«… Τότε οι Τούρκοι εισβαλόντες ελεηλάτησαν και επυρπόλησαν την πόλιν, ήτις μείνασα έτη ακατοίκητος είχεν όψιν όλως διόλου αγρίαν· τα δένδρα υπερηύξησαν και άλλα εβλάστησαν εις τα οδούς και εντός των ερειπίων μεταξύ πυκνών θάμνων […] αι οικείαι αι περισσότεραι έπεσαν, οι δρόμοι εγέμισαν και η πόλις κατήντησεν όλη εν δάσος ελεεινόν· οι λησταί έβαζον φωτίαν εις τα δένδρα και αυτά καιόμενα κατέκαιον και τα αρχαιότητας…»
Της Τόνιας Α. Μανιατέα
Θυμίζει δυστοπικό μυθιστόρημα ή σενάριο χολιγουντιανής καταστροφολογικής ταινίας. Αλλά δεν είναι. Είναι μία ανατριχιαστική περιγραφή της Αθήνας, της σημερινής ελληνικής πρωτεύουσας, που επί οθωμανικού ζυγού, σε μια ενετική παρένθεση, εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της για τρία χρόνια. Για 1000 και πλέον μέρες και νύχτες η πόλη – ευλογία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, σα να μην της αρκούσαν οι ασχήμιες των Οθωμανών και τα κανόνια του Μοροζίνι, αφέθηκε παντελώς έρημη. Να απογυμνώνεται από τον ιστορικό της πλούτο, να βρομίζει, να μαραζώνει, να καταρρέει, να πεθαίνει…
ΕΤΣΙ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ…
Η έως πρότινος υποδουλωμένη από τους Τούρκους Αθήνα διάγει το σωτήριον έτος 1688, υπό την κυριαρχία πλέον των Ενετών με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Φραγκίσκο Μοροζίνη και φρούραρχο τον Δανιήλ Δελφίνο. Οι ραγιάδες κάτοικοι, συγκεντρωμένοι πέριξ του βράχου της Ακροπόλεως -με εκατοντάδες Τούρκων να κατοικούν επάνω στον βράχο, πλάι στα ακριβά μνημεία της αρχαιότητος- ασχολούνται κατά κανόνα με τη γεωργία καλλιεργώντας το ένδοξο δένδρο της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας και το αγαπημένο φυτό του Διονύσου σε μικρά και μεγάλα κτήματα στην ευλογημένη γη του ελαιώνα.
Οι Ενετοί, που στον από το 1684 πόλεμο με τους Τούρκους έχουν διώξει το φέσι από την Πελοπόννησο και στοχεύουν τώρα στην… εκκαθάριση της Στερεάς και της Έυβοιας, έχουν έρθει κι έχουν πολιορκήσει την Αθήνα ύστερα από επίμονη πρόσκληση των προυχόντων της πόλεως, Γάσπαρη, Δημάκη, Δούσμανη και Δαμίστρου, οι οποίοι σε μία σύσκεψη υπό τον μητροπολίτη Ιάκωβο Α,΄ αποφάσισαν να δηλώσουν υποταγή στους Δυτικούς -προσφέροντάς τους και εννέα χιλιάδες γρόσια ετησίως- προκειμένου να απαλλαγούν από την τουρκική βαρβαρότητα.
Αλλά, ως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, οι «άσπονδοι φίλοι» της Αθήνας, προκαλούν μεγαλύτερη καταστροφή στην πόλη. Για την ώρα, στην Ακρόπολη κατακάθεται ακόμα η σκόνη από τις ανεπανόρθωτες ζημιές που έχουν επιφέρει στα πολύτιμα μνημεία του βράχου οι -στο πλαίσιο της πολιορκίας- ανελέητοι βομβαρδισμοί από τα κανόνια του Ενετού στρατηγού. Ο Γάλλος ιστορικός Daru σε αναφορά του θα εκφράσει αποτροπιασμό: «ο Παρθενών πιστοποιεί με τα ερείπιά του ότι η μανία των αστυνομευομένων λαών δεν είναι ολιγότερον ολεθρία στην τέχνη από την αμάθεια των βαρβάρων».
