Η τέχνη του λόγου (του γραπτού λόγου) είναι εξόχως σημαντική, γιατί πάνω της στηρίχθηκαν όλες οι επιστήμες που μας εξέλιξαν ως ανθρώπινη κοινωνία. Επιπρόσθετα, η δική μας προφορική παράδοση που διασώθηκε (εν πολλοίς) μέσω και της δημώδους ποίησης (του Δημοτικού μας Τραγουδιού) συναποτελεί μείζον κομμάτι της Ιστορίας μας και επιπλέον είναι αυτή που μας οδηγεί εκ του ασφαλούς στην διερεύνηση και ανάδυση της διαχρονικής ιδιοπροσωπίας μας.
Του Σωτήρη Κύρμπα
Η ιστορική λογοτεχνία-μυθοπλασία, που αναδύθηκε μαζί με την Εθνεγερσία μας, προσέφερε και εξακολουθεί να μας προσφέρει πτυχές της καθημερινότητας, των χαρακτήρων και της ανθρωπογεωγραφίας που η “μεγάλη” Ιστορία αδυνατεί να μας παράσχει. Κάτι που ασφαλώς δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα.
Η ιδιαιτερότητά μας όμως είναι πως τους τελευταίους αιώνες, ακόμη και πριν την αυθυπαρξία μας, έχουν συντελεστεί μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, τόσες, που σπανιότατα ο γενέθλιος τόπος συμπίπτει με τον τόπο καταγωγής μας. Γεγονός που προσφέρει πεδίον δόξης λαμπρόν σε όσους αναζητούν την καταγωγή, τις ρίζες και την ιδιαιτερότητά τους.
Για να μην μακρηγορώ, κάπου εκεί, αναζητώντας ρίζες και ψήγματα της μακρινής μου καταγωγής συναπάντησα το ονοματεπώνυμο της συγγραφέως κ. Σοφίας Κλειούση.
Το επώνυμο “Κλειούση” σήμανε για μένα ακούσματα και συνειρμούς που είχαν να κάνουν με πολύ οικεία πρόσωπα. Κάποιοι, κάποτε στα Τρίκαλα ήταν συνεπώνυμοί της. Βρήκα λοιπόν πως η κ. Σοφία Κλειούση έχει γράψει το μυθιστόρημα “Λόπου Σετς” (: το λημέρι του λύκου), που κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις “Δωδώνη”, το εξώφυλλο του οποίου κοσμούν τρεις φωτογραφίες, εκ των οποίων οι δύο μου ήταν πολύ οικείες:
Η μία από το προπολεμικό Μονόπυλο (τ. Πελκάτι), όμορου χωριού της μακρινής μου καταγωγής, της Σλίμνιτσας. Η άλλη με τα παιδιά των χωριών Σλίμνιτσα και Μονόπυλου στην περιοχή της λίμνης Μπάλατον Ουγγαρίας, όπου μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο βρέθηκαν λόγω “παιδοφύλαξης” ή “παιδομαζώματος”.
Τωόντι η συγγραφέας-φιλόλογος εκ Καστορίας κ. Σοφία Κλειούση κατάγεται από το Μονόπυλο του Γράμμου, ενός από τα Γραμμοχώρια του νομού Καστοριάς, απ’ όπου έλκει η καταγωγή πολλών συμπολιτών μας στα Τρίκαλα, όπως και εμού.
Διάβασα το μυθιστόρημά της, εντυπωσιάστηκα από την γραφή και την πλοκή του, είδα πως βασίζεται σε προφορικές μαρτυρίες του χωριού καταγωγής (εξάλλου στο Μονόπυλο εξελίσσονται οι σημαντικές πτυχές του) και αυτά ήταν αρκετά για να συνομιλήσω μαζί της.
