Καστοριά

Βιοποικιλότητα και τουρισμός

Άρθρο του Θόδωρου Βασιλείου στην εφημερίδα “Ελληνικός τουρισμός”
ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ
Η ποικιλία των βιολογικών ειδών έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε ένα από τα κύρια αντικείμενα των προσπαθειών προστασίας του περιβάλλοντος, εκ μέρους των διεθνών οργανισμών.
Ως Βιολογική Ποικιλότητα ορίζεται/εννοείται η ποικιλομορφία που εμφανίζεται ανάμεσα στους ζωντανούς οργανισμούς όλων των ειδών των χερσαίων, θαλάσσιων και άλλων υδάτινων οικοσυστημάτων και οικολογικών συμπλεγμάτων στα οποία οι οργανισμοί αυτοί ανήκουν.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ
Η βιοποικιλότητα θα μπορούσε να διακριθεί σε τρία βασικά δομικά επίπεδα, δηλαδή
α) την γενετική ποικιλότητα
β) την οργανισμική ποικιλότητα (ποικιλότητα των ειδών)
γ) την οικολογική ποικιλότητα (ποικιλότητα οικοσυστημάτων)
ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ
Ο απλούστερος δείκτης της ποικιλότητας είναι φυσικά ο αριθμός των ειδών της βιοκοινότητας , δηλαδή ο πλούτος ή η πυκνότητα των ειδών (species richness ή species density). (Καρανδεινός, 2007: 138)
Στην πράξη, για τη μέτρηση της βιολογικής ποικιλότητας χρησιμοποιείται ο δείκτης της αφθονίας των ειδών.
Ο κόσμος των ζωντανών οργανισμών διακρίνεται από απεριόριστη και θαυμαστή πολυπλοκότητα.
Εκτιμάται ότι κάθε δεκαετία εξαλείφεται το 1-8% (ανάλογα με την ομάδα) των ειδών του πλανήτη, ενώ τα περισσότερα από τα είδη που έζησαν στη Γη έχουν εξαφανιστεί, σε ποσοστό που υπερβαίνει το 99%.
Σήμερα, ο εκτιμώμενος αριθμός ειδών Βιόσφαιρας κυμαίνεται από 5 έως 100 εκατομμύρια, με πιθανότερη τιμή γύρω στα 12,5 εκατομμύρια. Από αυτά, μόνο 1,7 εκατ. είδη έχουν περιγραφεί και ταξινομηθεί από την επιστήμη.
Ο σημερινός ρυθμός εξαφάνισης ειδών είναι μεταξύ 50 και 1000 φορές μεγαλύτερος του φυσικού ρυθμού. Το 1996 θεωρούνταν ως απειλούμενα το 25% των θηλαστικών, το 11% των πτηνών, περισσότερο από το 25% των ψαριών του γλυκού νερού και ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ασπόνδυλων ζώων.
Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2100 θα μειωθεί η βιοποικιλότητα στο ένα τρίτο των ειδών που υπάρχουν σήμερα.
Η ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η Ελλάδα φιλοξενεί μια ιδιαίτερα σημαντική ποικιλία ειδών, οικοσυστημάτων και τοπίων, γεγονός που αποδίδεται στη γεωγραφική της θέση, άμεσο αποτέλεσμα της οποίας είναι η μεγάλη διαφοροποίηση του κλίματος που κυμαίνεται από μεσογειακό στα νότια μέχρι και ηπειρωτικό (κεντροευρωπαϊκό) στα βόρεια και στις περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, επηρεάζοντας αντίστοιχα τα επιφανειακά ύδατα, τη χλωρίδα και την πανίδα.
Το έντονο εδαφικό ανάγλυφο της Ελλάδας, το μεγάλο μήκος ακτών και τα πολυάριθμα νησιά διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα ποικίλο φυσικό τοπίο, ευνοούν τη γεωγραφική απομόνωση πληθυσμών και συμβάλλουν σε αυξημένα ποσοστά ενδημισμού. Για τους λόγους αυτούς, η ελληνική φύση παρουσιάζει εξαιρετικό πλούτο, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά το μικρό μέγεθος της χώρας.
Έως σήμερα έχουν καταγραφεί 23.130 είδη ζώων της ξηράς και των γλυκών νερών και άλλα 3.500 θαλάσσια είδη. Επίσης έχουν καταγραφεί 3.956 ενδημικά είδη της ξηράς και των γλυκών νερών, σε συγκεκριμένες δε ομάδες ζώων το ποσοστό ενδημισμού φτάνει το 64%. Η Ελλάδα αποτελεί σημαντική περιοχή για την ευρωπαϊκή και τη μεσογειακή πανίδα και χλωρίδα.
