν όλα χάρτινα με όμορφες πασχαλινές παραστάσεις παντού. Τα πιο ωραία ήταν τα πλαστικά αβγουλάκια που στην άκρη τους είχαν μια εγκοπή και έβαζες ένα «τρακάκι» και τα χτυπούσες και έκαναν θόρυβο.
Η άλλη γλυκιά ανάμνηση των χρονών εκείνων είναι οι λαμπάδες.
Λαμπάδες σε διάφορα χρώματα, οι περισσότερες με εντυπωσιακές κορδέλες και δαντέλες διακοσμημένες με διάφορα σχέδια. Σπάνια είχαν πάνω τους κάποιο παιχνίδι. Εκείνη την εποχή δεν ήταν της μόδας τα παιχνίδια πάνω στην λαμπάδα. Τις λαμπάδες μας τις έφερναν οι νονοί και οι νονές. Μαζί με ένα καλό μπουναμά που θα περνούσαμε με αυτόν μήνες.
Τι υπηρηφάνεια που νοιώθαμε κρατώντας την λαμπάδα μας. Όλο ρωτούσαμε τους γονείς μας ποτέ θα την ανάψουμε.
Μεγάλη αγωνία!!
Την ανάβαμε τελικά την Μεγάλη Παρασκευή και φυσικά το βράδυ του Σαββάτου, στην Λαμπρή στην εκκλησία.
Τα σουβλατζίδικα και τα ουζερί έκλειναν από Μεγάλη Δευτέρα. Και ξανάνοιγαν το Μεγάλο Σάββατο μετά την πρώτη Ανάσταση. Δεν έβρισκες με τίποτα κρέας να φας. Στα σπίτια μας τρώγαμε σαλάτες μαυρομάτικα και όλο νηστίσιμα. Οι παλιές γιαγιάδες έφτιαχναν κουλουράκια που μοσχομύριζαν όσο ψηνόταν.
Εμείς σαν μικρά παιδιά βοηθούσαμε στο ζύμωμα και τις περισσότερες φορές τρώγαμε την ζύμη ωμή όπως ήταν αφού είχε υπέροχη γεύση βουτύρου και πορτοκαλιού.
Το ραδιόφωνο έπαιζε μόνο κλασική μουσική όλη την μεγάλη εβδομάδα. Τίποτα άλλο δεν άκουγες, από Μεγάλη Δευτέρα ως το Μεγάλο Σάββατο πρωί. Και τις Ακολουθίες.
Η δε τηλεόραση έδειχνε ντοκιμαντέρ με θέμα το Πάσχα και παλιές ταινίες με θέμα τα πάθη του Χριστού. Σταματούσαν όλα τα προγράμματα. Πρωινάδικα, μεσημεριανά τα πάντα. Απόλυτη κατάνυξη και απόλυτος θρησκευτικός σεβασμός.
Ακόμα και οι παρουσιαστές και παρουσιάστριες ήταν ντυμένοι με σοβαρότερα σκούρα ρούχα από ότι τις άλλες φορές.
Τα καφενεία δεν σέρβιραν σχεδόν τίποτα. Μόνο νηστίσιμα και με το μέτρο.
Μπιλιαρδάδικα, ποδοσφαιράκια κτλ κλειστά. Δεν το συζητάμε. Μια εβδομάδα χωρίς ούτε ένα ποδοσφαιράκι, ούτε ένα μπιλιάρδο.
Έβαζαν μια κορδέλα ή ένα αυγό μεγάλο η καμιά λαμπάδα πάνω στα τραπέζια του μπιλιάρδου ή στα ποδοσφαιράκια. Και που θράσος να πάει κάποιος να τα κουνήσει. Θα έπεφτε φωτιά να τον κάψει.
Μεγάλη Πέμπτη και οι νοικοκυρές ζύμωναν τις κουλούρες του Πάσχα. Για εμάς τα παιδιά έφτιαχναν κουλούρες σε σχήμα πουλιών, ζώων ή ανθρώπων και τις στόλιζαν με καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες και σχέδια από ζυμάρι.