Η συνέντευξη
Κυρία Κλειούση, να ξεκινήσω με κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση διαβάζοντας το “Λόπου Σετς”: Γεννηθήκατε στην Καστοριά, πόλη με πλουσιότατη ιστορία, ξεχωριστή παράδοση και ιδιαίτερο άρωμα. Στοιχεία υπεραρκετά για μια μυθοπλασία. Γιατί το μυθιστόρημά σας διαδραματίζεται στο Μονόπυλο των Γραμμοχωρίων;
Πράγματι, κύριε Κύρμπα, η πόλη στην οποία γεννήθηκα και κατοικώ, θα μπορούσε -και μπορεί- να κινητοποιήσει με πολλούς τρόπους την έμπνευση και να αποτελέσει το ιδανικό σκηνικό μιας μυθοπλασίας. Όταν ωστόσο ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα μετουσιώνοντας σε λόγο τις σκόρπιες εικόνες, τους μακρινούς θρύλους και τα σπαράγματα αφηγήσεων που άκουγα από τους μεγάλους, όταν άρχισα να στήνω σκηνοθετικά την ιστορία του “Λόπου Σετς”, ήμουν πέρα για πέρα σίγουρη ότι η πλοκή, τα πρόσωπα και το συναισθηματικό κλίμα δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν έξω από τον συγκεκριμένο χώρο δράσης.
Το Μονόπυλο, ένα από τα πολύπαθα Γραμμοχώρια στις δυτικές εσχατιές του νομού Καστοριάς, σήμερα το συναντά κανείς μόνο σε εξειδικευμένους χάρτες ορεινών διαδρομών. Είναι ο τόπος καταγωγής του πατέρα μου. Όταν πρωτοπήγα, γύρω στα δώδεκα θυμάμαι, αγριεύτηκα από την επιβλητικότητα του βουνίσιου πανοράματος και από την απόκοσμη ερημιά. Μα, σαν είδα τον πατέρα να κλαίει πάνω από κάτι σωρούς από χορταριασμένες πέτρες, κλάμα σιγηλό όλο παράπονο, τότε πήρα μια πρώτη γεύση από την αίσθηση της απώλειας και της απουσίας.
Στην περίπτωση λοιπόν του “Λόπου Σετς” η έλλειψη αυτή ακριβώς, το οριστικά απολεσθέν, ενεργοποίησε υπέροχα τη φαντασία. Όσο προχωρούσε η γραφή, ένιωθα ότι έβγαζα από τη λήθη έναν κόσμο ξεχασμένο, όχι βέβαια για να αποκαταστήσω την ιστορική του παρουσία -δεν είμαι ιστορικός-, αλλά για να αποδώσω, με πρώτη και ύστατη ύλη τις λέξεις, το μάγεμα του αιώνιου παιδιού τη στιγμή που ακούει παραμύθια από χείλη αγαπημένα.
Είναι μάλλον περιττό να επισημάνω πως η συγγραφή για σας είναι όντως μια μορφή ταξιδιού. Στο βιβλίο σας συνδυάζετε το ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο. Από πού αντλήσατε το πρωτογενές υλικό για το μυθιστόρημά σας;
Το πρωτογενές υλικό της ιστορίας του βιβλίου, ασχημάτιστο και αδιαμόρφωτο, με όλη την αμεσότητα του προφορικού λόγου, μού έδωσαν οι ιστορίες του πατέρα μου· ιστορίες αληθινές, ειπωμένες όμως με την τέχνη και τη χάρη του παραμυθιού· παιδικές δικές του μνήμες, εξωραϊσμένες από την απόσταση του χρόνου και ιδωμένες μέσα από το βλέμμα της πικρής εμπειρίας που αποκόμισε από τη μετέπειτα πορεία του στη ζωή: ο ξεριζωμός από τη γενέτειρά του, η αναγκαστική εξορία και η ακατασίγαστη λαχτάρα του νόστου.
Και όλες αυτές οι ιστορίες, εντυπωμένες στη μνήμη μου κατά την παιδική μου ηλικία, τότε που ο μύθος και η πραγματικότητα συγχέονταν αξεδιάλυτα, είχαν ως κέντρο τους το “Λόπου Σετς”, όπως ονόμαζαν οι νομάδες κτηνοτρόφοι και οι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής την ευρύτερη εξοχική τοποθεσία γύρω από το Μονόπυλο… Άκουγα εκστασιασμένη τις αφηγήσεις του πατέρα και δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι ο χώρος αυτός ήταν αληθινός· για πολλά χρόνια παρέμενε θελκτικά ονειρώδης, περιβεβλημένος την αχλύ και τη μαγεία της μυθικής ουτοπίας.
