Το βροντερό ΟΧΙ των εκπαιδευτικών στην υποτιθέμενη αξιολόγηση δεν έχει καμία σχέση με μία συντεχνιακή εμμονή ακινησίας και οπισθοδρόμησης, αλλά με τον αγώνα και την αγωνία να παραμείνει το δημόσιο σχολείο άθικτο απ’ την αρπακτικότητα της αγοράς και την αντισυνταγματική θέσπιση διακρίσεων εντός του.
Η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, στην οποία αντιτίθεται η συντριπτική πλειονότητα των εκπαιδευτικών, είναι μία διαδικασία διοικητικής υποκρισίας, εφόσον σκοπός της δεν είναι η ποιοτική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου αλλά η μετακύλιση των κρατικών ευθυνών για κάθε έλλειψη, ανεπάρκεια και αδυναμία στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Είναι σαν για την ἔλλειψη των ΜΕΘ να φταίνε οι υγειονομικοί…
Αποτελεί τον προθάλαμο της κατηγοριοποίησης των σχολείων σε «αποδοτικά» και μη καταστρατηγώντας με τον τρόπο αυτό τη συνταγματική υποχρέωσή του για καθολική, ισότιμη και εξίσου ποιοτική παροχή δημόσιας εκπαίδευσης σε κάθε της βαθμίδα.
Εγκαθιδρύει έναν ανούσιο γραφειοκρατικό γολγοθά, που το μόνο αποτέλεσμά του θα είναι ο πλήρης και καταστροφικός αποπροσανατολισμός του εκπαιδευτικού από τον κύριο σκοπό της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στις συνθήκες αυτές το μάθημα καθίσταται πάρεργο ελάχιστης προτεραιότητας.
Όσο δε αφορά στην αξιολόγηση του ίδιου του εκπαιδευτικού, πρόκειται για μία διαδικασία παρωδία, καθώς οι τεχνητές συνθήκες που επιβάλλει νοθεύουν απροκάλυπτα και καθοριστικά το προς αξιολόγηση αποτέλεσμα.
Ακυρώνει αντιπαιδαγωγικά την αυτενέργεια εκπαιδευτικού-μαθητή, αφού η εκπαιδευτική διαδικασία εγκιβωτίζεται σε ασφυγκτικές νόρμες αδιαφορώντας για τον ιδιαίτερο και κάθε φορά ανεπανάληπτο χαρακτήρα των ειδικών συνθηκών κάθε τάξης.
Ποσοτικοποιεί στανικά μία κατεξοχήν δυναμική λειτουργία, όπως αυτή της αλληλεπίδρασης εκπαιδευτικού-μαθητή, η οποία διέπεται σχεδόν αποκλειστικά από ποιοτικά χαρακτηριστικά και ζητούμενα. Στο εξής αγαθά όπως η διαμόρφωση και η καλλιέργεια προσωπικοτήτων, αξιών αλλά και η ανατροφοδότηση της σχέσης εκπαιδευτικού-μαθητή θα αντικαθίστανται από μετρήσιμες δεξιότητες πάντα κατά τα επικαιρικά κάθε φορά κελεύσματα της αγοράς.
Όλα τα παραπάνω επιχειρούνται από ένα υπουργείο, το οποίο έχει να επιμορφώσει τους λειτουργούς του από τον πρώτο χρόνο του διορισμού τους! Κι όταν η επιμόρφωση πραγματοποιείται, κατά πάγιο αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας, αυτή έχει να κάνει με συγκυριακές διαδικασίες βιτρίνας για βιβλία που τον επόμενο χρόνο αποσύρονται, για ειδικές περιστάσεις (βλ. lockdown) που έχουν πια παρέλθει ή για νέες πρακτικές, που ήδη εφαρμόζονται, αλλά πιστοποιούνται μετά την παρέλευση ετών (βλ. Β1 και Β2 επίπεδο ΤΠΕ)! Είναι το ίδιο υπουργείο που προσλαμβάνει αναπληρωτές τον Δεκέμβριο και σε ένα μήνα τους σύρει σε ΕΔΕ διότι δεν ανταποκρίνονται στον απαιτούμενο χρόνο κάλυψης της ύλης (!), το ίδιο υπουργείο που ξέχασε να αξιολογήσει με άριστα τους εκπαιδευτικούς, που έφεραν εις πέρας την τηλεκπαίδευση όντες ανεπιμόρφωτοι και εγκαταλειμμένοι σε πρωτόγνωρες συνθήκες. Είναι το ίδιο το υπουργείο που αυτοαξιολογήθηκε με άριστα στην αντιμετώπιση της κρίσης μοιράζοντας …αλεξίπτωτα για μάσκες και κουνά τώρα το δάχτυλο του αυταρχισμού στην εκπαιδευτική κοινότητα κατασυκοφαντώντας την ως αρνήτρια της αξιολόγησης, που το ίδιο δεν δέχεται για τον εαυτό του!
Τα παραπάνω δεν αμνηστεύουν ούτε τις αστοχίες των συνδικαλιστικών σωματείων, ούτε τις όποιες ευθύνες των εκπαιδευτικών. Το κάθε τι όμως αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο αποδέκτη. Και επί του προκειμένου η ερχόμενη «αξιολόγηση» όχι απλώς δεν έχει σκοπό να αναβαθμίσει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και να θεραπεύσει προβλήματα και αδυναμίες, αλλά τουναντίον να τα καταστήσει καθεστώς. Για να απεμπλακεί διαπαντός από τον βραχνά της διαφύλαξης και αναβάθμισης των δημόσιων αγαθών, ώστε η ισότιμη πρόσβαση όλων σε αυτά να χαρακτηρίζεται «αγκύλωση» και «λαϊκισμός». Ο χώρος της παιδείας άλλωστε δεν είναι ο μόνος που αντιμετωπίζεται ως βαρίδιο και πρόσκομμα από τη νεοφιλελεύθερη αλλεργία σε οτιδήποτε συνιστά κοινωνία.
Ανδρέας Βιτούλας – αντιπρόεδρος ΕΛΜΕ Καστοριάς