Ομολογώ ότι δεν είχα δει τον Μεγαλέξαντρο, όμως δίχως αυτόν ο Αγγελόπουλος είναι ολότελα λειψός, ακρωτηριασμένος, σαν το κεφάλι του ήρωα στο τέλος της ταινίας, το μαρμάρινο κεφάλι που εξαντλεί τους αγκώνες του Σεφέρη, το οποίο για τον Αγγελόπουλο δεν είναι η αρχαία κληρονομιά, ή δεν είναι μόνον αυτή, αλλά η σύγχρονη ιστορία.
Ο σπουδαίος κινηματογραφιστής, θεωρώ πως φύτεψε στο σελιλόιντ τη σπουδαιότερη δημιουργία του κι εμείς δρέπουμε την αδιάλειπτη καρποφορία της. Νομίζω πως όλα τα συστατικά της είναι βαλμένα στη σωστή αναλογία και ότι, καίτοι μη πρωτότοκη, συμπηγνύει όλο τον κινηματογραφικό, όλο τον καλλιτεχνικό του στοχασμό, αφού πρόκειται για μήτρα, είναι δηλαδή μια ταινία καταγωγική, που πετυχαίνει το εξής θαυματουργό, βγαίνει έξω από τον χρόνο, έξω από την Ιστορία, μιλώντας για την ανθρώπινη μοίρα, ως έναν παράδεισο ή έναν εφιάλτη, καταπώς την όρισε ο Τζόυς. Η ιδέα της ένωσης στο πρόσωπο του Μεγαλέξαντρου των Κλεφτών και των Αρματολών, των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης και των καπεταναίων του αντάρτικου είναι ιδιοφυής, όπως καθετί αυτονόητο και απλό.
Ο Αγγελόπουλος καταφέρνει με τον υπαινιγμό και τη λιτότητα, με την οικονομία των μέσων να απεικονίσει, να εκδραματίσει την άνοδο και την πτώση ενός ανθρώπου και μιας ιδέας, τη γέννηση και τον θάνατό της, την άυλη αιωνιότητά της, που δεν αφαιρεί το ανθρώπινο, το συλλογικό, το πανανθρώπινο βάρος της. Καταφέρνει επίσης να δείξει το πέρασμα της Ελλάδας από μια αγροτική σε μιαν ακρωτηριασμένη και στρεβλή αστική ύπαρξη, μη εξιδανικεύοντας, αλλά αναδεικνύοντας το αυθεντικό. Οι διάλογοι ελάχιστοι, όμως δραστικά δραματικοί, αφήνουν στην εικόνα, στην κάμερα, την αφήγηση, στις κυκλοτερείς της κινήσεις, την αλήθεια ότι και η κίνηση της ιστορίας είναι όμοια, κυκλική, φαρσική και δραματική συνάμα· συνομιλώντας με τον Αντονιόνι, τον Παρατζάνοφ, Μύθος και Ιστορία μπολιάζει ο ένας την άλλη, το μέλλον το παρελθόν, γεννώντας το παιδί της τέχνης, δηλαδή το αιώνιο παρόν. Με μια κίνηση της κάμερας ο Αγγελόπουλος περνά από το ατομικό στο κοινωνικό, μνημειώνοντας την αγριότητα και την ομορφιά της φύσης, τον Κόσμο. Τα μακράς διάρκειας πλάνα του φρονώ πως είναι κοντύτερα στον τρόπο που το μάτι αντιλαμβάνεται την ύπαρξη, έπειτα δημιουργούν μιαν ενότητα ή μάλλον την αναδεικνύουν μ’ έναν ρυθμό χορευτικό, που έχει υφέσεις και εξάρσεις, παρ’ ότι δείχνει επίπεδος, σαν το ήρεμο ποτάμι. Παραφράζοντας τον μεγάλο Ιρλανδό, ίσως ο Αγγελόπουλος θα έλεγε: η Ιστορία είναι ένας εφιάλτης τον οποίο προσπαθώ να χορογραφήσω. Ίσως την αργή ταχύτητα να την επιτάσσει και να την ερμηνεύει η βραδυπορία της όρασης μέσα στην ομορφιά ή στη σαγήνη της φρίκης, επειδή θέλει να θηλάσει όλη την εικόνα, θαρρείς και η ψυχή θέλει την ομορφιά σαν ένα εισιτήριο για τον παράδεισο ή ως απαντοχή για την κόλαση.