Και όντως, κύριε Κύρμπα, από τη στιγμή που όλο αυτό το προαφηγηματικό υλικό άρχισε να μεταμορφώνεται σε έργο μυθοπλασίας, από τη στιγμή που ο θρύλος, η φαντασία και η κατακερματισμένη μνήμη άρχισαν να συνδιαλέγονται με την ιστορική διάσταση των γεγονότων, είχε ήδη ξεκινήσει για μένα ένα ανεκτίμητο ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο.
Πέραν του υλικού που σας χρησίμευσε στα διαδραματιζόμενα του “Λόπου Σετς” τι άλλα ιστορικά στοιχεία για το Μονόπυλο θεωρείτε πως είναι σημαντικά και ενδιαφέροντα για να μοιραστείτε μαζί μας;
Για όσους γνωρίζουν την περιοχή και την ιστορία της, το Μονόπυλο, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα Γραμμοχώρια –Σλίμνιτσα, Γιαννοχώρι, Λιβαδοτόπι, Καλή Βρύση-, έχουν ακατάλυτα συνδεθεί με τα δραματικά γεγονότα του εμφύλιου σπαραγμού. Ο πατέρας μου κράτησε στη μνήμη του με κάθε λεπτομέρεια όλο το χρονικό του ξεριζωμού: στις 27 του Ιούλη του 1947, ανήμερα της γιορτής του, δωδεκάχρονο παιδί ο ίδιος βρέθηκε μέσα στην ανθρώπινη πομπή του κατατρεγμού, ανυποψίαστος ακόμη για τη μελλοντική του μοίρα της προσφυγιάς. Ήταν η μέρα που οι κάτοικοι των χωριών σκορπίστηκαν σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης και παιδιά χωρίστηκαν από τις μανάδες τους, για να ζήσουνε την πίκρα της ξενιτιάς.
Χρόνια μετά οι άνθρωποι αυτοί, κάποιοι επαναπατρισμένοι, κάποιοι απόδημοι, όλοι τους με τη λαχτάρα της χαμένης πατρίδας στην ψυχή, αντάμωναν στα χαλάσματα και στη φιλόξενη αυλή της Αγίας Ματρόνας, της εκκλησίας που επέζησε από τον χαμό. Τους θυμάμαι, τις πάναστρες νύχτες της Παναγιάς, να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα, να χαμογελούν με συστολή και να αναπολούν τις παλιές καλές μέρες, όταν η κοιλάδα του άνω ρου του Αλιάκμονα έσφυζε από ζωή. Και όλη τους η στάση είχε, είμαι σίγουρη γι` αυτό, ένα μεγαλείο δωρικό, αντρίκιο· ποτέ δε μεμψιμοιρούσαν ούτε διεκτραγωδούσαν τις κακοτυχίες και τις δύσκολες τροπές που είχε πάρει η ζωή τους. Από εκείνους έμαθα για το Μονόπυλο του Μεσοπολέμου με τα διώροφα και τα τριώροφα αρχοντικά, για τους ανοιχτόμυαλους ανθρώπους του και για τον ιδιαίτερο ζήλο που έδειχναν για τη μόρφωση των παιδιών τους. “Δασκάλους, το Μονόπυλο έβγαλε μια στρατιά δασκάλους…”, έλεγε ο πατέρας και καμάρωνε.
Οι χαρακτήρες του “Λόπου Σετς” είναι πραγματικοί; Υπάρχουν πρόσωπα εκείνης της εποχής που μεταφέρθηκαν-μεταμορφώθηκαν στις σελίδες του;
Μολονότι ο μύθος στο “Λόπου Σετς” ενσωματώνει πολλά φαντασιακά στοιχεία, στο γενικό του περίγραμμα ακουμπά στην πραγματικότητα. Υπ` αυτή την έννοια, κύριε Κύρμπα, τα περισσότερα πρόσωπα του έργου είναι αληθινά, ανήκουν στην οικογενειακή γενεαλογία μου και μάλιστα κάποιων δεν έχουν αλλαχτεί ούτε καν τα βαφτιστικά τους ονόματα. Ως μυθιστορηματικοί όμως χαρακτήρες πλάστηκαν με αρκετή ελευθεριότητα. “Του άλλαξες τα φώτα του παππού μου του Γιάννη” αναφώνησε ο πατέρας μου, όταν του πρωτοδιάβασα τα σχετικά αποσπάσματα από τα χειρόγραφα του έργου. Του άρεσε όμως τελικά πολύ αυτή η μεταμόρφωση.
