Έχει το Κωσταραζινό ιδίωμα καταγωγή από την Αρχαία Ελληνική γλώσσα;
Κι όμως, είναι κάποιες λέξεις που χρησιμοποιούνται και σήμερα και οι ρίζες τους μας πάνε πολύ πίσω…
Tις περισσότερες τις βρήκαμε στο βιβλίο του Ιωάννη Θ. Τόλιου Παλαιό Κωσταράζι (Ιστορία – Λαογραφία).
Το Kostarazi24 σας παρουσιάζει μερικές από αυτές:
Ζβακώνω = Πίνω πολύ. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Βακχεύω (κάνω όργια από τη πολύ μέθη).
Σειουλμανάει = Ακούγεται ελαφρός θόρυβος. Προέρχεται από την αρχαία έκφραση ”Σείει ομαλά” (όταν κάποιος κουνάει κάτι χωρίς να κάνει πολύ θόρυβο).
Ρουπουτώ = Χτυπώ, π.χ. την πόρτα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Ρόπτρον/Επίσπαστρον θύρας (μεταλλικό αντικείμενο προσαρμοσμένο σε εξωτερική θύρα με το ποίον χτυπούν τη πόρτα).
Αδοκιούμαι = Έχω κατά νου. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Δοκώ (πιστεύω, θεωρώ, νομίζω).
Πουκάρ = Η ποσότητα μαλλιού που παίρνουμε από ένα πρόβατο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Πόκος (το σύνολο του μαλλιού του αμνοερίφιου).
Διαλάζ’ = Αστράφτει. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Διαλάμπω (λάμπω καθ΄ υπερβολή).
Έμπηξε = Έφαγε μέχρι σκασμού. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Πήγνυμι (εισάγω κάτι με πίεση, με το ζόρι).
Έβαξε = ”Έβαξε όλο το χωριό”. Διαδόθηκε σ΄ όλο το χωριό. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Βάξις (η φήμη, ως γνωστόν διαδίδεται παντού).
Αρνίθια = Οι κότες. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Όρνιθες.
Μουρός = Ο χαζός. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Μωρός (ανόητος, χαζός).
Aλούπα = Η αλεπού. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Αλώπηξ.
Όφιος = Είδος φιδιού. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Όφις.
Τηρώ = Βλέπω. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Οράω, Ορώ (βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ).
Πνακ’ = Το μικρό πιάτο. Προέρχεται από την λέξη Πινάκιο. (επιτραπέζιο σκεύος, συνήθως πήλινο, που χρησιμοποιείται στο σερβίρισμα φαγητού, το πιάτο.)
Αγγειό = Σκεύος που τοποθετούμε νερό, κανάτα κλπ. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Αγγείον
Λάπατο = Το άγριο λάχανο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Λάπαθον.
Μαλάθα = Το μικρό πλεκτό καλαθάκι που είναι εύκαμπτο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Μαλάττω, που σημαίνει μαλακώνω.
Ξενομώ = καταδιώκω, διώχνω. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Νέμομαι, που σημαίνει ότι έχω τη νομή ενός πράγματος, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης ενός περιουσιακού στοιχείου (χωρίς κατ’ ανάγκη να έχω και την πλήρη κυριότητα αυτού).
Φουλτάκ’ = Η (ιατρική) φουσκάλα, μεγάλη φυσαλίδα στο δέρμα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Φλύκταινα.
Πιαλώ = πηγαίνω. Προέρχεται από το μεσαιωνικό ελληνικό ρήμα Πιλαλώ. (Π.χ. που πιαλάς; – που πηγαίνεις;)
Πεδικώνομαι = Χάνω τον βηματισμό μου και σκοντάφτω. Προέρχεται από το Πεδικλώνω, μεσαιωνική ελληνική πεδικλῶ.
Nταμ’ = Παράπηγμα – Ντάμια : Παραπήγματα. Προέρχεται από το δομῶ (κτίζω, φτιάχνω κάτι με δομή).