Εισπράττοντας κατακραυγή για την καταστροφή του Παρθενώνα, ο 60χρονος Μοροζίνι προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη του και να εκφράσει τη λύπη του για το ανοσιούργημα, υποστηρίζοντας πως προείχε η εκδίωξη των Αγαρηνών από τον βράχο, όπου είχαν καταφύγει, και η απελευθέρωση της πόλης από την οθωμανική σπάθα. Ωστόσο, πολύ σύντομα, η ιστορία θα διαψεύσει τον ίδιο και θα επιβεβαιώσει τη ρήση του μεγάλου δούκα, Λουκά Νοταρά: «κρειττότερον εστί ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκου ή καλύπτραν λατινικήν» (κάλλιο το τούρκικο φέσι παρά η ενετική καλύπτρα)
Στην πραγματικότητα, ο Μοροζίνι, είναι απολύτως αφοσιωμένος στο στρατιωτικό του καθήκον και, ως αποδεικνύεται, στην αρπαγή όσων πολύτιμων αρχαιοτήτων χωρούν στα πλοία του…
Έχοντας τρέψει σε φυγή τους Τούρκους από την Αθήνα, σκοπεύει να ξεκουραστεί λίγο εδώ και να πορευτεί με τους στρατιώτες του προς την Εύβοια πολεμώντας και τους Τούρκους της Χαλκίδας, όπως εξαρχής ήταν το σχέδιό του. Αλλά στην πολιορκία της Ακροπόλεως χάθηκε πολύτιμη δύναμη και το πολεμικό συμβούλιο εκτιμά πως το εναπομείναν στράτευμα δεν αρκεί για την πολιορκία της Χαλκίδας. Η παράταση της παραμονής του στην Αθήνα, έως ότου φτάσουν επίκουροι πολεμιστές από τη Βενετία, είναι αναπόφευκτη. Οι στρατιώτες θα καταλύσουν στον ελαιώνα και ο στόλος θα «δέσει» στο Πόρτο Λεόνε (Πειραιάς). Όπως ο ίδιος ο Ενετός αρχιστράτηγος ομολογεί «κύριος σκοπός της επιτευχθείσης αλώσεως των Αθηνών υπήρξεν η εκδίωξις των Τούρκων από εν τόσον ισχυρόν καταφύγιον, δια να τους απομακρύνω όσο το δυνατόν περισσότερον από τον Ισθμόν της Κορίνθου».
«ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΑΤΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ» – ΠΟΛΗ ΦΑΝΤΑΣΜΑ Η ΑΘΗΝΑ
Στην πραγματικότητα, έτσι όπως η Αθήνα έχει μπει σφήνα στα σχέδια των Ενετών, το πολεμικό του πλάνο έχει ανακατευτεί. Το ακριβές επόμενο βήμα του Μοροζίνι είναι μάλλον μετέωρο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ίδιος και οι μισθοφόροι του θα ροκανίσουν τον χρόνο που θα χρειαστεί έως ότου έρθουν οι ενισχύσεις και θα συνεχίσουν προς την Εύβοια. Ωστόσο, οι Αθηναίοι, δεν διανοούνται να μείνουν απροστάτευτοι έναντι ενδεχόμενων τουρκικών αντιποίνων. Οι Ενετοί πρέπει να μείνουν να προστατέψουν την πόλη!
