Κατ’ επανάληψη ταυτισμένος με τη γένεση και την άνοδο του ελληνικού εθνικισμού, ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) είναι ένα πολυσυζητημένο μέχρι και τις ημέρες μας πρόσωπο, που έχει εξάψει το ενδιαφέρον όχι μόνο για τις πολιτικές του απόψεις και για την ιδεολογία του, αλλά και για τον ερωτικό του δεσμό με δύο εκ διαμέτρου αντίθετες γυναίκες: την Πηνελόπη Δέλτα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Στον τόμο «Τα ‘’κρυμμένα’’ ημερολόγια», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, σε εισαγωγή, επιμέλεια και σχόλια Νώντα Τσίγκα, και με πρόλογο του Μάρκου Φ. Δραγούμη, έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τόσο την πολιτική πορεία του Ίωνα όσο και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν οι σχέσεις του με τη Δέλτα και την Κοτοπούλη.
Πρόκειται για τα ημερολόγια τα οποία κράτησε για το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1912 μέχρι και τον Αύγουστο του 1913, για την εποχή με άλλα λόγια κατά την οποίαν ξεσπάει και ολοκληρώνεται ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Παρά το ότι μέρος των ημερολογίων του Δραγούμη έχει κυκλοφορήσει από καιρό (ο Τσίγκας υπόσχεται τώρα την περάτωση της δημοσίευσής τους), καθιερώνοντας τη θέση του ως διακεκριμένου πεζογράφου, τα ανά χείρας χειρόγραφα δεν έχουν ξαναδεί το φως της δημοσιότητας μολονότι καλύπτουν μίαν εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο – από την απόλυτη πολιτική επικράτηση του Βενιζέλου και την παράδοση της Θεσσαλονίκης εκ μέρους των Οθωμανών στον ελληνικό στρατό μέχρι την ανάρρηση του Κωνσταντίνου στον θρόνο.
Ο θαυμασμός του για την Κοτοπούλη
Έχοντας λάβει μέρος εθελοντικά στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στενός συνεργάτης και συμπαραστάτης του Παύλου Μελά στον Μακεδονικό Αγώνα, διπλωμάτης από τις αρχές του 20 αιώνα και έφεδρος δεκανέας πεζικού κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ο Δραγούμης δεν παύει να εκφράζει σε κάθε σχεδόν σελίδα του ημερολογίου του την αγάπη και τον θαυμασμό του για την Κοτοπούλη (ζουν μαζί στο μικρό της σπίτι στην Ακρόπολη) και δεν διστάζει να αναγνωρίσει το παλαιό του αίσθημα για τη Δέλτα ενόσω προετοιμάζεται για ένα είδος επανασύνδεσης μαζί της, αν και θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, μέχρι τη δολοφονία του ύστερα από την πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι, με την Κοτοπούλη.
Πιστός οπαδός του βασιλιά Κωνσταντίνου και ορκισμένος αντιβενιζελικός, μονίμως επικριτικός για τη συμμαχία του Βενιζέλου με τη Βουλγαρία και τη Σερβία εναντίον της Τουρκίας, παρά το γεγονός ότι παίρνει προσωπικά μέρος στην υπογραφή της συμφωνίας παράδοσης της Θεσσαλονίκης, με συνεχείς επικλήσεις στην ιστορία της ελληνικής φυλής, όντας πολιτικά ανεδαφικός, αν όχι και εντελώς άστοχος, ο Δραγούμης βρίσκεται, εντούτοις, πολύ μακριά από τον οποιονδήποτε μονόχνοτο εθνικισμό (κάποιοι του έχουν καταλογίσει μέχρι και «πρωτοφασιστική» ιδεολογία). Και μολονότι από τον Μακεδονικό Αγώνα μέχρι και τον θάνατό μετατοπίστηκε πολλές (τουλάχιστον τρεις) φορές από το ιδεολογικό του πλαίσιο, στα συγκεκριμένα ημερολόγια οι θέσεις του παρουσιάζουν μεγάλη σταθερότητα. Το έθνος είναι για τον Δραγούμη ευρύτερο του κράτους (απεχθάνεται το σύγχρονο ελληνικό –και βενιζελικό- κράτος) και οι Έλληνες που ζουν έξω από τα όριά του πρέπει να υποστηριχθούν όχι για να μεγαλώσει το κράτος μα για να συνυπάρξουν με τους λαούς των τόπων τους σε επίπεδο ισότιμων κοινοπολιτειών. Εδώ ο Δραγούμης θα ονειρευτεί μέχρι και ένα κοινό μικρασιατικό κράτος με την Τουρκία, αν και μιλάει τακτικά για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Παρά επίσης τα όσα σχετικά έχει χρεωθεί ο Δραγούμης, οι πεποιθήσεις του δεν στρέφονται εναντίον της Δύσης. Εκείνο που πρωτίστως θέλει είναι να περάσει η Ελλάδα, μέσω του ήδη αφομοιωμένου δυτικού πολιτισμού, από τον βυζαντινό λογιοτατισμό στη δημοτική παράδοση: δημοτικά τραγούδια, ιστορικές παραδόσεις, λαϊκά τραγούδια, αρχιτεκτονική, παροιμίες, παραμύθια, ακόμα και παιδικά παιχνίδια. Έτσι θα ανθίσουν για τον Δραγούμη οι πραγματικές πηγές του έθνους και του νέου ελληνισμού, που σε συνδυασμό με τον δημοτικισμό θα δημιουργήσουν ένα καινούργιο μίγμα, όπου κανένας πολιτισμός δεν θα μπορεί να εμφανίζεται ως μοναδικός – ένα μίγμα Ανατολής και Δύσης με τη λογοτεχνική σφραγίδα του Μορίς Μπαρές και του Νίτσε.
Κατά τα άλλα, δεν γίνεται παρά να απολαύσει κανείς τη λατρεία του Δραγούμη για τη φύση και τους περιπάτους ή την αγάπη του για τη Μαρίκα, παρακολουθώντας επίσης τη μόνιμη στενοχώρια του για την έλλειψη οικονομικής άνεσης. Εντυπωσιάζει επιπροσθέτως από τη μια πλευρά η αίσθηση υγείας και κάθαρσης που αποπνέουν οι παραπομπές του στον πόλεμο και από τη άλλη η λύπη του για την κατάσταση του ελληνικού στρατού στο βαλκανικό μέτωπο: μιζέρια, απουσία θάρρους, κακοδιοίκηση, μικροϋπολογισμοί, παρακμιακό πνεύμα (βλ. την αδημοσίευτη επιστολή του στο περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας).
Αντιφατικός, πολιτικά και ιδεολογικά απρόβλεπτος, αιθεροβάμων, αλλά και οραματικός, με κάθε άλλο παρά μεροληπτικό υπέρ της Ελλάδος πνεύμα, σπουδαίος παρατηρητής της καθημερινότητας, όπως και με μια ολοζώντανη, πηγαία και παντελώς ανεπιτήδευτη γλώσσα: αυτός είναι ο Ίων Δραγούμης των «κρυμμένων» ημερολογίων για τον οποίον μέλλει να κάνουμε πολλή συζήτηση ακόμα, όπως κι αν τον ζυγίσουμε ή τον αποτιμήσουμε εντέλει.
ΑΠΕ