Κυριακή 13 Αυγούστου 1944. Οι Ναζί περικυκλώνουν τα Ανώγεια. Ψάχνουν να βρουν αντάρτες, αντιστασιακούς. Ψάχνουν, ρωτούν τους κατοίκους, απάντηση δεν παίρνουν και η απόφαση του διοικητή του Φρουρίου Κρήτης, στρατηγού Μίλλερ, ως διαταγή γίνεται άμεση εκτελεστέα. Κάψιμο και ισοπέδωση των Ανωγείων, ένα ολοκαύτωμα που κράτησε μέχρι την 5η του Σεπτέμβρη απλά και μόνο γιατί, όπως ανέφερε η διαταγή:
«Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρον της αγγλικής κατασκοπίας εν Κρήτη και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το φόνο του λοχία φρουράρχου Γενί-Γκαβέ και της υπ’ αυτόν φρουράς και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλον και προστασίαν οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με τον στρατηγόν Φον Κράιπε χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ΙΣΟΠΕΔΩΣΙΝ τούτων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου»…
Εκτελέσεις αμάχων, βία, καταπάτηση κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ακόμη και τους άντρες που χρησιμοποιούσαν ως δούλους μεταφορείς για τα κλοπιμαία τους που μετέφεραν στο χωριό Σείσαρχα και αυτούς μετά τους εκτελούσαν. Μαρτυρίες και καταγραφές φέρνουν στην επιφάνεια ιστορίες ανθρώπων που αρνούμενοι ή ακόμη και ανήμποροι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, δολοφονήθηκαν, εκτελέστηκαν και θάφτηκαν στα ερείπια του μίσους και του ολοκαυτώματος.
Στα χέρια και τις πράξεις των Ναζί, πράξεις παγκόσμιας κατακραυγής, παραδίδονται 940 σπίτια, κόποι μιας ολόκληρης ζωής από ορεσίβιους ανθρώπους ενός σκληροτράχηλου τόπου, που σκεπάστηκε όμως από τη σκληρότητα των κατακτητών καταγράφοντας στην ιστορία το 3ο ολοκαύτωμα των Ανωγείων 120 χρόνια μετά τα ολοκαυτώματα από πλευράς των Τούρκων. «Την ιστορία του χωριού θα πω με λίγα λόγια, πως τρεις φορές το κάψανε μα πάλι είναι Ανώγεια» λέει στη Μαντινάδα του ο Αριστείδης Χαιρέτης.
Όμως… Το χρέος των παππούδων, το γονιών προς τα παιδιά τους, όλων των Ανωγειανών προς τις επόμενες γενιές, δίνει τη δύναμη και πάλι τα Ανώγεια να ξαναχτιστούν… «Εδώ η πέτρα σου μιλεί και ο Βοριάς σου γνέφει, εκείνος που τα αφρουκαστεί, ελπίδες μόνο θρέφει», αναφέρει ο Μαντιναδολόγος Λευτέρης Μπέκρης που όπως είπε και στο Αθηναϊκό Πρακτορείο: «κανείς σε τούτο τον τόπο δεν μπορεί να φανταστεί ότι θα κλείσει τα μάτια του χωρίς να έχει κάμει το χρέος του». Και το χρέος δεν είναι άλλο πέρα από το χρέος που έχουν οι Κρητικοί στην Ράτσα όπως έλεγε και ο Καζαντζάκης, ο οποίος ήταν μέλος από συστάσεως στις 17 Ιουνίου του 1945 της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων Κρήτης (Κ.Ε.Δ.Ω.Κ.) και μαζί με τους, καθηγητή Ιωάννη Καλιτσουνάκη, καθηγητή Ιωάννη Κακριδή, και τον Φωτογράφο Κωνσταντίνο Κουτουλάκη από άκρη σε άκρη της Κρήτης κατέγραψαν με κόπους και θυσίες κάθε ωμότητα τόσο από τους Ιταλούς όσο και από τους Γερμανούς κατακτητές.
Οι Ανωγειανοί, πήραν την απόφαση πέρα από το θρήνο και τις μαύρες μέρες και έχτισαν την ‘Ανω Γη του Ψηλορείτη, από την αρχή. Συνέχισαν έως και σήμερα να μάχονται, τις βροχές, το χιόνι, τους αέρηδες, να συμφιλιώνονται με τη φύση και να ατενίζουν τον καυτό ήλιο και τη λάμψη του, χωρίς να μισοσφραγίζουν τα μάτια τους. Με αυτά τα μάτια της περηφάνιας βλέπουν στον ορίζοντα τον κόσμο που πάντα ονειρεύονται και φαντάζονται. Τον κόσμο που αναφέρουν στα τραγούδια τους, στις μαντινάδες τους, στα κείμενα τους, στα βιβλία και τα παραμύθια τους προς τα παιδιά. Τον κόσμο του έρωτα, της αγάπης, του πολέμου για λευτεριά, ενός κόσμου ντυμένου με το πέπλο της δημοκρατίας, φιλόξενου και αλληλέγγυου, του κόσμου που περήφανα μπορεί από τις στάχτες του πάντα να ξαναγεννιέται. Γι’ αυτό οι Ανωγειανοί μπορούν και μόνοι τους και με άλλους ανθρώπους… Μπορούν να αντέχουν, να γιατρεύονται και να παίρνουν από το χέρι τα μικρά κοπέλια και τις κοπελιές για να τους διδάξουν, να μη σκύβουν το κεφάλι. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι νέοι των Ανωγείων δεν εγκαταλείπουν το χωριό και παραμένουν στις δυσκολίες για επιβίωση πρωταγωνιστές.
Μιλούν με μαντινάδες και λένε: «T’ Ανώγεια είναι ο κορμός τα φύλλα ειν’ οι άλλοι, κι όποιος τσι ρίζες του ξεχνά είναι ντροπή μεγάλη». «Του τόπου η παράδοση πρέπει να συνεχίσει, Ανωγειανός γεννήθηκες, το χνάρι σου μη σβήσει». «Φύγετε σύννεφα ‘πο μπρος, ο ήλιος να προβάλλει, για δε μπορώ να τη θωρρώ ..τη καταχνιά σας πάλι».
ΑΠΕ