Καστοριά

Οι βδέλλες: Διήγημα της Χρυσούλας Παπατέρπου -Πατρώνου

 Όταν λέμε τσιγκούνης, τσιγκούνης. Απερίγραπτη λατρεία για το χρήμα. Αποτέλεσμα: ταλαιπωρούσε όχι μόνο γυναίκα και παιδιά, αλλά και όλους όσοι είχαν για τον ένα ή άλλο λόγο, συναλλαγές μαζί του. Στο σπίτι που είχε κληρονομήσει από τον άρχοντα πατέρα του, δεν είχε βάλει, χρόνια τώρα, ούτε ένα καρφί. Και η περιουσία του όλο και αβγάτιζε.

Τσιφλίκια που τα νοίκιαζε σε κολίγους και όλο τους έκλεβε στη μοιρασιά. Μαγαζιά στο κέντρο της πόλης που του απέφεραν του κόσμου τα ενοίκια. Συναλλαγές με σιτηρά και άλλα γεωργικά προϊόντα, σε όλα μέσα ο κυρ- Γιώργης. Τώρα κυρ- Γιώργη δεν τον φώναζε κανείς, παρά μόνο όταν ήταν παρών ο ίδιος. Ο «σπάγκος» έφτανε για να καταλάβουν όλοι περί ου ο λόγος.

 Άμεσα θύματα της τσιγκουνιάς η κακομοίρα η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά. Λεφτά στο χέρι δεν είχαν ποτέ. Ό, τι τους χρειαζόταν άμεσα για φαγητό, τα προμηθεύονταν από το μπακάλικο της γειτονιάς με το τεφτέρι στο χέρι. Εκείνος πήγαινε να πληρώσει. Το ίδιο και με όλα τα άλλα χρειαζούμενα. Ως και για την εκκλησιά την Κυριακή, έδινε στη γυναίκα το αντίτιμο ενός κεριού. Δραχμή παραπάνω. Έβλεπε η άμοιρη τις άλλες γειτόνισσες να περνούν μετά το τέλος της λειτουργίας από το κεντρικό ζαχαροπλαστείο και να αγοράζουν πάστες για το κυριακάτικο τραπέζι και την έπιανε το παράπονο. Ο «σπάγκος», σπάγκος!

Τα παιδιά, αγόρια και τα τρία, εκεί μεταξύ οχτώ και δώδεκα, ούτε για καραμέλα δεν έπαιρναν χαρτζιλίκι. Πού να τολμήσουν όμως να διαμαρτυρηθούν! Μολύβι τους επέτρεπε να αγοράσουν, μόνο όταν του παρουσίαζαν το παλιό. Δοκίμαζε τότε ο ίδιος πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί, καταμουντζουρωμένο από τις πολλές μολυβιές. Αν πράγματι δεν μπορούσε να γράψει πια, τους έδινε την άδεια-όχι τα χρήματα- να πάρουν καινούργιο από το χαρτοπωλείο.

 Ο Μανώλης, ανεψιός του σπάγκου ήταν. Συνομήλικος με τον μεγάλο του γιο και συνονόματος. Ανοιχτό μυαλό, με μετρημένα τα κουκιά στο σπίτι, αλλά χωρίς μιζέριες και γκρίνιες. Αδυναμία είχε ο Μανώλης στα βιβλία. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, όλο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Τέλειωνε ένα βιβλίο στην καθισιά. Εκεί έτυχε να πέσει στα χέρια του η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς, και μάλιστα εικονογραφημένη! Έμεινε άφωνος με την ομοιότητα τόσο του σκίτσου όσο και της περιγραφής του θείου του με τον Εμπενέζερ Σκρουτζ! Η ίδια μεγάλη γαμψή μύτη, το ίδιο μυτερό πηγούνι, απαράλλαχτο το συνοφρυωμένο βλέμμα!

