Φωτο: Μάνα, Όπως λέμε σταγόνα Ζωής
Νόμιζα ότι, δεν θα είχα τίποτα άλλο να γράψω για το Θείο τούτο πλάσμα, τη Μάνα.
Νόμιζα ότι, αφού, για χρόνια αρκετά, έγραψα για την δική μου, τη δική σου, ολωνών τις Μάνες, και αφού, μπήκα κι εγώ μέσα στη λέξη και χίλια όμορφα είπα, το εξάντλησα το θέμα. Και πράγματι, κάθε φορά που έφτανε η δεύτερη Κυριακή του Μάη, των λουλουδιών και της Μάνας, ανέσυρα κάτι απ’ το αρχείο που μου φυλάγει η κόρη μου, και αυτο –επιβεβαιωνόμουν ότι όλα τα είχα <καλύψει>. Ούτε κι ως σήμερα, δεν μου είχε περάσει απ’ το νου ότι, θα ‘βγαινε τούτο το κείμενο:
Όπως, δεν θα μου περνούσε ποτέ απ’ το νου, ότι, εκτός της φυσικής Μάνας που γεννά απ’ τα σπλάχνα της το παιδί της, της Μάνας που γεννά- με τα σπλάχνα της- το παιδί μιας άλλης Μάνας, της Μάνας που δεν γεννά αλλά μεγαλώνει παιδί μιας άλλης Μάνας, και της Μίας και μοναδικής του Χριστού Μάνας, θα ΄ρχονταν η ώρα που, θα μάθαινα, ότι <Μάνα> μπορεί να γίνει, αδιακρίτως φύλου, ο οποιοσδήποτε Άνθρωπος, που, από γνώση και θέληση, χωρίς μήτρα, επ –ανα- φορτώνει Ζωή σε ήδη γεννημένο άνθρωπο! Και τον ξαναγεννά!!!!
Από τύχη αγαθή και μόνο, ήλθε μια στιγμή στη ζωή μου που, όχι μόνο θα άκουα για την ύπαρξή της, αλλά, θα γνώριζα, θα κοίταζα στα μάτια και θ’ αγκάλιαζα, μια αλλιώτικη Μάνα. Που μέχρι χτες, ούτε κι η ίδια δεν φαντάστηκε, ούτε στα πιο επικίνδυνα όνειρά της, ότι, η ζωή της φύλαγε ένα τέτοιο λαχείο, απ’ εκείνα που δεν αγοράζεις με χρήματα, απ’ εκείνα που δεν διαλέγεις αριθμούς, ούτε πληρώνεις συμμετοχή. Απ’ εκείνα, που, δεν ξέρω πραγματικά, αν μια Θεία αύρα σε πάει κοντά τους ή ένα Θείο ποτάμι τα φέρνει στα πόδια σου. Μια Μάνα, που, κατ’ αρχήν, ευλογήθηκε να φέρει στη ζωή, δυο δικά της παιδιά. Μια Μάνα, που με τον άντρα της, μεγαλώνουν τούτα τα παιδιά, με αγάπη κι αγώνα. Σαν όλες τις Μάνες του κόσμου….. Ως εδώ.
Μέσα στα καθημερινά της προβλήματα, που δεν ξέρω αν είναι περισσότερα απ’ τα δικά μου και τα δικά σας προβλήματα, θα μπορούσα, όμως, να ορκιστώ, ότι, λιγότερα δεν μπορεί να είναι, κυλάει η ζωή της. Και, όπως ακριβώς και πολλοί από εσάς, σκέφτηκε να κάνει –αν μπορεί- κάτι για εκείνους που έχουν αλλιώτικες ανάγκες. Και, έτσι, ξαφνικά, γίνεται και η Μάνα ενός παιδιού που το ξανα –ανα- γεννά, έξω από τη μήτρα της. Και είναι τόσο σπουδαίο, άμα σκεφτείς, πως, σαν έναν μικρό Χριστό, γεννάς με τούτον τον τρόπο.
