«Daniel 16» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, μια ταινία για το αίσθημα του να νιώθεις ξένος σ’ έναν κόσμο που μοιάζει κενός
Ο Δημήτρης Κουτσιαµπασάκος, δημιουργός του «Μανάβη», αλλά και του «Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η Γιαγιά μου», που με εξέπληξαν με την καθαρότητα, την ενσυναίσθηση του βλέμματός τους, στη νέα του ταινία εμφανίζεται λιτός, ανθρώπινος και ουσιαστικός, δηλαδή γυμνός. Ομως πάνω απ’ όλα αυτό που καταφέρνει, το επίτευγμά του –πράγμα σπάνιο για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο– είναι ότι καθίσταται ευρωπαϊκός. Θα μπορούσα να πω και οικουμενικός, στη διατύπωση του αθώρητου, του ηθελημένα, λόγω έλλειψης ευαισθησίας, αόρατου, στο δράμα του διπλανού, του πλησίον, στην όραση αυτού που είναι πλάι μας αλλά κεκαλυμμένο, όπως τα τυμπανιαία κορμιά που ξεβράζει ο σύγχρονος Αχέροντας, ο Εβρος ποταμός. Ομως, όπως προείπα, ο Κουτσιαμπασάκος είναι πάνω απ’ όλα ευρωπαϊκός, γιατί συντελεί στη συμπλήρωση αυτού του οράματος, αυτής της αναζητούμενης ταυτότητας, της ένωσης, αυτής της ουτοπίας που λέγεται ευρωπαϊσμός.
Η κινηματογραφία του Κουτσιαμπασάκου καθιστά θαρρείς το «Daniel 16» ένα μονοπλάνο, μ’ ένα μοντάζ αχειροποίητο, σαν συνειρμός. Τραβάει τους ήρωές του από πίσω, πλάτη, τα σώματα που μιλούν δίχως πρόσωπο, με τη ράχη, τον ήρωά του όταν τρέχει για να συναντήσει λες κάποιο φως, για να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του, ή απ’ της κοινωνίας την οπτική αναισθησία, τη ναρκωμένη ευαισθησία, τον καταναλωτικό, σαρκοφάγο παθητισμό. Παρακολουθεί από απόσταση το ανθρώπινο δράμα, από σεβασμό, ακροθιγώς, κι έτσι καταφέρνει να το εγχαράξει μες στου θεατή τον ψυχισμό, συγκρατώντας την ευαισθησία του για να μην το ψευτίσει, με οικονομία, όχι με τη βουλιμία που το πράττει ο τηλεοπτικός κανιβαλισμός, για να το διατηρήσει ιερό, μεγάλο και μικρό, όπως το παρεκκλήσι που επισκέπτεται ο νεαρός Σύρος, που θα μείνει κι αυτός, όπως ο Ντάνιελ ορφανός. Είναι το «Daniel 16» μια ταινία για την ορφάνια, για το αίσθημα του να νιώθεις ξένος σ’ έναν κόσμο που μοιάζει κενός, σ’ έναν κόσμο που άδειασε για να τον πληρώσει η δυστυχία, η λύπη.
Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για νεορεαλισμό, αν δεν κινδύνευε να ακουστεί παρωχημένος, καθότι όρος πολυχρησιμοποιημένος, αλλά διαχρονικά ουσιαστικός, γιατί η ευαισθησία δεν έχει ηλικία, δεν έχει φυλετική ταυτότητα, δεν διαχωρίζει άνθρωπο και ζώο, είναι δηλαδή ανθρώπινος προορισμός.
Είναι η λιτότητα, η οικονομία με την οποία αξιοποιεί ακόμη και τα «εξεζητημένα» του πλάνα ο Κουτσιαμπασάκος, λίγα τον αριθμό, μα γεμάτα ουσία, βαθιά γνώση του μέσου, και πολιτισμό.
Το «Daniel 16» είναι μια ταινία για την εγγύτητα, που κει που μοιάζει όνειρο, ακατόρθωτο, ανύπαρκτο και ουτοπικό, ως άκρως συναισθηματικό, γίνεται πραγματικότητα, που σε στοιχειώνει, όπως το τελευταίο πλάνο της ταινίας, των τριών ενωμένων, του ζώου και των ανθρώπων, των παιδιών και του σκυλιού, ως παραμύθι, που πάντα είναι σκληρό, γιατί δείχνει, γιατί φανερώνει τον αναλλοίωτο, τον πραγματικό, που μια ζωή επιστρέφοντας μας κυνηγάει, ως απτό και άπιαστο, δηλαδή τον παιδικό μας εαυτό.
Το τελικό πλάνο που φέρνει στον νου τον Ντε Σίκα, όπου οι ήρωες διαλυμένοι, αλλά ενωμένοι, συνεχίζουν να βαδίζουν, να χάνονται στο βάθος της οθόνης, ερχόμενοι κατά βάθος στην καρδιά μας. Γιατί αυτός είναι ο προορισμός.
Το να πω ότι ο Κουτσιαμπασάκος είναι ώριμος, είναι άστοχο, παρωχημένο και άδικο γι’ αυτόν, γιατί ο Κουτσιαμπασάκος είναι κάτι σημαντικότερο, είναι αληθινός, είναι της ελπίδας καρπός, που επειδή του μέλλεται να αναγεννιέται είναι συνάμα και σπόρος και γέννημα και θερισμός, δηλαδή καθαρός, ατόφιος, ζωοποιός ως φως, χρυσός.
Τα χαράγματα
Ο παράδεισος είναι οι άλλοι, δυστυχώς ή ευτυχώς για σένα, δύστυχε Ζαν-Πολ Σαρτρ, που δεν τον διείδες και για μας, ατυχώς. Τα χαράγματα των παιδιών που πέρασαν από τον ξενώνα στον οποίο φιλοξενείται ο Ντάνιελ, ξενώνας για παραβατικούς εφήβους και παιδιά κατερχόμενους απ’ τον γερμανικό βορρά, μοιάζουν με τα χαράγματα στα παγκάκια, πέρασα από δω σαν να λένε, με τα χαράγματα στα δέντρα παιδικών χεριών, αλλά κοιτώντας τα και παίρνοντάς τα μέσα σου τα νιώθεις σαν καρφιά σ’ έναν σταυρό, στα κορμιά παιδιών, που ακυρώνουν το άνοιγμα των χεριών τους για το πέταγμα σε μια αγκαλιά ή στον ουρανό. Το παιχνίδι με μια σκασμένη μπάλα, φτιάχνει μια ομάδα, έστω και των δυο, ανοίγει έναν δρόμο, όπου ο ξένος γίνεται πατέρας, μάνα κι αδερφός. Μπρος.
* Ο κ. Ηλίας Παπαμόσχος είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η καταγωγή της λύπης» (εκδ. Πατάκη).
https://www.youtube.com/watch?v=l5qe88aWAaU