Η χλωρίδα του ελλαδικού χώρου είναι από τις πλουσιότερες της Ευρώπης και περιλαμβάνει το 30% περίπου της χλωρίδας ολόκληρης της παραμεσογείου περιοχής.
Για την Ελλάδα αναφέρονται 5500 είδη χλωρίδας ανώτερων φυτών. Περίπου 4% των ειδών θεωρούνται απειλούμενα και ένα ίσο ποσοστό προστατεύεται βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας.
ΟΙ ΟΙΚΟΤΟΠΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
H Ελλάδα φιλοξενεί 85 τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, εκ των οποίων σχεδόν το ένα τρίτο ανήκουν στην κατηγορία των δασών (27 τύποι ή 32%). Οι παράκτιοι και αλοφυτικοί οικότοποι αντιπροσωπεύουν περίπου το 16,4% των τύπων οικοτόπων Κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαντούν στην Ελλάδα (14 από τους 85 τύπους) και κατά φθίνουσα σειρά ακολουθούν οι οικότοποι γλυκών υδάτων (9 ή 10,6%), οι παράκτιες θίνες και οι φυσικές και ημιφυσικές χλοώδεις διαπλάσεις (από 8 τύπους ή 9,4% η κάθε κατηγορία), οι λόχμες με σκληρόφυλλη βλάστηση (7 τύποι ή 8,2%), οι βραχώδεις οικότοποι και τα σπήλαια (6 τύποι ή 7%) οι τυρφώνες και βάλτοι (4 τύποι ή 4,7%), και τέλος, τα εύκρατα χέρσα εδάφη και οι λόχμες (2 τύποι ή 2,3%).
Το 58% των τύπων που απαντούν στην Ελλάδα, βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, 26 τύποι (30%) βρίσκονται σε ανεπαρκή κατάσταση και 7 τύποι οικοτόπων εντοπίζονται σε κακή κατάσταση διατήρησης. Οι 7 αυτοί τύποι ανήκουν όλοι στην κατηγορία «παράκτιοι και αλοφυτικοί οικότοποι», στοιχείο που δηλώνει ότι οι μισοί από τους οικοτόπους αυτής της κατηγορίας (7 από 14) βρίσκονται σε κακή κατάσταση.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ
Η διατήρηση της βιοποικιλότητας έχει μεγάλη σημασία, κυρίως επειδή η εξαφάνιση ενός είδους χλωρίδας ή πανίδας αποτελεί ανεπανόρθωτη περιβαλλοντική απώλεια, δεδομένου ότι κανένας φυσικός μηχανισμός, αλλά ούτε και η σύγχρονη τεχνολογία είναι σε θέση να την ξαναδημιουργήσει.
Η σημασία της βιοποικιλότητας για τη διατήρηση της ζωής πάνω στη Γη και ιδιαίτερα για το ανθρώπινο είδος είναι προφανής. Οι βιολογικοί πόροι και η ποικιλία τους με τα “αγαθά” που εξασφαλίζουν (π.χ. τροφή, φαρμακευτικές ουσίες, οικοδομικά υλικά, καύσιμα, βιομηχανικές πρώτες ύλες κ.ά.) και οι ‘υπηρεσίες’ των φυσικών οικοσυστημάτων (π.χ. καθαρισμός του αέρα και του νερού, αποδόμηση αποβλήτων κ.ά.) συνιστούν παράγοντες πρωταρχικής σημασίας για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους και την ανάπτυξη του πολιτισμού.
Τα κυριότερα επίπεδα εκμετάλλευσης αφορούν στην παροχή τροφής (π.χ. κρέας, φρούτα, λαχανικά), στη συμβολή της βιοποικιλότητας στην ιατρική (π.χ. παρασκευάσματα και φάρμακα βασισμένα σε φυτικά ή μικροβιακά προϊόντα ή σε παράγωγα και συνθετικές μορφές τους, χρήση ζώων ως πειραματόζωα), στο βιολογικό έλεγχο των καλλιεργειών (π.χ. χρήση ειδών ως φυσικοί εχθροί άλλων επιβλαβών ειδών σε καλλιέργειες), στην παροχή βιομηχανικών υλικών (π.χ. κατασκευαστικά υλικά όπως ίνες, χρώματα, ρετσίνι, ελαστικά, ξυλεία), στις καλλιέργειες αναψυχής και τον οικοτουρισμό (π.χ. κυνήγι, ψάρεμα, εκτροφή ζώων και έκθεσή τους σε μουσεία, ενυδρεία ή ζωολογικούς κήπους).