Εκτός, βέβαια από τα υπαρκτά πρόσωπα εκείνης της εποχής, κάποιοι χαρακτήρες είναι ολότελα φανταστικοί, δεν παύουν όμως να είναι ενταγμένοι σε ένα ευρύ πλέγμα αυτοαναφορών: είτε δηλαδή συνδέονται με άλλα ακούσματα, είτε αποτελούν περσόνες ανθρώπων του περιβάλλοντός μου, ακόμη-ακόμη και του ίδιου μου του εαυτού.
Κάνετε λόγο για συγχωριανούς που πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς, μερικοί από τους οποίους προς το ελεύθερο τότε ελληνικό βασίλειο και την Θεσσαλία. Γνωρίζετε πως έχετε συγγενείς (μακρινούς έστω) στα Τρίκαλα Θεσσαλίας;
Χαίρομαι που επισημαίνετε το θέμα της μετανάστευσης, κύριε Κύρμπα. Γνωρίζω, όχι μόνο από τις ιστορικές πηγές αλλά και από τις προφορικές μαρτυρίες των γηραιότερων, ότι πολλές οικογένειες από τα χωριά μας εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία μετά την απελευθέρωσή της και για βιοποριστικούς λόγους και για προστασία από τις βιαιοπραγίες των Οθωμανών. Ο παππούς μου, θυμάμαι, συχνά έκανε λόγο για μακρινούς μας συγγενείς στο Συκούριο της Λάρισας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ανάμεσα στους χώρους της δράσης στο μυθιστόρημά μου έχω επιλέξει και το συγκεκριμένο ιστορικό χωριό. Αλλά και ο πατέρας μου κάποιες φορές αναφερόταν σε κλαδιά και παρακλάδια του γενεαλογικού μας δέντρου που “άνθιζαν” πλέον στη θεσσαλική γη – και δη στην πόλη των Τρικάλων. Δε γνώριζε ωστόσο περισσότερα. Είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τότε που ξεκίνησε και κορυφώθηκε το μεταναστευτικό ρεύμα στη Θεσσαλία -καλά καλά δεν είχε γεννηθεί ούτε ο προπάππος μου- ώστε χάθηκαν οι επαφές.
Δεν ξεχνώ όμως τον ενθουσιασμό του, όταν τύχαινε να συναντήσει κάποιον απόγονο από εκείνους τους αλαργεμένους μακρινούς συγγενείς, συγχωριανούς ή συντοπίτες. Τον ένιωθε αμέσως δικό του άνθρωπο, μίλαγε, θαρρείς, το αίμα, μια βαθιά κυτταρική μνήμη, για να το πω έτσι.
Έτσι νιώθω ξεχωριστή χαρά, κύριε Κύρμπα, που ο ερευνητικός σας οίστρος σάς οδήγησε στα μονοπάτια της προγονικής γης. Ευχής έργο είναι οι καταγόμενοι από τα Γραμμοχώρια να θελήσουν να γνωρίσουν τον τόπο των προπατόρων τους και την ιστορία του, και στα αυγουστιάτικα ανταμώματα της Παναγιάς να μεγαλώσει η παρέα, να θυμηθούνε οι πιο παλιοί, να μάθουν οι μικρότεροι.
Όντας η καταγωγή σας από το Μονόπυλο, μια ανάσα από το “δικό” μου χωριό, την Σλίμνιτσα, γνωρίζω πως οι σχέσεις των κοντοχωριανών ήταν στενότατες, διαχρονικές και πολυσχιδείς. Έχετε να μοιραστείτε μαζί μου κάποιες ιστορίες από τον τόπο της δικής μου –και πολλών συμπολιτών μου στα Τρίκαλα- μακρινής καταγωγής;
Για τη Σλίμνιτσα, το πάλαι ποτέ ακμαιότατο κεφαλοχώρι δυτικά του Μονοπύλου, άκουγα από πολύ μικρή ιστορίες παλιές, θελκτικές εξίσου με εκείνες για το Λόπου Σετς. Ήξερα λοιπόν ότι ανάμεσα στα δύο χωριά είχαν ανέκαθεν συναφθεί στενοί δεσμοί, πολλές οικογένειες είχαν συγγενέψει και ότι η μοίρα τους, κοινή και ταυτόσημη εν πολλοίς, σφραγίστηκε από το μέγα δεινό του πολέμου και από την αδυσώπητη ανάγκη του ξενιτεμού. Με συγκίνηση θυμόταν ο πατέρας μου τον σκληρό χειμώνα του 1943, όταν τα σπίτια τους στο Μονόπυλο είχαν ολοσχερώς καταστραφεί από τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους συμμάχους τους και οι κάτοικοι βρέθηκαν εν μια νυκτί επί ξύλου κρεμάμενοι. “Μέχρι να περάσει το κακό και να ξαναστηθεί το σπιτικό μας, μείναμε τα γυναικόπαιδα στη Σλίμνιτσα, δίπλα σε δικούς μας ανθρώπους. Μας φρόντισαν, μοιράστηκαν το πιάτο τους μαζί μας…” έλεγε και δάκρυζαν τα μάτια του.
