Καστοριά

Η σημαία (διήγημα του Δημήτρη Ιωαννίδη)

Η μεγάλη γέφυρα είχε ακριβώς στη μέση της δύο λωρίδες χρώματος: από κει κόκκινο, από δω γαλάζιο. Ήταν γέφυρα μεσιακή, βλέπεις, σύνορο! Ήταν η περιβόητη γέφυρα των Κήπων. Πάνω από τον ποταμό Έβρο.
Στην από κει μεριά κυμάτιζε μια τεράστια κόκκινη σημαία, η ημισέληνος, στην από δω μεριά δεν κυμάτιζε τίποτα! Έχασκε στον ουρανό μόνο του το κοντάρι, βαμμένο ασπρογάλαζο…
Αν δεν ήξερε κανείς, θα ένιωθε ντροπή. Είναι δυνατόν;
Μα, τί είχε συμβεί; Ποιος επέβαλε αυτή την κατάσταση;
Τίποτε άλλο από ένα ατύχημα! Το σκοινί, όπου δενόταν η μεγάλη σημαία, το ίδιο μεγάλη με την απέναντι αλλά γαλανόλευκη, είχε βγει απ’ το καρούλι του, τριμμένο ίσως απ’ τον συνεχή κυματισμό, μάλλον είχε κοπεί κι έτσι σήμερα ήμασταν χωρίς σημαία. Ήταν η απλούστερη ντροπή που θα μπορούσε να συμβεί, αλλά τόσο οδυνηρή να τη νιώθεις!
Ο λοχίας, ο υπεύθυνος του φυλακίου, κόντευε να πάθει απ’ το άγχος.
Τι ατύχημα κι αυτό…
Είχε ειδοποιήσει τη Διοίκηση κι εκείνοι ζήτησαν απ’ την Αλεξανδρούπολη ρεγκόβερ που θα σήκωνε ένα καλάθι, να ανέβει κάποιος να περάσει πάλι το σκοινί και ν’ αποκατασταθεί η εθνική υπερηφάνεια.
Στο φυλάκιο ήταν δεκατέσσερις άνδρες, ψηλοί σαν κυπαρίσια, που ντύνονταν εύζωνοι και πήγαιναν να σταθούν ευσταλείς στο παράπηγμα, βαμμένο κι αυτό κυανόλευκο, δίπλα στη διαχωριστική γραμμή. Τους κοιτούσαν οι διερχόμενοι και τους θαύμαζαν!
Σήμερα όμως; Χωρίς σημαία; Τί θα φαντάζονταν τόσοι και τόσοι που περνούσαν με τα ΙΧ, με τα πούλμαν και τα φορτηγά; Γιατί αναγκαστήκαμε να υποστείλουμε τη σημαία μας; Τί συμβαίνει;
Έφτασε το μεσημέρι και το ρεγκόβερ δεν είχε φανεί ακόμα. Και η ντροπή κυμάτιζε στη θέση της σημαίας…
Ήρθε ακόμα κι αυτή η ώρα του φαγητού. Τους το έφερνε με “καναδέζα” ο λοχίας υπηρεσίας απ’ τη μονάδα που ήταν στο χωριό Πέπλος, λίγα χιλιόμετρα παραπάνω.
Α, να ‘την η καναδέζα… Έφτασε στην ώρα της και πάρκαρε δίπλα στην κουζίνα.
Αντί για τον λοχία-συνοδηγό, κατέβηκε πηδώντας ένας μαυριδερός φανταράκος, που όλοι ήξεραν, καθώς τον είχαν συναντήσει να σουλατσάρει αδέσποτος στη μονάδα, αν δεν τον εύρισκαν να παρακολουθεί τηλεπαιχνίδια στην τηλεόραση του ΚΨΜ. Σχεδόν περιφρονημένος απ’ όλους, αφού δεν ήταν χρήσιμος σε τίποτα! Κανείς δεν τα έβαζε μαζί του, μιας και ήταν το βαρύτερο ποινικό μητρώο της μονάδας – δύο τόμοι δικαστικές ποινές έλεγαν οι γραφείς του 1ου Γραφείου – που ξέμεινε να υπηρετεί φυλακές, ίσες με μία δεύτερη θητεία!
Κοντός, μαυριδερός και βαρυποινίτης. Τα τρία κακά της μοίρας!
Ο λοχίας του φυλακίου έστειλε να παραλάβουν τη χύτρα από το αυτοκίνητο. Και τα ψωμιά! Έδωσε ένα τσιγάρο στον οδηγό.