ΕΜΜΕΣΗ ΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ
Η έμμεση χρηστική αξία της βιοποικιλότητας πηγάζει από τις πολλαπλές λειτουργίες της, οι οποίες συνεισφέρουν στην ποιότητα ζωής του ανθρώπου.
Ορισμένες από τις υπηρεσίες του οικοσυστήματος είναι καθαρισμός του αέρα και του νερού, αποδόμηση αποβλήτων, μερική σταθεροποίηση του κλίματος, ανακύκλωση θρεπτικών συστατικών, δημιουργία εδάφους και αυξηση της γονιμοτητας του, προστασία από τη διάβρωση, τις πλημμύρες και την ξηρασία, επικονίαση καλλιεργούμενων φυτών και έλεγχος των ζιζανίων, δυνατότητες βελτίωσης των οικονομικά εκμεταλλεύσιμων ποικιλιών και αύξηση της απόδοσης των αγροτικών δραστηριοτήτων, δυνατότητες ανάπτυξης της βιοτεχνολογίας και του ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, αισθητική απόλαυση κ.ά.
Για το λόγο αυτό, η προστασία για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σήμερα, θα παρέχει στις μελλοντικές γενιές τη δυνατότητα να διατηρήσουν και να εκτιμήσουν την ποικιλία των ειδών. Αυτό μας οδηγεί στην κληρονομική αξία, δηλαδή τη δυνατότητα να περάσουμε τη βιοποικιλότητα ανέπαφη (όσο είναι δυνατόν) στις μελλοντικές γενιές.
ΑΠΕΙΛΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ
Δεν αμφισβητείται ότι είμαστε μάρτυρες της μεγαλύτερης εξαφάνισης ειδών στην ιστορία.
Οι σημαντικότεροι λόγοι υποβάθμισης της βιοποικιλότητας είναι:
α) Η καταστροφή ή κατάτμηση οικολογικών ενδιαιτημάτων (χώροι τροφής, αναπαραγωγής κλπ), περιλαμβανομένων των αλλαγών χρήσεων γης (κυρίως λόγω της απόδοσής τους στη γεωργία), των διευθετήσεων των ποταμών και των απολήψεων νερού από αυτούς, της απώλειας των κοραλλιογενών σχηματισμών και της βλάβης στους πυθμένες των
β) Η υπερβολική εκμετάλλευση (αλιεία, υλοτομία, θήρα, εμπόριο κλπ), γ) Η εισαγωγή ξενικών ειδών στα οικοσυστήματα η οποία έχει αυξηθεί από τις αυξημένες μετακινήσεις λόγω εμπορίου και ταξιδιών, περιλαμβανομένου και του τουρισμού, δ) Η τοξική ρύπανση τροφικών αλυσίδων.
ε) Η ρύπανση νερών, αέρα, εδάφους κλπ
στ) Η προοπτική κλιματικής αλλαγής και ειδικότερα οι αυξήσεις στη θερμοκρασία.
Η κλιματική αλλαγή όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται ως σοβαρή απειλή, ιδίως σε ό,τι αφορά τα παράκτια, αλπικά και αρκτικά είδη και ενδιαιτήματα. Ειδικά για τη βιοποικιλότητα στις παράκτιες και θαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου, οι απειλές, όπως έχουν αναγνωρισθεί στο Στρατηγικό Πρόγραμμα Δράσης στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βαρκελώνης (2003), είναι η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στην παράκτια ζώνη, περιλαμβανομένου του τουρισμού, η αλιεία σε ευαίσθητα οικοσυστήματα (π.χ. Λιβάδια Ποσειδωνίας, κοραλλιογενείς περιοχές, μικρούς όρμους και σπηλιές), η παράνομη αλιεία, η υπεραλίευση και η απουσία δεδομένων παρακολούθησης, η εισβολή ξενικών ειδών, η κατασκευή φραγμάτων, η ρύπανση, παγκόσμια φαινόμενα (π.χ. ερημοποίηση, διάβρωση εδαφών, ανύψωση της στάθμης, αύξηση της αλατότητας και της θερμοκρασίας της θάλασσας), και το εμπόριο απειλούμενων ειδών.
Για το λόγο αυτό, πολλές διεθνείς οργανώσεις συμβάλλουν στην καταγραφή, προστασία και διάσωση της βιοποικιλότητας.
Κάποιοι από τους σημαντικότερους φορείς για τη διατήρηση και προστασία της βιοποικιλότητας είναι: η Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (International Union Conservation of Nature – IUCN) και ο θυγατρικός της φορέας, το Παγκόσμιο Ταμείο για την Άγρια Ζωή (World Wildlife Fund – WWF) καθώς και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πληροφόρησης για τη Βιοποικιλότητα (Global Biodiversity Information Facility – GBIF) με στόχο να καταστήσει τα δεδομένα της βιοποικιλότητας παγκοσμίως διαθέσιμα.