Μερικές φορές μας άφηναν να ζυμώνουμε και εμείς τα δικά μας σχεδιάκια. Αυτά συνήθως ήταν πουλάκια, λαγουδάκια, κοτούλες και γαϊδουράκια. Μας έλεγαν ότι τα πουλάκια θεωρούνται τα κατεξοχήν πλάσματα του Χριστού. Η συνήθεια να βάζουν στην κουλούρα κόκκινο αυγό κρατάει από τους Βυζαντινούς χρόνους.
Το βάψιμο των αυγών γινόταν τη Μεγάλη Πέμπτη. Κόκκινα αυγά έβαφαν όλα τα σπίτια, εκτός από κείνα που πενθούν. Το αυγό είναι σύμβολο γονιμότητας. Το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών είναι από τα παλιότερα ελληνικά έθιμα και συμβολίζει την Ανάσταση του Χριστού. Το πρώτο αυγό που θα βάψουν έχει, λένε, θαυμαστές ιδιότητες και το βάζουν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Είναι το «αυγό της Παναγίας».
Με αυτό σταυρώνουν τα παιδιά όταν είναι άρρωστα. Τα κόκκινα αυγά μας θυμίζουν πόσο ήταν το απόθεμα καρτερίας του ελληνισμού, κατά τη μακρόχρονη διαδρομή πολλών αιώνων.
Η μυρωδιά από το ξύδι και το χρώμα ήταν υπέροχη. Σχεδόν μόνο κόκκινα. Σπάνια άλλο χρώμα και αυτό αν υπήρχε δεν άρεσε. Μετά τα γυάλιζαν με λίγο λάδι για να γυαλίζουν και να φαίνονται ωραία και έβαζαν εμάς τα παιδάκια να κολλάμε τις Πασχαλινές χαλκομανίες που συνήθως δεν κολλούσαν με τίποτα. Μεγάλος μπελάς αλλά περνούσαμε όμορφα.
Η Μεγάλη Τέταρτη ήταν η ημέρα του ευχελαίου. Ωραία ημέρα. Ντυνόμαστε όλοι να πάμε να μας «λαδώσει παπάς. Εκεί βλέπαμε και τα «Αμόρε» μας και θαυμάζαμε ποσό όμορφα ήταν με τα καλά τους ρουχαλάκια.
Η Μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή ήταν οι πιο κατανυκτικές ήμερες. Πένθιμες. Σοβαρές. Όλος ο κόσμος πενθούσε για τα πάθη του Χριστούλη. Οι καμπάνες κτυπούσαν πένθιμα όλη την ημέρα.
Στον Επιτάφιο δύσκολο να μην είναι όλο το χωριό.
Το καλό ντύσιμο – που φάνταζε ως μια έξοδος από τη φτώχεια – θα αποτελέσει για όλη την πιτσιρικαρία ισχυρό σημείο αναφοράς και μαζί με τα βεγγαλικά που φώτιζαν τη νύχτα της Ανάστασης θα αποτελούν το σταθερό όνειρο κάθε μικρού παιδιού ότι θα έλθει και η δική του σειρά.
Η φτώχεια με ένα τόσο δα μικρό υλικό αγαθό, με ένα πλαστικό παιχνίδι, με ένα απλό και μόνο δώρο ρηγματωνόταν και θρυμματιζόταν τόσο εύκολα από το παιδικό όνειρο.
Αρκούσαν μόνο κάποια άσπρα πάνινα παπούτσια, οι περίφημες ελβιέλες – που δεν τα πατούσαμε και εύκολα στο έδαφος για αρκετές ημέρες για να μη λερωθούν… -, για να θρέψουν ελπίδες και φαντασιώσεις και να κοιμάσαι ονειρευόμενος τα βράδια σαν πουλάκι.
Κατάνυξη. Σεβασμός. Πολιτισμός. Ομορφιά.
Που και που ακουγόταν βαρελότα και «τράκες». Η Αστυνομία κυνηγούσε άσχημα.. Μπορούσε να σου πάρει ακόμα και το ψεύτικο πλαστικό μπιστολάκι αν σε έπιανε.
Η Ανάσταση ήταν τέλεια ημέρα. Για πολλούς λόγους..
Ήταν η ημέρα που άνοιγαν όλα τα αγαπημένα μαγαζιά. Τα ποδοσφαιράκια, τα μπιλιάρδα, τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία τα σουβλάκια..
