Μικρή ιστορία κλινοφιλίας.
Έτσι λέγεται στην ψυχιατρική το σύμπτωμα που παρουσιάζουν οι περισσότεροι καταθλιπτικοί το πρωί, με την αφύπνιση: ότι δεν θέλεις, δεν μπορείς – σου είναι αδύνατον – να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι. Το σεντόνι ή το πάπλωμα ζυγίζουν τόνους, και θες να μείνεις κουκουλωμένος, με τα φώτα σβηστά και την πόρτα κλειστή, γιατί και σήμερα ξύπνησες χάλια όπως και χτες, κι έτσι θα ξυπνήσεις κι αύριο, οπότε τι νόημα έχει να σηκωθείς; Ένα πελώριο “Άσε μας” πλανιέται πάνω απ’ τις προσπάθειες των αγαπημένων σου να σε σηκώσουν.
Όσοι εργάζονται εκτός σπιτιού, και δεν έχουν τη δυνατότητα της κατάκλισης, κατά κανόνα ξεπερνούν το εν λόγω σύμπτωμα πολύ πιο σύντομα – αλλά επειδή εδώ και κοντά δυο χρόνια ένα σωρό κόσμος δουλεύει στο σπίτι, είπα να μοιραστώ μερικά πρακτικά τεχνάσματα μιας και, τις τέσσερις φορές που πέρασα κλινική κατάθλιψη, έχω ξοδέψει μήνες ταβλιασμένος, τυλιγμένος σαν δύσθυμο μπουρίτο.
Η κλινοφιλία – όπως κι η κατάθλιψη – απεχθάνεται το φως και τον αέρα: θέλει κουκούλι με τη μυρωδιά του σώματός μας, θέλει σκοτάδι γύρω, που να μοιάζει με το σκοτάδι μέσα – επομένως, με το που ξυπνάμε, έστω και με λίγη προσπάθεια, ανοίγουμε στόρια, κουρτίνες, παράθυρα και μπαλκονόπορτες. Η ξάπλα με ντάλα ήλιο και καθαρό αέρα σύντομα γίνεται εκνευριστική, κι είναι πολύ πιθανό να σηκωθούμε επειδή η κατάθλιψη ξενέρωσε.
Σάλτο στο ντουζ: πριν πλύνεις δόντια, πριν ξετσιμπλιαστείς, μπαίνεις στην ντουζιέρα και τραβάς ένα γερό λούσιμο-μπανάκι. Το νερό από μόνο του είναι ευεργετικό, κι επιπλέον σε ξυπνά σε τέτοιο βαθμό, που μέχρι να σκουπιστείς, να στεγνώσεις μαλλί κτλ, η μαγική έλξη του κρεβατιού έχει εξασθενήσει.
Χρονοβόρα μάσα σε άλλο χώρο. Είναι αποδεδειγμένο ότι σκεφτόμαστε κι αισθανόμαστε διαφορετικά όταν είμαστε χορτάτοι – κι αν, με λίγο ζόρι, τσίγκλισμα και γκρίνια καθίσουμε στον καναπέ και φάμε κάτι που θέλει ένα δεκάλεπτο (π.χ., γάλα με δημητριακά), ο συνδυασμός κορεσμού κι αλλαγής περιβάλλοντος μπορεί να μας κρατήσει μακριά απ’ το κρεβάτι (άλλωστε, η χώνεψη είναι δύσκολη αν την πέσεις επί τόπου, με γεμάτο στομάχι).
Υπολογιστής-γραφείο αντί για κινητό. Το κινητό κάτω απ’ το πάπλωμα είναι η πιπίλα της κλινοφιλίας – αντ’ αυτού, κάνουμε μια παλικαριά, και πάμε σε άλλο δωμάτιο για να χαζολογήσουμε – στο λάπτοπ, με ακουστικά, για να διατηρείται η αίσθηση του αποκλεισμού, κι ωστόσο να είμαστε καθιστοί, σε θέση δουλειάς, κι ας μην είμαστε ακόμα έτοιμοι να δουλέψουμε.
Ηρωική έξοδος: κόλπο δοκιμασμένο, λίγο σκληρό, αλλά αποτελεσματικό: ξεχτένιστοι και με την τσίμπλα, φοράμε ένα παλτό πάνω απ’ την πιτζάμα και βγαίνουμε για ένα δεκάλεπτο, μ’ έναν τεχνητό σκοπό: να περπατήσουμε πεντακόσια μέτρα, ή να πάμε σούπερ για μια εξάδα νερά κι ένα τσαμπί μπανάνες. Η επαφή με τον έξω κόσμο, με τους ανθρώπους και τον σαματά, πολύ πιθανόν να σταθεί εμπόδιο στην επιστροφή στο κρεβάτι.
Πάνω απ’ όλα, να θυμόμαστε: μπορεί η σημερινή μέρα να ξημέρωσε στραβή κι ανάποδη, αλλά το πρωινό της ανάλαφρης καρδιάς πλησιάζει. Ψυχοθεραπεία, φάρμακα, στήριξη κι υπομονή, σε συνδυασμό με την ελάχιστη προσπάθεια, κι η κλινοφιλία, όπως η ίδια η κατάθλιψη, Π Ε Ρ Ν Α Ε Ι.
Αύγουστος Κορτώ
2 λεπτά ανάγνωση