Τουρισμός και Βιοποικιλότητα
Η βιοποικιλότητα είναι ζωτικής σημασίας για τον τουρισμό.
Οι ακτές, τα βουνά, τα ποτάμια και τα δάση είναι σημαντικά αξιοθέατα για τους τουρίστες σε όλο τον κόσμο. Ο τουρισμός στην Καραϊβική, τη Μεσόγειο και μεγάλο μέρος της Νοτιοανατολικής Ασίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ευκαιρίες αναψυχής που παρέχονται από το παράκτιο περιβάλλον τους.
Η άγρια ζωή και τα τοπία είναι σημαντικά αξιοθέατα για τον τουρισμό στις ορεινές περιοχές.
Η βιοποικιλότητα παίζει διαφορετικούς ρόλους σε διαφορετικούς τύπους τουρισμού.
Όλος ο τουρισμός – ακόμη και στα κέντρα των πόλεων – βασίζεται σε φυσικούς πόρους για προμήθειες τροφίμων, καθαρού νερού και άλλων «υπηρεσιών οικοσυστήματος» που τελικά εξαρτώνται από τη βιοποικιλότητα.
Για τα περισσότερα άλλα είδη τουρισμού, η βιοποικιλότητα συμβάλλει σημαντικά στην ελκυστικότητα και την ποιότητα των προορισμών και συνεπώς στην ανταγωνιστικότητά τους.
Για παράδειγμα, η ποιότητα των παράκτιων υδάτων και η φυσική βλάστηση είναι τύποι οικοσυστημάτων που συμβάλλουν στην ελκυστικότητα του προορισμού.
Η βιοποικιλότητα αποτελεί επίσης άμεσο πόλο έλξης στην καρδιά των τουριστικών προϊόντων που βασίζονται στη φύση – όπως η παρατήρηση άγριας ζωής, οι καταδύσεις ή ο τουρισμός σε προστατευόμενες περιοχές, όπως και κάθε άλλη μορφή οικοτουρισμού και τουρισμού υπαίθρου.
Ωστόσο, η βιοποικιλότητα βρίσκεται υπό πίεση παγκοσμίως και έχει υποστεί σοβαρές απώλειες καθώς περισσότερη γη διατίθεται για ανθρώπινη χρήση.
Το 2005, η αξιολόγηση των οικοσυστημάτων της τελευταίας χιλιετίας που έκανε ο ΟΗΕ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες απειλούσαν την ικανότητα της Γης να συντηρεί τις μελλοντικές γενιές.
Η διάθεση της γης για τουριστικές επενδύσεις έχει συμβάλει σε αυτές τις απώλειες, ιδιαίτερα σε παράκτιες και ορεινές περιοχές.
Οι κατασκευές σε ακατάλληλη τοποθεσία έχουν καταστρέψει τις φυσικές παράκτιες άμυνες της φύσης, καθιστώντας τες πιο επιρρεπείς σε ζημίες από καταιγίδες.
Αντίστοιχα κάποιες άλλες θεωρητικά πράσινες επενδύσεις (βιομηχανικές ΑΠΕ) έχουν καταστρέψει την ορεινή βλάστηση και τα εδάφη, καθιστώντας τα πιο επιρρεπή σε διάβρωση και αυξάνοντας τους κινδύνους πλημμύρας.
Η φυσική πίεση από τους πολλούς επισκέπτες που ενδιαφέρονται και θέλουν να επισκεφτούν τοποθεσίες με πλούσια βιοποικιλότητα αλλά εύθραυστα περιβάλλοντα, έχει επίσης δημιουργήσει προβλήματα.
Για παράδειγμα, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι καταστρέφονται εύκολα σε πολύ χρησιμοποιούμενες τοποθεσίες αυτόνομης κατάδυσης.
Επίσης η ανοργάνωτη και αφύλακτη καταπάτηση των ορεινών περιοχών από τους επισκέπτες μπορούν να αλλάξουν και, τελικά, να καταστρέψουν τη βλάστηση σε αυτές.
Επειδή οι σημασία του οικοσυστήματος και η βιοποικιλότητα είναι ζωτικής σημασίας για τον τουρισμό, είναι λογικό οι προορισμοί και ο τουριστικός τομέας να τους προστατεύουν ως πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία που συμβάλλουν στη μακροπρόθεσμη επιτυχία του τουρισμού.
Επιπλέον, ο τουρισμός μπορεί να προσφέρει ένα θετικό ερέθισμα για τη διατήρηση, όταν η βιοποικιλότητα αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης.
