“Τον παλιό εκείνον καιρό που ήμουν νέος είδαν πολλά τα μάτια μου –και αλλιώτικα και συνηθισμένα- πολλά και παράξενα και όμορφα κορίτσια που δεν τα θυμάμαι όλα. Πόσες νύχτες δεν έμεινα άυπνος να μετράω τις σκέψεις και τις λαχτάρες μου. Μια ζωή γεμάτη ορμή, φτώχεια, κέφι και αμεριμνησία. Δεν λογάριαζα εμπόδια, ήμουνα νέος και αυτό έφτανε.
Τώρα κάθομαι στον καναπέ και τίποτε ή σχεδόν τίποτα δεν μοιάζει να μπορεί να με σηκώσει από εκεί, αλλά τότε, α τότε όλα βάζανε φωτιά στα μπατζάκια μου και η καρδιά μου έβραζε.
Για το κορίτσι που θα σου πω, δεν θέλω να μου πεις λέξη. Μόνο να ακούσεις. Η πρώτη γυναίκα (λέω) που θα σου κάνει έρωτα με τρυφερότητα σε καθορίζει σαν άντρα και εμένα εκείνη με γέμισε γλύκα και μου έμεινε αξέχαστη. Φαντάρος ήμουνα τότε, και στο σώμα μου φώλιαζαν χίλιες δυο λαχτάρες, μικρές, μεγάλες, όλες απραγματοποίητες, φανταστικές προσδοκίες μου ζάλιζαν το κορμί και την σκέψη.
Εκείνα τα χρόνια όλα ήταν δύσκολα. Η κοινωνία έψαχνε τρόπο να πλουτίσει, είχε βαρεθεί την φτώχεια, τον πόλεμο, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Εργολάβοι πέφτανε με λαιμαργία πάνω σε κτίρια, τα γκρεμίζανε σε μια νύχτα, και στην θέση τους χτίζανε πολυκατοικίες. Σε χρόνο ρεκόρ οι πόλεις αλλάζανε πρόσωπο, δρόμοι με χαμηλά νεοκλασικά σπίτια και μεγάλες αυλές, μετατρέπονταν σε κεντρικές λεωφόρους με ψηλές κατασκευές χωρίς ταυτότητα.
Στην άκρη μιας τέτοιας πόλης που υπηρέτησα την θητεία μου, ήταν «το Σπίτι». Έτσι, με στόμφο το προφέρανε οι πιο παλιοί, εκεί επιθυμούσαμε σφοδρά να βρεθούμε μια μέρα οι καινούργιοι. Το σύμβολο του έρωτα για μας άνθιζε σε εκείνη την βρώμικη άκρη της πόλης, εκείνο που το λαχταρούσαμε με απερίγραπτη ανυπομονησία. Ήμασταν μια παρέα από πέντε θεόφτωχα, χαρούμενα αγόρια που σκαρώναμε σχέδια και κάναμε θυσίες για να περάσουμε την πύλη που θα μας έκανε από αγόρια άντρες, και που στα μάτια μας φάνταζε σαν την Πύλη του Παραδείσου.
Ένα Σάββατο απόγευμα λοιπόν, αναψοκοκκινισμένοι και γεμάτοι κρυφή αγωνία, ανεβήκαμε τα πέντε σκαλιά και αποφασιστικά ανοίξαμε τη πράσινη ξεβαμμένη πόρτα του σπιτιού. Μια ευχάριστη μυρωδιά ξεχυνόταν στον διάδρομο, και εμένα με κυρίευσε μια γαλήνη και μια αγωνία, σαν εκείνη που όταν ήμουνα πιτσιρίκι χάιδευα τα άσπρα πόδια της γυναίκας του φούρναρη και εκείνη γέλαγε «άστο καλέ, μην το πονηρεύεις» έλεγε στην μάνα μου.
Μπήκαμε στο σαλόνι. Πέντε νεαροί άντρες, ένα μπουκέτο από ανασφαλή αγόρια μπροστά σε μια αφρισμένη θάλασσα. Οκτώ θηλυκές υπάρξεις σήκωσαν τα μάτια τους, «βρε καλώς τα» νόμισα πως άκουσα, έκανα ένα βήμα πίσω, ξαφνικά ήθελα να φύγω, κάποιος με σκούντηξε, έμεινα ακίνητος και κοίταζα σιωπηλά.