Ο Μοροζίνι συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο, προκειμένου να διατυπωθούν απόψεις περί του τι πρέπει να ακολουθήσει και αν πρέπει να «αφεθεί ως έχει το φρούριον (Ακρόπολις) ή ποία μέτρα πρέπει να ληφθούν αν αποφασισθή η κατεδάφισις (!)». Στο συμβούλιο πέφτουν πολλές γνώμες… Ότι σε 3.000 ανέρχονται όλοι κι όλοι οι άνδρες της πόλεως που μπορούν να πολεμήσουν, ότι αυτοί δεν είναι αρκετοί να προφυλάξουν την πόλη σε περίπτωση που ο εχθρός ανασυνταχθεί και επιτεθεί σε ανοικτό πεδίο, ότι ακόμα κι αν δαπανηθούν τα χρήματα που έχουν τάξει οι πλούσιοι Αθηναίοι, δεν θα είναι αρκετά για τη φρούρηση της πόλης, ότι θα πρέπει να υψωθεί προστατευτικό οχυρό, για το οποίο χρειάζονται χρόνος πολύς και χέρια, τα οποία όμως είναι πολύτιμα στη μάχη, ότι, ότι, ότι…
Η απόφαση που λαμβάνεται εντέλει σ΄ εκείνο το πολύωρο πολεμικό συμβούλιο, αφήνει τους Αθηναίους άφωνους: «Γενομένης συζητήσεως και εξετασθέντων όλων των υπέρ και κατά, απεφασίσθη ομοφώνως η εκκένωσις της πόλεως και η εγκατάλειψις αυτής ως είναι και ευρίσκεται. Απεφασίσθη τέλος η μεταφορά των κατοίκων εις το βασίλειον του Μορέως, όπου θα παραχωρηθούν εις αυτούς σπίτια και γαίαι και ούτως θα ζήσουν ευτυχείς υπό την προστασίαν του Γαληνοτάτου Πρίγκηπος. Ως προς το φρούριον, επειδή παραμένουν ακόμα εκεί ημέτερα στρατεύματα, θα ληφθή απόφασις εις προσεχή συνεδρία του πολεμικού συμβουλίου»! («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ – Τουρκοκρατία – Περίοδος δεύτερη 1687-1821 / Δ. Γέροντα)
Συμπληρωματικά στην απόφαση των Ενετών να εκκενώσουν την πόλη, φαίνεται πως λειτουργεί και επιδημία πανώλης… Όπως αναφέρει στο δικό του χρονικό με τίτλο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ» (έκδοσις 1902) ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς «… η πρόσκαιρος ευπραγία των Αθηναίων διεταράχθη εκ της επεκτάσεως της πανώλους. Οσημέραι η ολεθρία νόσος, αφού εθέρισε την Πελοπόννησον, καίτοι μεγάλως ελαττωθέντος και αραιωθέντος του πληθυσμού αυτής εκ των αλλεπαλλήλων πολεμικών καταστροφών, ανήρχετο νυν και εις την Στερεάν Ελλάδα. Μεσούντος του Δεκεμβρίου (1687) ανεφάνησαν πολλά κρούσματα μεταξύ του στρατού, προσεβλήθησαν δε και τινες Αθηναϊκαί οικογένειαι…».
Για δε τα μνημεία στον ακριβό βράχο της Ακροπόλεως, θεός και διάβολος βάζουν το χέρι τους να διασωθούν… Όχι επειδή ο Μοροζίνι σέβεται την πολιτιστική και ιστορική τους αξία, αλλά σκέφτεται πως αν κατεδαφίσει ό,τι υπάρχει στον βράχο, σε περίπτωση νίκης της Γαληνότατης και επιστροφής των Ενετών στην Αθήνα, θα χρειαστεί να χτίσει πάλι οχυρό.
Οι Αθηναίοι, πάντως, αδυνατούν να δεχθούν ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Αλλά παρά τις ικεσίες και τις αθρόες προσφορές τους προς τους Ενετούς, δεν καταφέρνουν να ακυρώσουν την απόφαση περί φυγής και μετεγκατάστασής τους στην Πελοπόννησο. «Ο πληθυσμός εδέχθη τις διαταγές της αναχωρήσεως ως την πιο άδικη εξορία» θα γράψει ξένος χρονικογράφος.
Σε μία λεπτομερή περιγραφή της πόλης των Αθηνών, ο Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης, κατοπινό μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών και καθηγητής Ελληνικής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπορντώ, Λεόν Μαξίμ Κολινιόν (Léon-Maxime Collignon), σημειώνει ότι την περίοδο της δραματικής για τους ντόπιους απόφασης, οι οικίες της πόλης υπολογίζονται σε 2.050, εκ των οποίων, 1.300 ανήκουν σε γηγενείς Αθηναίους, 600 σε Τούρκους και οι υπολειπόμενες 150 σε Αλβανούς. Περί τους 10.000 κατοίκους υπολογίζεται αυτή την εποχή ο πληθυσμός της πόλης και μαζί με τους στρατιώτες του Μοροζίνι φτάνουν τους 20.000 ανθρώπους.