Αν και αυτό αναγνωρίζεται από πολλούς στον τουριστικό τομέα και σε δημόσιους φορείς με αρμοδιότητες για τον τουρισμό, η προστασία της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων είναι κοινή ευθύνη όλων, γεγονός που απαιτεί συντονισμένη δράση εντός του τουριστικού τομέα και μεταξύ του τουρισμού και άλλων τομέων – συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης, της κοινωνίας των πολιτών και ΜΚΟ.
Ειδικότερα, αυτό πρέπει να βασίζεται σε σαφή πλαίσια δράσης, όπως τα εθνικά σχέδια αειφόρου τουρισμού και οι εθνικές στρατηγικές για τη βιοποικιλότητα.
Προκειμένου να αναστραφεί η μείωση της βιοποικιλότητας, οι προκλήσεις για τον τουριστικό τομέα και εκείνους που βρίσκονται στην κυβέρνηση με αρμοδιότητες για τον τουρισμό είναι:
Η εφαρμογή των υφιστάμενων οδηγιών, πλαισίων και βέλτιστων πρακτικών για τη βιοποικιλότητα και τις υπηρεσίες οικοσυστημάτων,στον τουρισμό·
Η θεσμοθέτηση των τρόπων με τους οποίους αυτές οι επιπτώσεις μπορούν αποφευχθούν ή να ελαχιστοποιηθούν.
Η κατανόηση της αξίας της βιοποικιλότητας για τον τουρισμό και της δυνατότητας του τουρισμού να συμβάλει θετικά στη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Η ενσωμάτωση θεμάτων βιοποικιλότητας στον σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον τουρισμό.
Ο τουριστικός τομέας δρα ήδη για να μειώσει τις επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα και να υποστηρίξει τη διατήρηση.
Για παράδειγμα, ορισμένες τουριστικές επιχειρήσεις έχουν δημιουργήσει κεφάλαια για να υποστηρίξουν έργα διατήρησης και άλλες ενθαρρύνουν τους τουρίστες να κάνουν εθελοντικές δωρεές σε οργανισμούς διατήρησης στις περιοχές που επισκέπτονται. Η εφαρμογή πρακτικών βιώσιμου τουρισμού συμβάλλει στη μείωση των πιέσεων στη βιοποικιλότητα, ιδίως με τη μείωση της παραγωγής απορριμμάτων και τη βελτίωση της διαχείρισης και διαχείρισης των απορριμμάτων· με την προώθηση της πιο βιώσιμης χρήσης των φυσικών πόρων, για παράδειγμα μέσω της προμήθειας τροφίμων στις τουριστικές αλυσίδες εφοδιασμού και με τη διαχείριση τουριστικών δραστηριοτήτων για την ελαχιστοποίηση της ενόχλησης στα φυτά, τα ζώα και τους οικοτόπους τους.
Οι τουριστικές επιχειρήσεις μπορούν να υιοθετήσουν πολλές απλές ενέργειες για να βοηθήσουν στην προστασία της βιοποικιλότητας.
Ορισμένες τουριστικές επιχειρήσεις συνεισφέρουν σημαντικά με τη δημιουργία εμπορικών δραστηριοτήτων που συνδέονται άμεσα με τη διατήρηση της φύσης, παρέχοντας μερίδιο εισοδήματος σε προστατευόμενες περιοχές, διατηρώντας μια ροή τουριστών – άρα και εισοδήματος – σε περιοχές όπου αυτό είναι ζωτικής σημασίας, ώστε να χρηματοδοτηθούν έργα διατήρησης του τοπικού οικοσυστήματος
Δράσεις για τον τουρισμό και τη βιοποικιλότητα υποστηρίζονται επίσης από ΜΚΟ και διεθνείς οργανισμούς.
Το Ίδρυμα των Ηνωμένων Εθνών, η Rainforest Alliance, το UNEP και ο UNWTO ηγήθηκαν ενός συνασπισμού περισσότερων από 40 οργανισμών για την ανάπτυξη των παγκόσμιων κριτηρίων για τον αειφόρο τουρισμό, τα οποία περιλαμβάνουν τη βιοποικιλότητα.
Το παγκόσμιο Συμβούλιο Αειφόρου Τουρισμού έχει συσταθεί για να υποστηρίξει την εφαρμογή των κριτηρίων.