Τα μάτια μου ακούμπησαν σε ένα ανάλαφρο πρόσωπο με μεγάλα μάτια. Ήτανε πολύ χαριτωμένη, τα είχε όλα όσα ήθελα και κάτι παραπάνω, το βλέμμα μου κόλλησε επάνω της, εκείνη μου έκλεισε το μάτι «έλα» έγνεψε και ενώ εγώ έτρεμα σαν ψάρι, ανεβήκαμε την σκάλα. Όταν γδύθηκε κει με πήρε στην αγκαλιά της νομίζω πως λιποθύμησα, μπορεί και να συνέβη στ’ αλήθεια, χάθηκα και αναστήθηκα και όταν έφυγα από εκεί ήμουνα σίγουρος πως είχα πάρει στην αγκαλιά μου το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου, «ίδια η παναγιά» παραμιλούσα στον δρόμο της επιστροφής.
Σύντομα τα μάθαμε όλα για εκείνη. Ο άντρας της ήτανε ναυτικός και έλειπε χρόνια, την είχε ξεχάσει λέγανε και εκείνη ήτανε μόνο εικοσιοκτώ χρονών και το αίμα της έβραζε. Μια μέρα γνώρισε έναν ξένο, ξετρελάθηκε, τα παράτησε όλα και έφυγε μαζί του. Όταν επέστρεψε δεν την αναγνωρίσανε. Είχε κόψει τα μαλλιά της, το κάποτε όμορφο πρόσωπό της τώρα ήτανε κίτρινο και είχε μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Την ακούγανε τις νύχτες να κλαίει και μετά να τραγουδάει ένα λυπημένο τραγούδι, είχε ωραία φωνή και το ανοιχτό παράθυρο την άφηνε να ξεχυθεί στον δρόμο και να φτάσει μέχρι την θάλασσα. Συμπεράνανε πως τον είχε αγαπήσει πολύ εκείνον τον ξένο, εκείνος όμως όχι, και πως η ζωή συνεχίζεται.
Μια μέρα εκείνη σταμάτησε να κλαίει και αποφάσισε πως τελείωσε και με την πίστη και με την αγάπη. Τις έκλεισε και τις δύο σε ένα σεντούκι και πέταξε το κλειδί στην θάλασσα. Διάλεξε τότε να πέσει σε μια φωλιά από άντρες έτοιμους για όλα, έτοιμη για όλα κ εκείνη, λευκή σελίδα σε μια νέα ζωή χωρίς όρια και όρους.
Εμείς πάλι συνεχίσαμε το πήγαινε έλα στην άκρη της πόλης. Ανοίγαμε την ξεβαμμένη πόρτα με λαχτάρα και την ξανακλείναμε με ανακούφιση. Και εκείνη ήταν η μόνη που κατόπιν είχε θέση στις συζητήσεις της παρέας μας, κάτι απροσδιόριστο την είχε απομονώσει και την είχε τοποθετήσει σε έναν οικείο χώρο που δεν τολμούσαμε να εξερευνήσουμε. Καμιά φορά την συναντούσαμε και στις βόλτες μας κάτω από τα τείχη, περπατούσε σαν ελαφίνα, σαν να δραπέτευε από κάτι και πάλι μου έμοιαζε με παναγιά, μας χαιρετούσε με ένα ελαφρύ νεύμα, εγώ σκόνταφτα στο πλακόστρωτο και οι άλλοι με πειράζανε, « χάνεις τα λόγια σου όταν μιλάς γι αυτήν», «είναι που λάμπει σαν τον ήλιο» απαντούσα.
Την ημέρα που έγινε το κακό επέστρεφα από άδεια. Κατέβηκα από το λεωφορείο ξημερώματα δύσθυμος, κάτι μου πλάκωνε το στήθος. Μια μυγα βούιζε γύρω μου, την έδιωχνα με το χέρι, εκείνη ξαναγύριζε, την πέτυχα με την εφημερίδα στο μπατζάκι μου, έγινε λιώμα μεμιάς, την λυπήθηκα που διαλύθηκε έτσι την κακομοίρα.
