Καστοριά

“Διαγωνισμός διηγήματος” (της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου)

Ο τρίτος χρόνος στο νησί της άγονης γραμμής, όπου να `ναι έφτανε στο τέλος· μετρούσε τις μέρες ο δάσκαλος. Ένας μήνας ακόμη και να! Το καλοκαίρι. Θα γέμιζε το νησί από κόσμο, θα έφευγε ο ίδιος για τον τόπο του να μείνει για λίγο με τους δικούς του και ίσως να ερχόταν επιτέλους ο διορισμός. Δάσκαλος, έστω και σε κάποιο απόμακρο μέρος επάνω στα βουνά. Μόνο, όχι πια αναπληρωτής σε άγονη γραμμή.

   Τρία χρόνια ζωής μες στους αέρηδες που σπάνια κόπαζαν τους μήνες του χειμώνα, με την αλμύρα συνεχώς κολλημένη επάνω του, με την άμμο να βρίσκεται σε όλα τα συρτάρια και ντουλάπια του μικρού του διαμερίσματος, είχε αρχίσει να κουράζεται. Αλλιώς, βέβαια, αντιμετώπιζαν οι ντόπιοι αυτήν την κατάσταση. Όχι πως δεν τους ενοχλούσε το καθημερινό ξεσκόνισμα. Όχι πως δεν θρηνούσαν κάθε χρόνο και κάποιον ψαρά, χαμένο στα κύματα. Αυτή ήταν, ωστόσο, η καθημερινότητά τους. Όσο για τη θαλασσοταραχή, κι αυτήν με καρτερικότητα και υπομονή τη δέχονταν. Φρόντιζαν από νωρίς για τις προμήθειες, πριν αποκλειστούν από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα για μέρες ή ακόμη και εβδομάδες.

Η αλήθεια είναι, ότι άλλα όνειρα και σχέδια είχε ο δάσκαλος, όταν ακόμη πήγαινε ο ίδιος στο σχολείο. Να σπουδάσει φιλολογία, να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, δικά του βιβλία να γράψει, να γεμίσει η ζωή του με συγγραφή…

Στο παιδαγωγικό τμήμα βρέθηκε. Περιθώρια για να ξαναδώσει εξετάσεις δεν είχε. Το οικονομικά της οικογένειας πενιχρά. Ο πατέρας, εργάτης στις οικοδομές, το μισό χρόνο άνεργος· παραδουλεύτρα η μάνα. Και ένα τσούρμο μικρότερα αδέλφια από πίσω. Φρόντιζε να περνά όσο το δυνατόν πιο οικονομικά και να στέλνει το υπόλοιπο του μισθού του στη μάνα. Να τη βοηθήσει να τα βγάλει πέρα.

Ο καημός, όμως, καημός. Κάτι δικό του να γράψει, έστω και κάτι μικρό, έστω και ένα απλό διήγημα. Σίγουρα θα τα κατάφερνε, όταν έφευγε από το νησί, όταν θα έβρισκε ησυχία και ηρεμία στην ξηρά.

Στην ξηρά διορίστηκε ο τυχερός δάσκαλος. Σε ένα κεφαλοχώρι στην Πίνδο. Έτσι και ξεστράτιζες λιγάκι, στην Αλβανία βρισκόσουν! Εδώ, άμμο στα συρτάρια δεν έβρισκε, ο αέρας δεν έφερνε αλμύρα. Το κρύο, πάντως, ήδη από τις αρχές του Οκτώβρη, τσουχτερό. Τα χελιδόνια δεν τα πρόφτασε. Είχαν κινήσει για τον ενδιάμεσο σταθμό, την «άγονη γραμμή», στον δρόμο για το μακρινό ταξίδι στη ζέστη του νότου…

Τριάντα παιδιά στο σχολείο, δυο δάσκαλοι για το Δημοτικό και μία νηπιαγωγός. Από ησυχία, άλλο τίποτα. Ορεινό χωριό, αρκετά μακριά από την πόλη. Κτηνοτρόφοι οι κάτοικοι, έλειπαν όλη μέρα στη βοσκή· επέστρεφαν πριν πέσει η νύχτα, και νωρίς-νωρίς, αποκαμωμένοι να σαλαγούν κοπάδια ολημερίς, έπεφταν για ύπνο.

Στο σπίτι ενός κτηνοτρόφου βρήκε κατάλυμα ο δάσκαλος. Τον είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Φρέσκο γάλα πρωί και βράδυ, ψωμί που μόλις είχε ξεφουρνίσει η κυρά με το ολόπαχο τυρί στο τραπέζι.