Η IUCN έχει αναπτύξει διάφορα υλικά καθοδήγησης για τον τουρισμό και τη βιοποικιλότητα, συμπεριλαμβανομένων των Οδηγιών για τον Τουρισμό σε Πάρκα και Προστατευόμενες Περιοχές, που δημοσιεύθηκαν το 2001 σε συνεργασία με το UNEP και τον UNWTO. Ο UNWTO και το Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO εργάζονται από κοινού για την ενίσχυση της βιώσιμης διαχείρισης του τουρισμού στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων των Conservation International, The Nature Conservancy και WWF, και αναπτυξιακών φορέων όπως SNV, GTZ, USAID και η Παγκόσμια Τράπεζα συμμετέχουν σε έργα βιοποικιλότητας και τουρισμού.
Η βιοποικιλότητα είναι ο κύριος τουριστικός πόλος έλξης σε μια σειρά αναπτυσσόμενων χωρών με hotspot βιοποικιλότητας, όπως: Μαδαγασκάρη, Ουγκάντα, Τανζανία, Νότια Αφρική, Κόστα Ρίκα, Εκουαδόρ και Μπελίζ. Η πούσια βιοποικιλότητα τους είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην επιλογή των επισκεπτών που έρχονται σε αυτούς τους προορισμούς, παρόλο που μόνο ένα ποσοστό από αυτούς μπορεί να έρθει κυρίως για να δει την άγρια ζωή. Μόλις βρεθούν σε αυτούς τους προορισμούς, οι επισκέπτες μπορούν επίσης
να επιλέξουν να παρατείνουν τη διαμονή τους για να γνωρίσουν άλλα τουριστικά αξιοθέατα, όπως τοποθεσίες πολιτισμού ή πολιτιστικής κληρονομιάς ή θέρετρα αναψυχής. Η εικόνα που δημιουργείται από τη βιοποικιλότητα αυτών των προορισμών είναι επομένως σημαντική για το μάρκετινγκ όλων των μορφών τουρισμού που προσφέρουν, είτε αυτές βασίζονται κυρίως στη βιοποικιλότητα είτε όχι.
Ο τουρισμός λοιπόν έχει θετικές και αρνητικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα.
Μπορεί να συμβάλλει και στην προστασία των περιοχών από άλλες πιο επιζήμιες μορφές ανάπτυξης επενδύοντας στη διατήρηση και αποκατάσταση των οικοσυστημάτων.
Μπορεί ταυτόχρονα να έχει επίσης και σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον που προκύπτουν από τη μετατροπή της γης για τουρισμό, την ακατάλληλη τοποθεσία του τουρισμού, τη ρύπανση και τα απόβλητα, την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την ενόχληση της άγριας ζωής. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει επίσης αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις που συνδέονται με συγκρούσεις σχετικά με τη χρήση των πόρων, συγκρούσεις μεταξύ τουριστικής βιομηχανίας και τοπικών πολιτιστικών κανόνων και αξιών ή και οικονομικών επιλογών ανάπτυξης όσων δεν μπορούν να εργαστούν στον τουρισμό.
Καθώς ο τουρισμός συνεχίζει να επεκτείνεται, περισσότερη γη διατίθεται σε τουριστικές χρήσεις – για παράδειγμα για την παροχή περισσότερων καταλυμάτων και τουριστικών εγκαταστάσεων, όπως γήπεδα γκολφ ή άλλες εγκαταστάσεις – και οι υπάρχουσες τουριστικές περιοχές χρησιμοποιούνται πιο εντατικά. Ο μέσος ρυθμός επέκτασης του διεθνούς τουρισμού είναι 3-4% ετησίως παγκοσμίως, αν και σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες ο ρυθμός επέκτασης είναι τουλάχιστον διπλάσιος από αυτόν. Ο εγχώριος τουρισμός είναι πιθανό να επεκτείνεται με παρόμοιους, ή πιθανώς, ταχύτερους ρυθμούς.
Η μετατροπή της γης σε τουριστικές χρήσεις έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της βιοποικιλότητας που κατά τα άλλα υποστηρίζει και μπορεί επίσης να επηρεάσει τη βιοποικιλότητα στις γύρω περιοχές, για παράδειγμα υπερβολική τουριστική ανάπτυξη σε μια περιοχή μπορεί να εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των ζώων κατακερματίζοντας έτσι τους πληθυσμούς των ζώων σε μικρότερες ομάδες.
Από τα σχεδόν 48.000 είδη φυτών και ζώων που περιλαμβάνονται στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN, τα 1.761 αναφέρεται ότι απειλούνται από τις τουριστικές εξελίξεις.
Η μείωση των εκπομπών άνθρακα παραμένει προτεραιότητα στον τουριστικό τομέα, τόσο με την αποτελεσματικότερη χρήση της ενέργειας όσο και με την αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Υπάρχει τεράστιο περιθώριο χρήσης εθελοντικών μηχανισμών αντιστάθμισης άνθρακα με διαπιστευμένες διαδικασίες και μηχανισμούς φιλικούς στο περιβάλλον.