«Η οδυνηρά αναχώρησις των Αθηναίων από την φίλην πατρίδα τους εστάθη εν Μαρτίω του έτους 1688» καταμαρτυρεί στα πολεμικά του απομνημονεύματα ο αγωνιστής του ΄21 Χριστόφορος Περραιβός, ενώ μοναχός της Μονής Αστερίου Υμηττού στο Μηναίον Μαρτίου διευκρινίζει: «Εις τους 1688 Μαρτίου 14 εμετοικήσαμεν εις Περέαν και εις Σαλαμίνα και Πελοπόννησον».
Πρώτοι εγκαταλείπουν την πόλη οι κάτοικοί της. Ακολουθούν οι Ενετοί. Το τελευταίο πλοίο φεύγει από τον Πειραιά στις 30 Μαρτίου. Μεταφέρει Ενετούς και εναπομείναντες Αθηναίους. Προορίζονται για απομακρυσμένες ενετικές κτήσεις στην Πελοπόννησο, Γαστούνη, Κορώνη, Δημητσάνα, Ναύπλιο, αλλά και για τα νησιά του Ιονίου. Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο. «Περίλυποι και οδυρόμενοι οι Αθηναίοι δια την εγκατάλειψιν της πατρίδος, κατήλθον μετά της κινητής αυτών περιουσίας εις Πειραιά, περιφρουρούμενοι υπό αποσπάσματος ταχθέντος προς υπεράσπισίν των κατά των μισθοφόρων των εκδηλούντων τάσεις προς διαρπαγήν και λεηλασίαν» περιγράφει ο Φιλαδελφεύς.
Οι φτωχότεροι Αθηναίοι αφήνουν τον τόπο πεζοί. Οι πρώτοι θα φτάσουν στον Πειραιά κι από κει θα βρουν βάρκες για Αίγινα και Κούλουρη (Σαλαμίνα). Δεν λείπουν, βέβαια, κι εκείνοι που πονηρώς σκεπτόμενοι επιλέγουν τη μετοίκηση στην Κούλουρη, προκειμένου να βρίσκονται κοντά στην Αθήνα και λάθρα να πλέουν ίσαμε τη γη της για να φροντίζουν τα κτήματά τους, τα λιόδενδρα και τα αμπέλια τους εκεί στη μεγάλη έκταση του ελαιώνα.
Οι τελευταίοι «αδίκως εξόριστοι», πάντως, περπατούν ίσαμε την Κόρινθο. «…παρέμειναν τελευταίοι εν Αθήναις και έχυσαν ούτω το ύστατον και πικρότατον δάκρυ» θα γράψει ο λόγιος Αντ. Μάτεσης. Σε «οδυνηρά αναχώρηση» θα αναφερθεί ο ιστορικός, συγγραφέας Ιω. Μπενιζέλος.
Κι αφού η πόλη απογυμνώνεται από το ζωντανό στοιχείο της, έρχεται η στιγμή να απογυμνωθεί και από τα δείγματα του κλέους της… Λίγο πριν το στερνό ενετικό καράβι στο Πόρτο Λεόνε σηκώσει άγκυρα, ο Μοροζίνι βρίσκει την ευκαιρία να αρπάξει και να κουβαλήσει στη Βενετία, ως τρόπαια των κατορθωμάτων του, αρκετά από τα κάλλιστα έργα της αρχαιότητας, που κοσμούν τον βράχο και την πόλη!
Η λεπτομερειακή περιγραφή του Φιλαδελφέως προκαλεί δάκρυα…
«… εκλέξας τα άριστα, τα επί του δυτικού αετώματος του Παρθενώνος ανάγλυφα, ανεβίβασεν αμέσως και εκ του προχείρου δια κλιμάκων τεχνίτας δια να τα αποσπάσωσιν· αλλ΄ ενώ ανεσήκονον το συγκρατούν αυτά γείσον, διά μιας όλα εκείνα, τα πνοής μόνον στερούμενα συμπλέγματα, ωσεί φρικιάσαντα εκ της επαφής των βεβήλων εκείνων χειρών, απεχωρίσθησαν βιαίως από του υψηλού αετώματος και καταπεσόντα κατά γης συνετρίβησαν εις θρύμματα! […] Ο απαίσιος ούτος ανήρ, ο διά κρημνισμάτων αρξάμενος και εν μέσω ερειπίων τελειώσας το καταστρεπτικόν έργο του, αφού είδε διαφεύγοντα των χειρών του τα ανθρώπινα αγάλματα, έστρεψε την προσοχήν προς τα τετράποδα και συναθροίσας όσους εύρε λέοντας, έναν επί της Ακροπόλεως, άλλον παρά το Θησείον και τρίτον προ του πειραϊκού λιμένος, εφόρτωσεν εις το έτοιμον να εκπλεύση εις Βενετίαν πλοίον. Του αρχηγού το παράδειγμα φιλοτίμως μιμηθέντες και οι παρακολουθούντες αυτόν μισθοφόροι, εφορτώθησαν λαφύρων και κατήλθον πανστρατειά εις Πειραιά, όθεν εξέπλευσαν…».