 Στον πρώτο που μίλησε για την ομοιότητα αυτή ήταν στον ξάδελφό του, τον Μανώλη. Φρόντισε δε να τον πάρει μαζί του την επόμενη μέρα για να δει το σκίτσο του πατέρα του και ο ίδιος! Πράγματι, ίδιος ο πατέρας! – Είσαι να τον φωνάζουμε Σκρουτζ; Πρότεινε ο ανεψιός. Σαν να του άρεσε του συνονόματου. Έτσι, για να εκδικηθεί με τον τρόπο του, τον τύραννο μπαμπά. Σκρουτζ λοιπόν ο σπάγκος για τα δυο ξαδέλφια!

Ο Σκρουτζ άρχισε εκείνο το καλοκαίρι να παρουσιάζει προβλήματα υγείας. Απέφυγε στην αρχή τον γιατρό, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να βάλει το χέρι στην τσέπη. Βρέθηκε με υψηλή πίεση. Αυστηρή δίαιτα χρειάστηκε να ακολουθήσει, ήρεμη ζωή και, όποτε μπορούσε,- βάζε βδέλλες στα πόδια και στα χέρια για αφαίμαξη.- συνέστησε ο γιατρός. Για το τελευταίο επιστρατεύτηκαν οι δύο Μανώληδες. Πήγαιναν κάθε μέρα στη λίμνη, βουτούσε ο ανεψιός, γερός κολυμβητής και ατρόμητος, γέμιζαν ένα βάζο βδέλλες και τις παρέδιδαν στον Σκρουτζ. Δίπλα του η θεία, τις καθάριζε πρώτα σε χλιαρό νερό-και πόσο τις φοβόταν!-. Τις έπαιρνε τότε ο ίδιος και τις έβαζε στις γάμπες και στα μπράτσα. Όταν άρχιζε να τρέχει αρκετό αίμα, ερχόταν το αλατόνερο, και με ένα ειδικό σφουγγάρι τις έριχνε από τις πληγές. Τις μάζευε πάλι η θεία και τις έδινε στο Μανώλη να τις πετάξει στη λίμνη. Ιεροτελεστία κανονική!

Ο ανεψιός όμως, θαρραλέος και αεράτος, ζήτησε από τον Σκρουτζ ανταμοιβή για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Εκνευρίστηκε εκείνος, αλλά, δεν είχε άλλη επιλογή: Ο δικός του γιος δεν θα τα κατάφερνε μόνος. Άλλωστε, κανένας από τους τρεις δεν ήξερε κολύμπι. Ο ίδιος τους είχε απαγορεύσει να πλησιάζουν στο νερό. Κλείστηκε η συμφωνία. Για κάθε βάζο που θα έφερναν, θα κέρδιζαν πάστες για όλους, κάθε Κυριακή. Με όλους, εννοούσε ο ανεψιός τα δέκα άτομα των δύο οικογενειών.

 Έφτασε η πρώτη Κυριακή, παραγγελία στη γυναίκα του ο Σκρουτζ να πάρει δέκα πάστες, για την δική τους οικογένεια και εκείνη της αδελφής της. Θα πλήρωνε ο ίδιος. Δεν πίστευε στα μάτια της η θεία. Την επόμενη Κυριακή η ιστορία επαναλήφθηκε. Χαρά μεγάλη για όλους!

 Όταν όμως πήγαν εκεί την τρίτη φορά, τους ανακοίνωσε ο ζαχαροπλάστης ότι η πίστωση είχε κοπεί, με εντολή του Σκρουτζ. Ο Μανώλης θέλησε να μάθει τον λόγο αυτής της διακοπής. -Αρκετά γλυκά φάγατε.- ήταν η απάντηση. Του χρόνου πάλι. Δεν το χωρούσε το μυαλό του Μανώλη πως τον κορόιδεψε ο θείος. Την επόμενη μέρα, αντί για ένα βάζο βδέλλες, του πήγε ολόκληρο κιούπι. Δεν του το άφησε, όπως πάντα, δίπλα στα γυμνά του πόδια. Το σηκώνει ψηλά και μ’ όλη του τη δύναμη εκσφενδονίζει το περιεχόμενό του στα μούτρα του Σκρουτζ. -Φάε κι εσύ τώρα βδέλλες! Του πέταξε κατάμουτρα και τον άφησε να παλεύει ολομόναχος με τα θεριά!

chatzifokos.blogspot.com

Back to top button