Η ρύπανση από τα λύματα, συμπεριλαμβανομένων των λυμάτων, και των στερεών αποβλήτων που παράγονται από τον τουρισμό, καθώς και από τη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων σε τουριστικές εγκαταστάσεις, όπως αθλητικά γήπεδα και τοπία, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα.
Σε πολλά μέρη του κόσμου, η επεξεργασία των λυμάτων είναι ελάχιστη και η διάθεσή τους οδηγεί σε ευτροφισμό.
Πολλά είδη ζώων και φυτών είναι ευαίσθητα σε διαταραχές από ανθρώπινες δραστηριότητες.
Για παράδειγμα, η βλάστηση στα βουνά ή τα παράκτια συστήματα αμμόλοφων καταστρέφεται από την έντονη ανθρώπινη παρουσία.
Τα ζώα μπορούν να επηρεαστούν και να ενοχληθούν από τον τουρισμό με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα οι θαλάσσιες χελώνες επηρεάζονται από τα φώτα σε ξενοδοχεία που βρίσκονται δίπλα σε παραλίες φωλιάσματος χελωνών.
Και τα κοράλλια υπόκεινται σε τυχαία ζημιά από αυτοδύτες. Η ενόχληση μειώνει επίσης την επιτυχία αναπαραγωγής των περισσότερων ειδών.
Οι αρνητικές επιπτώσεις του τουρισμού μπορούν να μειωθούν με διάφορα απλά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων ελέγχων και κεντρικού σχεδιασμού για την προστασία βασικών τοποθεσιών βιοποικιλότητας και ευαίσθητων περιοχών από την τουριστική ανάπτυξη.
Επίσης με την υιοθέτηση χρήση πρακτικών περιβαλλοντικής διαχείρισης για τη μείωση των επιπέδων αποβλήτων και τη σωστή επεξεργασία και διάθεση των υπολειπόμενων αποβλήτων.
Θετικά συμβάλλει και η εφαρμογή βιώσιμων πλάνων προμηθειών μόνο από βιώσιμες πηγές.
Άλλο παράδειγμα είναι και η οργανωμένη διαχείριση ομάδων περιηγητών για την ελαχιστοποίηση της ενόχλησης της άγριας ζωής.
ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Όπως προαναφέρθηκε ο τουρισμός έχει και θετικές επιπτώσεις ιδιαίτερα στην απασχόληση και οικονομική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τον UNWTO, ο τουρισμός παρέχει περισσότερες από 75 εκατομμύρια άμεσες θέσεις εργασίας παγκοσμίως, πολλές από αυτές τις θέσεις εργασίας συνδέονται με τουρίστες των οποίων η επιλογή του προορισμού γίνεται με βάση το φυσικό περιβάλλον και το οποίο για αυτούς είναι ο κύριος πόλος έλξης.
Το εισόδημα και η τοπική και η απασχόληση που δημιουργείται από τον τουρισμό που βασίζεται στη βιοποικιλότητα, μπορεί να δημιουργήσει ένα ισχυρό κίνητρο για τις τοπικές κοινωνίες, την τοπική αυτοδιοίκησης και τις κυβερνήσεις να προστατεύσουν και να επενδύσουν στη βιοποικιλότητα.
Τα έσοδα από τα τέλη εισόδου και χρήσης σε προστατευόμενες περιοχές και πάρκα, παρέχουν κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διαχείρισή τους.
Οι τουριστικές χρηματοοικονομικές ροές έχουν τη δυνατότητα να συμβάλλουν πολύ περισσότερο στη διαχείριση της παγκόσμιας περιουσίας των οικοτόπων.
Η επίτευξη των θετικών επιπτώσεων του τουρισμού απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και τακτικό διάλογο με τους τοπικούς φορείς κατά τον σχεδιασμό και τη λειτουργία των τουριστικών περιοχών.
Ειδικότερα, ο τουρισμός δύναται να παρέχει κίνητρο για την προστασία της βιοποικιλότητας μόνο εάν το εισόδημα και η απασχόληση που δημιουργεί κατανέμονται δίκαια μεταξύ των κατοίκων της περιοχής και των διάφορων κοινωνικών ομάδων.