Στην καρδιά της άνοιξης του 1688, η Αθήνα είναι μια πόλη φάντασμα, που θρηνεί για χαμένα παιδιά της, θρηνεί για την τιμή της, για τη δόξα της, θρηνεί και για τη χαμένη πολύτιμη κληρονομιά της… Σε πολύ λίγο, θα ακολουθεί τη μοίρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, όπως και κάθε μόνος και ανυπεράσπιστος τόπος. Οι Τούρκοι, φρενιασμένοι από την ήττα, επιστρέφουν στη νεκρή πόλη, λεηλατούν και καίγουν. «Ανοίγουν» κλειδαμπαρωμένα σπιτικά, κλέβουν και παραδίδουν στη φωτιά. Αλλά καθώς δεν υπάρχουν πια κάτοικοι χριστιανοί να εργάζονται και να τους συντηρούν, φεύγουν και αυτοί. Κατά διαστήματα εμφανίζονται άτακτες συμμορίες, που αφαιρούν ό,τι πολύτιμο και ημιπολύτιμο έχει απομείνει και σκοτώνουν τους Αθηναίους, που επέλεξαν την Κούλουρη για να βρίσκονται κοντά στα κτήματά τους να έρχονται και να τα φροντίζουν. Η πόλη καταστρέφεται και μόνον τα μνημεία του ένδοξου βράχου της μένουν, τραυματισμένα κι αυτά, με … πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμμένους ανάμεσα στους μαρμάρινους κίονες, να ατενίζουν από ψηλά την ερημιά και τον όλεθρο. Κει πάνω, μάλιστα, έχουν ξωμείνει κάποιοι λίγοι ντόπιοι, που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και τώρα πια προσπαθούν με το τίποτα να επιβιώσουν…
Η ηγουμένη Ελισάβετ της μονής του Αγίου Ανδρέα περιγράφει: «… η πόλις ημών Αθήνα ου μόνον εκουρσεύθη αλλά και σχεδόν με αφανισμόν ερημώθη, φευ της τύχης, η πρώην λαμπρά και εξ οικείας ευσπλαχνίας, πάλιν του Θεού βουλομένου, ήρξατο διά να συνάζεται· η μονή μας όμως του Αγίου Ανδρέα μέρος μεν διεφθάρη, μέρος δε κίνδυνον επιφέρει διά να πέση…».
ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ – Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ο χρόνος περνά και η σιωπή στην Αθήνα γίνεται όλο και πιο εκκωφαντική. Ο αττικός αέρας «χτενίζει» ανεμπόδιστα ό,τι έχει απομείνει όρθιο, τα σπίτια της, τα χαμόσπιτα που δεν αντέχουν, καταρρέουν, τα μισο-καμένα δένδρα πετούν «ματάκια» και θεριεύουν, η χλωμή, άρρωστη πρασινάδα της εγκατάλειψης κυριεύει δρόμους και αυλές και τα τρωκτικά αλωνίζουν στο αποκλειστικά δικό τους βασίλειο.