Εγώ πάλι έχω κρατήσει στη μνήμη μου ολοζώντανη τη μορφή του ναού του Αγίου Αθανασίου· ευρύχωρη πετρόχτιστη εκκλησιά, οι σφαίρες του αλληλοσκοτωμού έχουν τραυματίσει την αγιογραφία πάνω από την είσοδο αλλά και τον επιβλητικό τρούλο· λιγοστό το φως που εισχωρούσε στο εσωτερικό από τα παραθυράκια, η ατμόσφαιρα άκρως υποβλητική. Μα φώτιζε τα πρόσωπα όλων, κυρίως των μεγαλύτερων μια αλλιώτικη λάμψη, στο λαιμό τους ο κόμπος της συγκίνησης. Βλέπετε, κύριε Κύρμπα, ήταν η πρώτη φορά που η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου λειτουργούσε μετά από σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια σιωπής. Καλοκαίρι του 1988. Γινότανε γάμος και το ερημωμένο χωριό της Σλίμνιτσας έπαιρνε ξανά ζωή. Παντρευόταν ο ξάδερφος Παντελής, γνήσιο παιδί του Γράμμου, από πατέρα Σλιμνιτσιώτη και μητέρα Μονοπυλιώτισσα.
Στο μεταξύ έχει εκδοθεί και το νέο σας αφηγηματικό βιβλίο υπό τον τίτλο “Μνήμες Εδεσματολογίου”. Πείτε μας γι’ αυτό.
Στο δεύτερό μου βιβλίο η μυθοπλασία δίνει τη θέση της στις μνημονικές ανακλήσεις και στην εξομολογητική διάθεση της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας. Στις “Μνήμες Εδεσματολογίου” μέσα από το αθώο παιδικό βλέμμα της κεντρικής ηρωίδας, τις ανασφάλειες, τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα και τις πικρές της ματαιώσεις αναδεικνύεται το στίγμα και το χρώμα μιας εποχής μεταβατικής. Το κύριο μέρος της δράσης τοποθετείται στην πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης, ενώ ο χρόνος του μύθου εκτείνεται μέχρι της περίοδο της κρίσης και των μνημονίων.
Τις “Μνήμες Εδεσματολογίου” συνθέτουν τέσσερα αφηγήματα-ιστορίες. Η πλοκή της κάθε ιστορίας οδηγείται στην κορύφωση και στη λύση της με τρόπο που παραπέμπει στη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων: χώροι που η απόσταση του χρόνου τους καθιστά σχεδόν ονειρικούς, χρώματα, ευωδιές που κινητοποιούν την οσφρητική μνήμη, φωνές ιδανικές, πρόσωπα αλαργεμένα και το μέλλον που καταυγάζει υποσχετικό στο βλέμμα ενός παιδιού.
Θα έλεγα, κύριε Κύρμπα, ότι το βιβλίο μου αυτό γράφτηκε ως μια υπόμνηση στον καθένα από εμάς και πρώτα-πρώτα στον ίδιο μου τον εαυτό ότι η ευτυχία και η συναισθηματική πληρότητα βρίσκονται στα πιο απλά και καθημερινά πράγματα, στις μικρές, φευγαλέες μας στιγμές.
Κυρία Κλειούση σας ευχαριστώ.
Κι εγώ σας ευχαριστώ, κύριε Κύρμπα.
Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα “Διάλογος” Τρικάλων 6 & 13 Δεκεμβρίου 2021.