Τότε άκουσα τις φωνές. Πολλές φωνές τρομαγμένες, «έβαλε φωτιά και την έκαψε» ξεχώρισα να λέει μια γυναίκα, «ποιος έβαλε φωτιά, ποια έκαψε;» αναρωτήθηκα και προχώρησα προς τις φωνές.
Τώρα που βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη του μυαλού μου να περπατάει σε εκείνο τον δρόμο μπροστά από το σπίτι της παραμένω ψύχραιμος, αλλά τότε το κεφάλι μου κάηκε μαζί με αυτό που είδα και γονάτισα στο χώμα. Καπνός έβγαινε από τα παράθυρα και την στέγη, άνθρωποι είχαν μαζευτεί εκεί «κάρβουνο έγινε η γυναίκα» λόγια που δεν ήθελα να ακούσω πέφτανε σαν στραγάλια στο χώμα «γύρισε ο κερατάς, τι ήθελε και γύρισε; έμαθε τα μαντάτα στο καφενείο, τη περίμενε στο σπίτι την έλουσε με βενζίνη και της έβαλε φωτιά, κάηκε το μισό σπίτι, τώρα αυτή στο χώμα και αυτός στην φυλακή»
Έτσι τελείωσε αυτή η ιστορία αγάπης. Σε αυτή την πόλη έμεινα δυόμιση μήνες ακόμα αλλά όλα ήταν αλλιώτικα, είχα απότομα ενηλικιωθεί και η λύπη μου ήταν πιο μεγάλη από τον κόσμο. Που δεν έλαμπε πια.
Λίγες μέρες αργότερα πήγα στα χαλάσματα του σπιτιού της ψάχνοντας ούτε και εγώ ήξερα τι. Ήθελα να κρατήσω κάτι από εκείνη, κάτι δικό της, μοναδικό. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, αέρας έμπαινε από τα ανοίγματα των τοίχων, η ζωή που κάποτε υπήρχε εκεί μέσα είχε σβήσει. Κάτι θλιβερά απομεινάρια και ένα μισό-καμένο μπαούλο μου τράβηξε την προσοχή-το άνοιξα, η φωτιά δεν είχε εισχωρήσει εκεί- και ώ, κάτι βρήκα. Δύο πράγματα ήτανε εκεί μέσα : ένα βιβλίο και η βέρα της που έγραφε όνομα και ημερομηνία.
Άνοιξα το βιβλίο, «ΑΤΜΟΛΕΒΗΤΕΣ» διάβασα «δια τους μαθητές της Γ΄τάξεως Ε. Ν. των Ν. Σχολών Μηχανικών, Πειραιεύς 1959.» Στην τελευταία λευκή σελίδα κάποιος είχε σκιτσάρει ένα αντρικό πρόσωπο, ένα διπλωμένο χαρτάκι έπεσε στο πάτωμα. «Ήθελα πολύ να μ αγαπάς εσύ που δεν μ αγάπησες» έγραφε και ξαφνικά, το σπίτι, η αυλή, ο δρόμος και η πόλη όλη, πλημμύρισε από το άρωμά της.
Έφυγα από εκεί και δεν ξανακοίταξα πίσω μου ποτέ. Την βέρα την άφησα στο μπαούλο, το βιβλίο το πήρα μαζί μου, ακόμα το έχω σε ένα συρτάρι σπάνια το ανοίγω και θυμάμαι, να όπως τώρα που σου μιλάω..”
(Πριν λίγες μέρες καταλογραφώντας μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά, ο Βιβλιοθηκάριος εντόπισε ένα βιβλίο με τίτλο «ΑΤΜΟΛΕΒΗΤΕΣ» και υπότιτλο «δια τους μαθητάς της Γ΄τάξεως Ε. Ν. των Ν. Σχολών Μηχανικών». Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξώφυλλου και του σκίτσου στο φβ προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου, όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό (καλό) καιρό..)
Συμμετέχουν: