Τα σωσίβια που μας πετά η ζωή, η ενοχή της επιβίωσης, ο τόπος που γίνεται τρόπος και μας καθορίζει, ο έρωτας που μας συμφιλιώνει με εκείνο που είμαστε, ο θάνατος που γίνεται ζωή και το αμνιακό υγρό της Τέχνης είναι πρωτίστως ό,τι κυριαρχεί σε μια ιστορία που είναι η ιστορία του, αλλά μας αποκαλύπτει και τους αρμούς της ζωής. Το ότι «η ζωή εμπεριέχει τον θάνατο κι ο θάνατος τη ζωή, πως είμαστε φτιαγμένοι από θάνατο και ζωή».
Της Ελένης Γκίκα
Ηλίας Λ. Παπαμόσχος «Η καταγωγή της λύπης», εκδ. Πατάκη
«Η πιο παλιά του ανάμνηση ήταν η προγιαγιά του η Βηθλεέμ, έμενε με τους παππούδες του, με την κόρη της, τη γιαγιά του την Εκάβη, και τον γαμπρό της, τον παππού του τον Νίκο, της μάνας του τους γονείς. Αυτός λίγο τη θυμόταν, περισσότερο της όψης της το φως, λες και στις φλέβες της κυλούσε καλοσύνη.
»Θυμόταν όμως έντονα μια εικόνα πολύ από το δωμάτιο που ήταν ανάμεσα στην κουζίνα και στο σαλόνι της γιαγιάς, όπου την ξάπλωσαν την προγιαγιά του- είχε λιανίσει τα κόκαλά της κι ήρθε ένας γείτονας της έβαλε κατάπλασμα από κρεμμύδια. Την είχαν βάλει σ’ ένα κρεβάτι με ψηλά πλαϊνά. Είναι η πιο παλιά του ανάμνηση, γι’ αυτό, όταν τον ρωτούν πού γεννήθηκε, κρατιέται να μην πει “εν Βηθλεέμ”, γιατί γεννιόμαστε κει που γεννιέται η πρώτη μας ανάμνηση, στη μέση του δρόμου ανάμεσα καρδιά και μυαλό».
Με «ό,τι λείπει αλλά ωστόσο λάμπει» ξεκινά ο συγγραφέας στην «Καταγωγή της λύπης», με μνήμες που αποτελούν και την μοναδική λύση για να ξαναζωντανεύεις παλιούς παραδείσους, με φιλίες που άντεχαν στο «παρά ταύτα», με τη σοφή φύση που μας υποδεικνύει την αλληλένδετη σχέση του θανάτου με τη ζωή. Με τις πρώτες σκανταλιές, τα κυνήγια του πατέρα, τα σπίτια που μας ανδρώνουν και μας στοιχειώνουν, τους έρωτες που αλλάζουν πρόσωπα μέχρι να πάρουμε το μάθημά τους, πως πρέπει κάποια στιγμή και με το δικό του πρόσωπο ο καθένας μας θα πρέπει να συμφιλιωθεί. Με μια μελαγχολική σοφία που αποδεικνύει πως κάθε αρχή εμπεριέχει το τέλος της, γιατί το τέλος, εφόσον υπήρξε η αρχή, θα ‘ρθει.
Στο μεταξύ, όλα τα μεταφυσικά της ζωής, συμπτώσεις και όρκοι, φωτογραφίες κι απεικονίσεις, βιαιότητα που μεταμφιέζεται σε παιχνίδι, οι εκλάμψεις του αιώνιου χρόνου στο ανυποψίαστο παρόν, όλα θα αναπνεύσουν σε βάθος, με παρατηρήσεις έστω εκ των υστέρων αλλά επάνω σε εικόνες που είχαν για τα καλά μέσα στον Αλέκο, -έτσι τον λένε τον ήρωά του που τα ζει αντ’ αυτού, Αλέκο, -έχουν εντυπωθεί:
«Στις φωτογραφίες παλιά οι άνθρωποι δεν χαμογελούσαν, κοιτούσαν τον χρόνο, κοιτούσαν τον θάνατο.»
«Άραγε οι φωτογραφίες που δεν είναι από ύλη τι γίνονται; Είναι μαζί του πια θαμμένοι εκείνοι οι ανεπανάληπτοι, οι πιο πολύτιμοί τους εαυτοί;»
Έχοντας ήδη πίσω τις συλλογές με διηγήματα «Καλό ταξίδι μου, κούκλα μου», «Του χρόνου κυνήγια», «Λειψή αριθμητική» και «Ο μυς της καρδιάς». «Η αλεπού και άλλες ιστορίες», «Η μνήμη του ξύλου» και ενώ ως αναγνώστης σκέφτηκες ότι όλα τα βρήκε και όλα τα είπε, ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, από τους σημαντικότερους έλληνες διηγηματογράφους που γεννήθηκε το 1967 και ζει στην Καστοριά, επανέρχεται για να χαρίσει γενναιόδωρα όλη του τη ζωή. Τα άδηλα και τα άφατα, το βασικό γρίφο της, τις μεγάλες λύπες της και παγίδες της, τα σωσίβια που μας πετά και την ενοχή της επιβίωσης, το φως και το δώρο του πόνου, αναγνωρίζοντας πως από τον θάνατο, τελικά, ξεπροβάλει η ζωή.
Και όλα τ’ αγγίζει. Ναι, τη φωτιά με γυμνό χέρι. Με την ποίηση, εξάλλου, γιατί ποίηση είναι και η πρόζα του Παπαμόσχου, όλα τα αντέχεις και ως ποίηση η δική του γραφή είναι και χρησμική.
Η συνέχεια που ακολουθεί ωστόσο είναι μονόδρομος, ο θάνατος της μητέρας, η αρρώστια κι ο θάνατος ύστερα της μεγάλης του αδελφής και μετά του πατέρα, η γέννηση των παιδιών του και η επιστροφή, η τέχνη που γίνεται μήτρα και διασώζει την πινακοθήκη των οικείων αγίων και ταυτοχρόνως τον «οπλίζει» και τον προετοιμάζει για το ακόμα πιο δύσκολο, τελικά, που θα ‘ρθεί.
«Όμως ο Αλέκος ήταν κοντά στο να νιώσει πως η τέχνη θα ήταν το νερό που θα βλάσταινε τούτα τα χώματα, το αμνιακό υγρό που θα επέστρεφε και θα ζωντάνευε μια μήτρα ξερή, για να επιστρέψει σπίτι του, ένα ονειρικό εκεί».
Γιατί ο καρκίνος που είναι και ο ομφάλιος λώρος με τον πατέρα και με την αδελφή θα ‘ρθει. Μέσα από άκρως πνευματικές σελίδες που είναι στοχασμός κι όχι θρήνος, που είναι μια βαθιά λύπη που ανθεί. Αλλά και διαπίστωση είναι ταυτοχρόνως ιαματική:
«Θα ζούσε με τον θάνατο, μέσα του, θα τον καλόπιανε, ίσως να του ‘λεγε για το φως ιστορίες, για να τον αφήνει να ζει. Κατάλαβε πως η ζωή εμπεριέχει τον θάνατο κι ο θάνατος τη ζωή, πως είμαστε φτιαγμένοι από θάνατο και ζωή, μπορεί για κάποιο διάστημα ο θάνατος να κυριαρχεί και γι’ άλλο η ζωή, όπως μέσα στα μάτια εκείνου του ανθρώπου, ο φόβος του θανάτου κι η αγάπη γι’ αυτή, ο θρίαμβος του θανάτου κι η πίκρα για τη ζωή…»
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που αιωρείται ανάμεσα στην ποίηση και στην παπαδιαμαντική παράδοση που αποτελεί πρόταση και σπουδή για το νόημα και τις μεγάλες αλήθειες της ζωής. Ενσταντανέ ζωής που κοιτούν εκστατικά και κατάματα ζωή και θάνατο κι εκείνο που υπάρχει λίγο μετά και λίγο πριν. Ένα βιβλίο που παρά τις σκληρές διαπιστώσεις του, διαβάζεται εν ειρήνη, σιωπηλά και κατά μόνας, με ανοιχτή καρδιά κι αληθινή προσήλωση, σαν προσευχή. Από έναν συγγραφέα που κέρδισε την λογοτεχνία με το σπαθί.
Όπως ακριβώς επιμένουν και οι άγιοι πατέρες: «θα πρέπει να δώσεις αίμα για να πάρεις πνεύμα», ίσως και αυτό να είναι το δίκαιο ανταποδοτικό νόημα της ζωής.
Η ζωή σε τέσσερις πράξεις, γέννηση, ενηλικίωση, απώλεια και θάνατος, μνήμη- τέχνη- ζωή.