Μπορεί το μεγάλο ανοιχτό βορινό παράθυρο και η θέα προς το Βίτσι, μπορεί η μεγάλη βιβλιοθήκη και τα γραπτά στο γραφείο, οι ζωγραφιές και τα σχέδια ή της Πέρσας τα τσακίρικα μάτια λέω μπορεί … να μη σ’ έχουν πια άγρυπνο σαρωτή τους.
Ίσως η πόλη που τόσο αγάπησες, τα σοκάκια που περπάτησες, τα σπίτια που μας έφτιαξες, οι άνθρωποι που ανάμεσά τους έζησες να μην σε χαίρονται πια.
Όμως αγαπημένε Νίκο αυτό που μένει περισσότερο είναι αυτό που φεύγει.
Γι αυτό πώς να σε αποχαιρετήσω;
Θα είσαι εδώ στις κουβέντες μας, στα βιβλία, στους στίχους, στα πινέλα και στα χρώματα, στους περιπάτους και στις κρυφές μουσικές, στις αλληλογραφίες και στα κεράσματα, στις γιορτές, στα μάτια των δικών σου.
Θα είσαι εδώ αόρατος διαβάτης στα καλντερίμια της αρχόντισσας, πουλί άπιαστο στα ακροκέραμα της, στυλοβάτης στις μικρές μας εκκλησιές, πνεύμα ανήσυχο και αστραφτερό, αερικό στα δέντρα του Ξενία.
Θα είσαι εδώ ως παρακαταθήκη, ως φάρος και ως παράδειγμα.
Ως αρχιτέκτων της σκέψης και ως ποιητής των γραμμών.
Εδώ γιατί ίδρωσες, μάτωσες να ιδείς πέρα από το φέγγος της ξερολιθιάς, τα μυστικά του αρχιμάστορα, τους Πελεκάνους ν’ ανασταίνουν ωραίες κοινότητες. Δικιά μας πια βαριά ευθύνη κι έγνοια βασανιστική να μη γονατίσουμε στις τραχιές τις ανηφόρες.
Καλό ταξίδι.
Στους λεμονόκηπους των αστεριών.