Εάν αυτά τα οφέλη πηγαίνουν μόνο σε λίγους τοπικούς επιχειρηματίες ή εάν οι περισσότεροι εργαζόμενοι προέρχονται από άλλες περιοχές, ο τουρισμός είναι πιθανό να προκαλέσει εντάσεις και δυσαρέσκεια σε τοπικό επίπεδο και να υπονομεύσει την υποστήριξη για την προστασία της βιοποικιλότητας. Είναι εξίσου σημαντικό να διασφαλιστεί ότι ο τουρισμός και η διατήρηση δεν επιβαρύνουν επιπλέον τους ντόπιους, για παράδειγμα μειώνοντας ή εμποδίζοντας την πρόσβασή τους σε πόρους διαβίωσης. Αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν περαιτέρω στην ομοψυχία της τοπικής κοινότητας , στην καταπολέμηση της φτώχειας και την διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Ο τουριστικός τομέας έχει τόσο το κίνητρο όσο και την ικανότητα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προστασία της βιοποικιλότητας.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, υπάρχουν πολλά παραδείγματα δράσεων του τουριστικού τομέα που συμβάλλουν στην προστασία της βιοποικιλότητας και στη δημιουργία οικονομικών οφελών από την προστασία της βιοποικιλότητας μέσω του αειφόρου τουρισμού. Οι δράσεις αυτές αφορούν τον τουρισμό όλων των τύπων και κλίμακας.
Ακόμη και στις αστικές περιοχές, ο τουριστικός τομέας έχει αποτύπωμα στη βιοποικιλότητα σε μια πολύ ευρύτερη περιοχή.
Απλές ενέργειες, όπως η διασφάλιση ότι οι προμήθειες τροφίμων θα προέρχονται από τοπικές βιώσιμες πηγές ή ότι τα ξενοδοχεία προωθούν εκδρομές στους επισκέπτες τους που ωφελούν στη διατήρηση της φύσης, μπορούν όλα να βοηθήσουν στην προστασία της βιοποικιλότητας και του οικοσυστήματος.
Ο τουριστικός τομέας πρέπει να στραφεί σε ένα σύστημα όπου θα συνεισφέρει στην διατήρησης του οικοσυστήματος εξασφαλίζοντας έσοδα για αυτόν τον σκοπό.
π.χ. τα τέλη εισόδου και χρήσης (π.χ. τέλη κατάδυσης) που χρεώνονται από ορισμένες προστατευόμενες περιοχές ή τέλη αντιστάθμισης άνθρακα που ορισμένες τουριστικές επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να εισάγουν σε εθελοντική βάση. Αντίστοιχες πολιτικές σε εθνικό επίπεδο μπορούν να εφαρμόσουν οι κυβερνήσεις μέσω φορολογικών μηχανισμών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ αυτής της φορολογίας και της χρηματοδότησης της διατηρησιμότητας ενός οικοσυστήματος.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η τουριστικές υποδομές θα πρέπει να σχεδιάζονται προσεκτικά και οι τουριστικές δραστηριότητες να προγραμμίζονται κατά τρόπο ώστε να προστατεύεται η φυσική κληρονομιά των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας και να εξασφαλίζεται η διατήρηση των απειλούμενων ειδών και της άγριας ζωής.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη στην τουριστική ανάπτυξη, και ιδιαίτερα οι επαγγελματίες, θα πρέπει να συμφωνήσουν στην επιβολή περιορισμών στις δραστηριότητές τους όταν αυτοί ασκούνται σε ιδιαίτερα ευαίσθητες ή προστατευόμενες περιοχές.
Οι τοπικοί πληθυσμοί θα πρέπει να συνδέονται με τις τουριστικές δραστηριότητες και να μοιράζονται δίκαια τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά οφέλη που παράγουν και ιδίως στη δημιουργία άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας που προκύπτουν από αυτές.
Η επιτυχής ανάπτυξη του τουρισμού σε μια τοποθεσία εξαρτάται από την τοποθέτηση της στην παγκόσμια αγορά, τις υποδομές μεταφορών, την αξιοπιστία και τους χρόνους ταξιδιού, την διαθεσιμότητα κατάλληλων καταλυμάτων, ζητήματα υγείας και ασφάλειας και διαθεσιμότητα αξιόπιστων τοπικών επιχειρήσεων που υποστηρίζουν τον τουρισμό.
Η επίλυση όλων αυτών των πολύπλοκων ζητημάτων σε συνδυασμό με την διατηρησιμότητα και την βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων, αναδεικνύουν την ανάγκη της ολοκληρωμένης διαχείρισης ενός προορισμού, υπο την ηγεσία ενός κατα βάση δημόσιου φορέα και την ισχυρή συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας.
Πηγές:
World Tourism Organization
Δήμητρα Παλληκάρη πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας
Gaston & Spicer, – ΥΠΕΧΩΔΕ
Πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο για ανάγνωση ολόκληρης της εφημερίδας

Back to top button