Επίσης ήταν η ημέρα που το βράδυ στην Ανάσταση θα δίναμε το «φιλί της Αγάπης» ήταν ένα φιλί που το έδιναν οι αγαπημένοι μυστικά αμέσως μετά την Ανάσταση σαν ένδειξη ιερής και παντοτινής αγάπης.
Ωραίο νεανικό έθιμο.
Τα αγόρια με σακάκι και γραβάτα τα περισσότερα και τα κορίτσια με όμορφα φορέματα.
Τα βαρελότα αν και απαγορευόταν δεν σταματούσαν ποτέ.
Μετά την Ανάσταση συνήθως ο κόσμος εξαφανιζόταν. Όχι γιατί δεν ήθελε να μείνει στην εκκλησία η για να πάνε στα σκυλάδικα και στα μπαράκια όπως γίνεται σήμερα αλλά γιατί ήθελαν να πάνε σπίτι να φάνε ξελιγωμένοι από την πείνα μιας εβδομάδας και βάλε νηστείας.
Περίμενε η μαγειρίτσα. Τα κουλουράκια και μερικά μπριζολάκια βραστά ή ψημένα στην μασινα.
Το Αρνί στην σούβλα ήταν την επόμενη.
Σε ένα κλίμα ολιγάρκειας και εγκράτειας οφειλόμενο περισσότερο στη φτώχεια και λιγότερο στο αξιακό φορτίο της εποχής, η νηστεία ήταν φυσικό επακόλουθο και απόλυτα δεδομένη.
Νηστεία πραγματική χωρίς τις τόσες και τόσες σημερινές επινοήσεις του καταναλωτισμού και της βουλιμίας.
Και έκανες υπομονή προσμένοντας τη βραδιά της Ανάστασης για να φας τα πασχαλινά κουλούρια, τα τσουρέκια και τα κόκκινα αυγά, όλα αυτά που ήταν φυλαγμένα στις τσέπες και τα χαϊδεύαμε κάθε τόσο με τα δάχτυλα μέχρι να έλθει η ώρα τους να πάνε αμάσητα κάτω, έξω από την εκκλησία σε κάποια απόμερη γωνιά – γιατί ντρεπόμαστε να τρώμε μπροστά σε κόσμο – μόλις θα ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη».
Και το τέλος της νηστείας εκείνων των στιγμών θα το συνοδέψει η φωτεινότητα των βεγγαλικών και των κεριών, φωτεινότητα μοναδική για τις εποχές της λάμπας του πετρελαίου, της ασετιλίνης και του λυχναριού.
Και έτσι η «Ανάσταση» θα μείνει φωτεινή, ολοφώτεινη θύμηση – αποκτώντας και μια μεταφορική έννοια φωτεινότητας στην παιδική φαντασία – κάτι που δεν θα μπορούμε πλέον να γευτούμε σήμερα.
Και επιχειρούμε να κλέψουμε μέσα από τις θύμησές μας εικόνες και θραύσματα εικόνων εκείνων των καιρών, για να δροσίσουμε λίγο την ξηρασία της ψυχής, που την προκάλεσε τόσο προκλητικά η μακρά περίοδος της καταναλωτικής ιδεολογίας και του τεχνολογικού ευδαιμονισμού.
Την επόμενη ξυπνούσαμε πρωί. Πηγαίναμε στην αυλή και σκάβαμε ένα λάκο στο μέγεθος του αρνιού.
Ρίχναμε ξερά χόρτα και τα ξύλα και όταν ήταν έτοιμα βάζαμε το αρνί.
Όλοι γύριζαν.. ΟΛΟΙ..
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα μηχανάκια να γυρνούν και έτσι καθόσουν με ένα καπέλο και γύριζες και ψηνόσουν μαζί με το αρνί…
Αυτός που γυρνούσε είχε και την τύχη όταν δεν κοιτούσαν οι άλλοι να ξεκλέψει καμία πέτσα..
Το πιο ωραίο από όλα…
Κάλο Πάσχα καλοί μου φίλοι.
Οι ήμερες αυτές είναι άγιες.. κατανυκτικές. Απόλυτα θρησκευτικές.
Μακάρι να μπορούσαμε να κρατήσουμε λίγο έστω από αυτόν τον σεβασμό των παλιών εκείνων ημερών.

Βόιο εν οίδα ότι

Back to top button