Έχουν περάσει για τα καλά δύο χρόνια, διανύουν ήδη τον τρίτο, μακριά από τον τόπο τους κι αφού δεν βλέπουν φως επιστροφής από τους Ενετούς, οι εξόριστοι Αθηναίοι αποφαίνονται πως πληρώνουν τον αφορισμό τους που εκβίασε από τον Πατριάρχη η Υψηλή Πύλη, όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία των Αθηναίων με τους Ενετούς, προκειμένου να απαλλαχθούν από το τουρκικό φέσι. Δι επιστολής τους προς το Πατριαρχείο, αποφασίζουν να ζητήσουν συγγνώμη από τον Κύριο και τον ιεράρχη… Η συγχώρεση φτάνει χωρίς καθυστέρηση και καθώς υποστηρίζουν χρονικογράφοι της εποχής, το Πατριαρχείο, εκτός από το αίτημα συγγνώμης προς τον Κύριο, είναι αυτό που διαβιβάζει προς την Πύλη την παράκληση περί… αμνηστίας των «απείθαρχων» Αθηναίων, χαρακτηρίζοντάς τους μάλιστα ως «θύματα της ευπιστίας των και της βενετικής καταχθονιότητος»…
Οι δε Ενετοί, πικαρισμένοι από την επιμονή των Αθηναίων να επιστρέψουν στον τόπο τους, «παρότι εφέρθησαν γενναιοφρόνως προς αυτούς», προβάλλουν διαρκώς και συστηματικά εμπόδια, γεγονός που προκαλεί την αγανάκτηση των Ρωμιών, οι οποίοι καταφεύγουν σε διαρκή διαβήματα προς την Πύλη…
Στα τρία χρόνια ο Οθωμανός επιστρέφει σωτήρας και θριαμβευτής! Αναλαμβάνει, μάλιστα, την αποκατάσταση των ζημιών, ξεκινώντας με τα τείχη της Ακρόπολης, τα οποία μισογκρέμισαν φεύγοντας οι Ενετοί, έργο που θα ολοκληρωθεί το 1708. Ο δε βοεβόδας, Μουσταφά, θεωρώντας ότι επιτελεί σπουδαίο έργο, φροντίζει να αναρτηθεί και πομπώδης επιγραφή στην πύλη του μνημείου, επιδιώκοντας μερίδιο στην ιστορία της πόλης: «…του υψηλού τούτου οχυρώματος ως προασπίσματος κατά των ομμάτων των εχθρών…».
Οι Αθηναίοι επιστρέφουν κατά ομάδες από τις αρχές του 1690. Μαζί τους και κάμποσοι νέοι φτωχοί ραγιάδες της Πελοποννήσου, που αναζητούν νέα ελπίδα στη νέα πόλη. «Ικανοί εν τούτοις Αθηναίοι διέμειναν οριστικώς εν τη ξένη» σημειώνει στο δικό του χρονικό ο ακαδημαϊκός Δημήτρης Καμπούρογλου. «Π.χ. οι Ροϊδαι εις την Ζάκυνθον, απόγονοί τινες του Λίμπονα εν Κορώνη, οι Καπετανάκαι εν Μάνη, οι Ρέντηδες εν Κορίνθω, οι Δούσμανοι εν Ηλεία και κατόπιν εν Κερκύρα, οι Ρούφοι εν Πάτραις και άλλοι αλλαχού». Στην πραγματικότητα, η μη επάνοδος των οικογενειών αυτών αποδίδεται σε φόβο για αντίποινα εκ μέρους των «προδοθέντων» Τούρκων. Μόνο που και εκείνοι δεν επιστρέφουν όλοι στην Αθήνα. «Αλλά και οι Τούρκοι των Αθηνών, οι οποίοι μετά την συνθηκολόγησιν εγκατέλειψαν τας Αθήνας κατά το έτος 1687, δεν επέστρεψαν όλοι και μετά την επάνοδον των Αθηναίων, στας Αθήνας. Ούτω δε ο αριθμός των κατοίκων της πόλεως και μετά τον ολοκληρωτικόν επαναπατρισμόν, εκυμαίνετο μεταξύ 10.000 και 12.000, τον αριθμό δε αυτόν, με μικρές μεταλλαγές, διετήρησαν αι Αθήναι μέχρι της Ελληνικής Επαναστάσεως» γράφει ο Γέροντας. Ο δε Γάλλος περιηγητής Paul Lucas αναφέρει πως ελάχιστοι ήταν οι Τούρκοι που επέστρεψαν και το πρώτο που φρόντισαν, ήταν να φτιάξουν δύο τζαμιά στην Ακρόπολη… Ο ίδιος σημειώνει πως τα σπιτικά των Αθηναίων που δεν επέστρεψαν, ήταν ικανά να «φιλοξενήσουν» όποιον ξένο τα καταλάμβανε… Τόσο αυτές οι «ορφανές» κατοικίες, όσο και αρκετές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, δεσμεύτηκαν από το οθωμανικό κράτος, βάσει του τουρκικού Δικαίου, σύμφωνα με το οποίο αν οι κάτοικοι χωριού, ή πόλεως, είτε όλοι είτε μερικοί, αναχωρήσουν άνευ ικανής δικαιολογίας και δεν επανέλθουν για διάστημα τριών ετών, η ακίνητη περιουσία τους περιέρχεται στο κράτος.