Βρέθηκε, λοιπόν, να είναι Εθελόντρια δότης μυελού των οστών.
Κατ’ αρχήν, τούτος ο <τίτλος> ακούγεται πολύ …. Αέρινος. Όχι, δεν είσαι εθελοντής αιμοδότης, όχι, δεν έχεις δώσει χίλιες φορές αίμα, όπου σου ζήτησαν κι όποτε γούσταρες κι ας μη στο ζήτησαν. Είσαι άλλου είδους Εθελοντής. Είναι πιθανό , να μην σου ζητηθεί ποτέ να κάνεις κάτι και να μη χρειαστεί ποτέ να δώσεις κάτι. Κι από το <δότης οργάνων> ακόμη πιο αέρινο, θα το πεις!
Άραγε, πώς μπορεί να νιώθει κάποιος που, σε μια στιγμή, από <εθελοντής δότης> γίνεται <δότης> δηλαδή <δωρητής>; Πώς μπορεί να σκέπτεται; Τι μπορεί να δημιουργείται όταν, ύστερα από ν-χρόνο και ν- γεγονότα που έχουν γραφτεί στη ζωή του, χτυπάει –στην κυριολεξία- ένα κουδούνισμα (τηλεφώνου) που σε ξεβολεύει τόσο περίεργα, και σε καλεί να αρχίσεις να μπαινοβγαίνεις σε άγνωστους χώρους που μυρίζουνε φάρμακα και που, όμως, ευτυχώς για σένα, δεν αφορά τη δική σου υγεία και σωτηρία, αλλά, διά της δικής σου δεδομένης υγείας, τη σωτηρία κάποιου αγνώστου σου; Υπάρχει, άραγε, η περίπτωση, να ξέρεις ότι, στο αίμα σου, περισσεύει η ζωή που, ακριβώς, χρειάζεται κάποιος άλλος, κι εσύ να του αρνηθείς το περίσσευμα;
Υπάρχει, άραγε, η περίπτωση, να μένεις αμέτοχος, αδιάφορος, <δεν βαριέσαι>, <έλα μωρέ> <ναι, αλλά, όμως>, <οκ, κάποτε>, <καλά, θα πάω>, ενώ, αντιλαμβάνεσαι πόσο εύκολο είναι να γίνεις εθελοντής, κατ’ αρχήν, δότης μυελού των οστών, και μάλιστα, λαμβανομένου υπόψη ότι, το <ατού> σε αυτά τα <πράγματα> που χρειάζονται κάποιοι απεγνωσμένα, είναι ότι, εσένα σου περισσεύουν και δεν χρειάζεται να δώσεις και χρήματα; Γιατί, ναι, τα χρήματα, σήμερα, είναι στ’ αλήθεια, δύσκολο να τα δώσεις, εφόσον δεν τα ‘χεις.
Δεν ξέρω να σας απαντήσω. Ίσως και να αρνηθείς. Ίσως, αν δεν κατάφερε να σε πείσει ούτε ο Επιστήμονας που έχεις μπροστά σου ούτε η απελπισία εκείνου που το περιμένει. Και, πώς να είναι άραγε; Να είναι νέος ή περασμένος; Να είναι άντρας ή κοριτσάκι; Να είναι άσπρος ή μήπως όχι; Μπορεί και να είναι και κακός, αν μπεις στην διαδικασία να τον κρίνεις! Ίσως να μη μάθεις ποτέ ποιον <έσωσες> κι άμα δεν μάθει κι εκείνος τον σωτήρα του, γιατί να τον σώσεις, άμα, ούτε ένα <ευχαριστώ> δεν θα καταφέρεις να πάρεις για όλη τούτη τη Ζωή που θα του χαρίσεις; ….. Όλα, όλα τα δίκια του κόσμου, μπορεί και να σου αναλογούν άμα αρνηθείς, και εγώ, Μα την Αλήθεια, δεν θα σε κατηγορήσω γιατί, εγώ, στη θέση αυτή δεν θα μπω ποτέ, αφού πλέον, δεν έχω ηλικία κατάλληλη για να δώσω, και δι’ αυτής της διαδικασίας, Ζωή. Κι άρα, δεν δικαιούμαι μήτε να κρίνω μήτε να κατακρίνω κανέναν.
