Στην Καστοριά, οι πληροφορίες από την πρόσφατη ανασκαφική έρευνα και τις πηγές μας πληροφορούν ότι στην εποχή του Ιουστινιανού επιλέχθηκε αυτή η οχυρή θέση στη χερσόνησο-νησί της λίμνης Καστοριάς, όπου το ρωμαϊκό Κήλητρο ή Celetrum , για την ίδρυση μιάς νέας πόλης, μετά την εγκατάλειψη της γειτονικής Διοκλητιανουπόλεως. Κατά τον Προκόπιο, η στρατηγική θέση και η φυσική ομορφιά της περιοχής προσείλκυσε το ενδιαφέρον των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Η πόλη αυτή οχυρώθηκε σταδιακά και η οχύρωσή της δέχτηκε αρκετές ανακαινίσεις. Στην εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, φαίνεται πως δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην οχύρωση του ισθμού της χερσονήσου, που ήταν το πιο ευάλωτο σημείο, το οποίο προστατεύθηκε από ψηλούς πύργους. Είναι πιθανό ότι υπήρχε και μία τάφρος μπροστά από το τείχος, η οποία μετέτρεπε τη χερσόνησο σε νησί.
Οι δύο πλαϊνοί βραχίονες του τείχους, που συνιστούσαν το βόρειο και το νότιο σκέλος του, καθώς και η ακρόπολη στο ανατολικό πέρας δεν γνωρίζουμε εάν υπήρχαν από την παλαιοχριστιανική περίοδο. Θεωρείται πιθανό να κατασκευάσθηκαν στη διάρκεια της ταραγμένης μεσοβυζαντινής περιόδου του 9ου-10ου αιώνα, κατά την οποία σημειώθηκαν εκτεταμένες επεμβάσεις και στο ιουστινιάνειο τείχος του ισθμού.
Η διατήρηση εκτεταμένων λειψάνων στον ισθμό με ισχυρούς κυκλικούς πύργους, τμήματα της πορείας του στην ακρόπολη με δύο τετράπλευρους πύργους στο άμεσο περιβάλλον με την Κουμπελίδικη και σποραδικά λείψανα στη βόρεια και νότια πλευρά της πόλης επαληθεύουν την περιγραφή της Άννας Κομνηνής ότι “περί δε τον τράχηλον (της λίμνης) και πύργοι και μεσοπύργια ωκοδόμηνται κάστρου δίκην”.
Από το 927 μέχρι το 969, η Καστοριά ήταν υπό την κατοχή των Βουλγάρων, που εκδιώχθηκαν από τους Πετσενέγκους με προτροπή των Βυζαντινών. Το 990, ο Τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ κατά την επιδρομή του στον ελλαδικό χώρο κατέλαβε και την Καστοριά, υπερνικώντας τη φυσική αλλά και την τεχνητή της οχύρωση. Το 1017, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος την πολιόρκησε αλλά απέτυχε να την καταλάβει. Με την τελική κατάρρευση της βουλγαρικής αντίστασης, το 1019, η πόλη επανήλθε στους Βυζαντινούς.
Από το 1083, που εκδιώχθηκαν οι Νορμανδοί από τους στρατηγούς του Αλεξίου Κομνηνού, Νικηφόρο Βρυέννιο και Γεώργιο Παλαιολόγο μέχρι την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ’ Σταυροφορία το 1204, η Καστοριά βρίσκεται άλλοτε υπό τους Νορμανδούς και άλλοτε στα χέρια των Βυζαντινών. Τους επόμενους αιώνες γνωρίζει διάφορους άλλους επικυρίαρχους: Βουλγάρους, Βυζαντινούς του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Σέρβους και πριν από το τέλος του 14ου αιώνα πέφτει στα χέρια των Οθωμανών μαζί με την υπόλοιπη Μακεδονία (και τα υπόλοιπα Βαλκάνια).
Τόσο η τοιχοδομία των σωζόμενων πύργων και του τείχους όσο και τα νεώτερα ανασκαφικά στοιχεία δίνουν πληροφορίες για την ύπαρξη μίας φάσης γύρω στα τέλη του 9ου – αρχές 10ου αιώνα και μίας δεύτερης, ίσως του Βασιλείου Β΄, περί το 1018.
Για την ύπαρξη ενδιάμεσου τείχους που χώριζε την ακρόπολη από την κάτω πόλη, υπάρχουν στοιχεία σε χαλκογραφία του 18ου αιώνα, η τοπογραφική ακρίβεια της οποίας ελέγχεται.
Οι βυζαντινές οχυρώσεις χρησιμοποιήθηκαν και από τους Οθωμανούς, οι οποίοι προσέθεσαν και τις δικές τους επιδιορθώσεις, που είναι εμφανείς στο τείχος του ισθμού. Επιπλέον, άνοιξαν και μία δεύτερη πύλη στο δυτικό τμήμα και χώρισαν με πρόσθετο εσωτερικό τείχος τη μουσουλμανική από τη χριστιανική συνοικία.
Κείμενο: kastra.eu
Φωτογραφίες: chatzifokos.blogspot.com