Η διαδρομή, πάντως, που ακολούθησαν μετά αυτές οι περιουσίες, ουδόλως τιμητικά αξιολογήθηκε για τους Αθηναίους ραγιάδες… Κατά τον συγγραφέα άλλου έργου περί την «Ιστορία των Αθηνών», Ιωάννη Μπενιζέλο, κάποιες μεγάλες οικογένειες -ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνει και το όνομα της δικής του- όπως οι Παλαιολόγοι και οι Λατίνοι, πέτυχαν από την Υψηλή Πύλη την αγορά -αντί… πινακίου φακής- των «ορφανών» υποστατικών και τα «μοσχοπούλησαν» -δίκην κερδοσκοπίας, όπως υπαινίσσεται ευθέως ο συγγραφέας- σε ενδιαφερόμενους αγοραστές.
Ωστόσο, άλλες μαρτυρίες σφραγίζουν τόσο την ορθή εκτίμηση της γης, όσο και τη διαφάνεια και τη νομιμότητα της διαδικασίας των αγοραπωλησιών. Σε έγγραφο τίτλο ιδιοκτησίας («χοτζέτι»), που έκτοτε διεσώθη, αναφέρονται ως «εκμισθωτές» οι ιδιοκτήτες των ορφανών αυτών γαιών «κάτοικοι Αθηνών όντες, προσηρτήθησαν κατά την νίκην των απίστων (Ενετών) και υπήχθησαν εις την χώρας αυτήν». Περαιτέρω, δε, σημειώνεται ότι δια της «σουλτανικής εγκρίσεως», εδόθη άδεια «να πωληθούν και παραδοθούν κατά τον νόμιμον τρόπον στους αγοραστάς» -μετά την καταβολή ικανού τιμήματος- λεπτομερώς απαριθμούμενα ακίνητα. Στο έγγραφο είναι καταχωρημένα τα πλήρη στοιχεία των ιδιοκτητών που έφυγαν και ουδέποτε επέστρεψαν, καθώς και τα στοιχεία εκείνων που αγόρασαν τις «αδέσποτες» ιδιοκτησίες.
Συμπερασματικά, με μακρά απόσταση από τα τεκταινόμενα και με το μάτι του ανεπηρέαστου παρατηρητή, η πρόσκληση των Ενετών στην Αθήνα από τους ίδιους τους ραγιάδες, απεδείχθη μοιραίο λάθος. Η ιστορία έδειξε ότι η πρόσκαιρη -εντέλει- ευπραγία των Αθηναίων την περίοδο της δυτικής κυριαρχίας, η άδικη εξορία τους και επάνοδος στην έρημη πόλη τους τρία χρόνια μετά, σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας δουλείας, πολύ πιο απαίσιας, πολύ πιο ταπεινωτικής από την προηγούμενη, που τους επεφύλαξε βίο καθ΄ όλα αθλιότερο. Αλλά πώς μπορεί κανείς να κρίνει έναν λαό, που για αιώνες προσπαθούσε να απαλλαχθεί από τους δυνάστες του;
Διακόσια χρόνια ύστερα από εκείνη τη μοιραία για τους Αθηναίους «ανταρσία», ο Γάλλος ιστορικός – αρχαιολόγος Charles Ernest Beulé θα δημοσιεύσει: «… Μία πόλις ερειπωμένη, τα αριστουργήματα της τέχνης μερικώς εκμηδενισθέντα, ένας χριστιανικός λαός εναντιωμένος στους κυρίους του, εν συνεχεία δε εγκαταλελειμμένος στην εκδίκησή τους, ήταν αληθινά ένα ένδοξο κατόρθωμα. Τι έκαναν περισσότερο οι βάρβαροι;».
AΠΕ