– Πού τον βρήκες αυτόν για συνοδηγό; Σας τελείωσαν οι λοχίες;
– Ήθελε να έρθει για βόλτα. Βαρέθηκε, λέει, να τριγυρνάει στο στρατόπεδο. Ο λοχίας υπηρεσίας συμφώνησε.
– Έχουμε πρόβλημα με την σημαία, βλέπω κι αυτόν μπροστά μου, θα σημειώσω τη μέρα στο τζόκεϋ, να μη την ξεχάσω. Να την διηγούμαι στα γεράματά μου!
-Το ρεγκόβερ από το Τεχνικό θ’ αργήσει,
-να ξέρεις.
Το έχουν στείλει, λέει, για επισκευή στο συνεργείο της περιοχής.
– Όχι ρε.
-Τώρα; Όλα καλά;
Ο κοντός είχε παρατηρήσει ένα τεράστιο κοντάρι, ο πιο ψηλός ιστός που είχε δει, ίδιος μ’ εκείνον έξω από την Βουλή των Ελλήνων! Που δεν είχε τίποτα πάνω του να κυματίζει και του έκανε εντύπωση.
– Γιατί δεν υπάρχει σημαία, ρε, τί πάθατε;
Του εξήγησε ο μάγειρας. Οι άλλοι δεν τον είχαν προσέξει καν…
– Βγήκε το σκοινί απ’ το καρούλι. Ατύχημα. Παραγγείλαμε ανυψωτικό να το περάσουμε.
– Να πάω κοντά να δω; Δεν μ’ αρέσει έτσι…
Ο λοχίας του φυλακίου άκουσε το αίτημα και τον παρατήρησε:
– Κουμπώσου, σουλουπώσου και τράβα να δεις κι εσύ! Μέχρι να πλύνουμε τη χύτρα και να φορτώσουμε τα πράγματα, να είσαι πίσω.
Η μικρόσωμη φιγούρα άφησε το φυλάκιο και σε λίγο ήταν στη μέση της γέφυρας δίπλα στον δίμμετρο εύζωνα, που στεκόταν περίλυπος και αυτός. Χάμω, στο έδαφος, σωρός το σχοινί που είχε δημιουργήσει το πρόβλημα, κουλουριασμένο κι αυτό απ’ την ντροπή του.
– Αυτό το επισκευάσατε τουλάχιστον;
– Το αντικαταστήσαμε. Είχαμε εφεδρικό στο φυλάκιο.
Ο κοντός έμεινε να το βλέπει. Μία το σκοινί, μία τον ιστό. Ξαφνικά φάνηκε να γίνεται άλλος άνθρωπος, έδειξε να ξαναζωντανεύει στη στιγμή, έσκυψε πήρε την άκρη του σκοινιού, την έδεσε στη ζώνη του κι αγκάλιασε τον ιστό. Άρχισε να σκαρφαλώνει σβέλτα και σταθερά σαν τους χιμπατζήδες που αναρριχώνται στους πανύψηλους φοίνικες. Σαν τους κασκαντέρ στις ταινίες περιπέτειας! Σε δύο λεπτά ήταν στην κορυφή, μια μαυριδερή μορφή στον ουρανό! Πέρασε με μία κίνηση την άκρη του σκοινιού στο καρούλι, την ξανάδεσε στη ζώνη του κι άρχισε να γλιστράει προς τα κάτω. Η επιστροφή στη γη κράτησε τώρα λιγότερο από μισό λεπτό. Απευθύνθηκε στον εύζωνα:
– Κρατά εσύ τη μία άκρη της σημαίας, μέχρι να την δέσω. Εσύ θα την σηκώσεις κι εγώ θα κάτσω προσοχή να την χαιρετάω. Δεν κάνει ν’ ανέβει μόνη της. Αν δέχεται χαιρετισμό απ’ το “παράπτωμα”…
Τα επόμενα λεπτά η γαλανόλευκη κυμάτιζε στον ιστό της, όπως της έπρεπε κι ατένιζε από ίσο ύψος την απέναντι, σαν να ήταν δύο αδερφές που δεν μιλιούνται.
Ο κοντός, μαυριδερός, άχρηστος για οτιδήποτε άλλο φανταράκος, πήρε το δρόμο για το φυλάκιο. Κάνεις δεν τον άκουσε που μουρμούρισε μέσα του:
– Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο…

neakastoria.com

Back to top button