Τρία μικρά παιδιά είχε ο κύρης του σπιτιού· το ένα, το μικρότερο, ο Γιωργής, μαθητής του δάσκαλου ήταν, στην πρώτη τάξη. Και το καλό δωμάτιο του παραχώρησαν να μένει.

Πρωί -πρωί λοιπόν, κινούσαν τα τρία παιδιά μαζί του για το σχολείο. Μόλις έβγαιναν από την πόρτα, έτρεχε ο Γιωργής στην αυλή, έκοβε μερικά τριαντάφυλλα από τον ανθόκηπο κοντά στον φράχτη -πώς έμεναν ολάνθιστα τέτοια εποχή!- και αφού τα έβαζε σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί με νερό, τα κουβαλούσε προσεκτικά μέχρι το σχολείο. Τα απίθωνε τότε στην έδρα του δάσκαλου και κάθε φορά του έλεγε: -Για να `ναι η τάξη όμορφη! Χαμογελούσε εκείνος, συγκινημένος από την αβρότητα του Γιωργή και προσπαθούσε να τον πείσει να μην κόβει κάθε μέρα τριαντάφυλλα. Αμετάπειστος ο μικρός!

Άλλος κόσμος στα βουνά, πιο κλειστοί οι άνθρωποι, φιλόξενοι πάντως. Κάτι θα έβρισκε να γράψει γι’ αυτά τα μέρη.

Ο καιρός περνούσε, το κρύο έσφιγγε όλο και περισσότερο. Από ησυχία άλλο καλό· αλλά η ηρεμία που ονειρευόταν για να στρωθεί στο γράψιμο δεν έλεγε να φανεί. Ούτε μια σελίδα δεν είχε καταφέρει να γράψει τους δύο μήνες στο χωριό. Κάτι για τον Γιωργή σκεφτόταν να αφηγηθεί, για τα ωραία του τριαντάφυλλα, για τον φράχτη με την ολάνθιστη τριανταφυλλιά, ακριβώς ένα βήμα απ’ το βαθύ φαράγγι. Τι κι αν κλεινόταν στο ζεστό και άνετο δωμάτιο; Όλο αλλού έτρεχε ο λογισμός του. Κοιτούσε το μεγάλο ρολόι πάνω στο περβάζι του τζακιού, τις ώρες που προχωρούσαν βιαστικές να συναντήσουν το ξημέρωμα, τίποτα.

Τότε ήταν που ένας συνάδελφος από τις μεγάλες τάξεις του Δημοτικού, τους διάβασε μια αγγελία σε κάποια εφημερίδα: διαγωνισμός διηγήματος, έλεγε. Θέμα ελεύθερο, αλλά να περιέχει έντεκα συγκεκριμένες λέξεις. Πήρε ο δάσκαλος την εφημερίδα στο χέρι, διάβασε πάλι και πάλι, και αποφάσισε: ώρα να στρωθεί στο γράψιμο. Για τον Γιωργή φυσικά η ιστορία! Και είχε τόσα πολλά να εξιστορήσει για τον μικρό του θαυμαστή!

Το βράδυ εκείνο μάτι δεν έλεγε να κλείσει. Έτρεχε το μολύβι στο χαρτί, απορούσε και ο ίδιος με τις τρελές ιδέες που του έρχονταν στο μυαλό. Έξω άκουγε να πέφτει ασταμάτητα μια δυνατή βροχή, λες κι ετοιμάζονταν οι ουρανοί για τον κατακλυσμό! Μια λέξη είχε ακόμη να προσθέσει και το διήγημα θα έπαιρνε την τελική μορφή!

Κοιμήθηκε σχεδόν χαράματα και, οι σταγόνες που ηχούσαν ρυθμικά στα τζάμια τον νανούριζαν γλυκά. Ο ύπνος του βαθύς και ατάραχος.

Τον ξύπνησαν ολολυγμοί και δυνατές κραυγές αγωνίας. Είχε πια ξημερώσει για τα καλά· ένας ολόλαμπρος ήλιος έστελνε πολύχρωμα σχήματα στα μουσκεμένα κρύσταλλα των παραθύρων. Γρήγορα-γρήγορα ντύθηκε και πετάχτηκε έξω. Εκεί, στην άκρη του ανθόκηπου, δίπλα στο σημείο όπου χτες ακόμη ξεχώριζες το φράχτη, είχε μαζευτεί όλη η γειτονιά. Το χώμα είχε υποχωρήσει από τη διάβρωση και είχε παρασύρει τον Γιωργή που πήγε να κόψει τα τριαντάφυλλα για τον αγαπημένο του δάσκαλο…

chatzifokos.blogspot.com

 

 

 

 

Back to top button