Η Γυναίκα τούτη, που μιλά σαν το αίμα, σεμνά, ήρεμα, σταθερά κι αποφασιστικά, πήρε την Ψυχή της παραμάσχαλα, και ξεκίνησε δίχως καμιά αμφιβολία. Ο δρόμος της ήταν μονόδρομος. Δεν βρέθηκε κανείς σπιτίσιος ή παραπέρα της να την σταματήσει. Απεναντίας. Της έκαναν όλοι χώρο για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στην εκπλήρωση του στόχου, που δεν ήταν άλλος, από τη σωτηρία ενός μικρού παιδιού. Που το δικό του <λαχείο> ήταν η λευχαιμία. Και οι δικοί του γονείς δεν μπορούσαν να το βοηθήσουν. Και στη θέση της φυσικής τούτης Μάνας, κανείς δεν θέλει να βρεθεί.
Μα όλοι θα ‘θελαν να βρεθούν στη θέση της ά- μητρης Μάνας- δότριας. Εκεί, στον Δρόμο της, στον Δρόμο του κάθε Δότη, στον δικό σου Δρόμο, βρίσκεσαι να προσεύχονται άγνωστοι για σένα. Να κρατούν τη ψυχή σου στα χέρια τους Άγγελοι. Να ελαφρύνουν τις σκέψεις σου …… οι αγωνίες σου να γίνονται Αγώνας για τη σωτηρία του ανθρώπου που, κάπου στον κόσμο. ανασαίνει από σένα, με σένα ….. να γίνεσαι κλωστή και να κρατάς τη ζωή….. τη Ζωή του…. Ωωωωω! Και να γίνεις, έστω και για ένα λεπτό, η πιθανότητα να μεγαλώσει ένα Παιδί……. Ένα Παιδί ! Ένα Παιδί, το Παιδί της ελπίδας του κόσμου!!! Αχ…………
Δώσε αυτό το ελάχιστο που σου ζητούν: ένα φτύσιμο. ΜΟΝΟ. Σκέψου, ότι θα είναι, εκεί, γραμμένο στην εθνική και στην παγκόσμια τράπεζα. Μια τράπεζα που δεν αποταμιεύει χρήματα. Αποταμιεύει Ζωή. Μια τράπεζα που δεν δανείζει χρήματα. Χαρίζει Ζωή. Μια τράπεζα που δεν τοκίζει χρήματα. Τίκτει Ζωή, για όποιον καθημερινά χρειάζεται. Δεν θα σου πω, βάλε τον εαυτό σου στη θέση να χρειάζεται μεταμόσχευση και δεν βρίσκεις και η ζωή σου τελειώνει μέσα σε λίγες μέρες. Μπες στη θέση που είναι πολύ πιθανό να σου συμβεί: Να είσαι ΕΣΥ ο Άνθρωπος που μπορείς να σώσεις κάποιον και, ούτε να το ξέρεις και ούτε να τον σώσεις. Όχι γιατί δεν μπορείς. Αλλά, γιατί αμέλησες. Και, αν κι αυτό δεν σε νοιάζει, αν κι αυτό δεν μπορείς να το αντιληφθείς, αν κι αυτό δεν έρχεται να αναστατώνει τον ύπνο σου τις νύχτες, οκ. Συνέχισε τη ζωή σου χωρίς να λυπάσαι που «θα φύγουμε έτσι, δίχως μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή -άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή…», που κατέτρωγε τον Βύρωνα Λεοντάρη και μερικούς άλλους, ως φόβος άσβεστος.
Βιβή
Βιβή