Καστοριά

Αναγνωστικές συνήθειες (της Πόλυς Μπλιάγκα)

Ο όρος ανάγνωση προέρχεται από το ρήμα αναγινώσκω. Ανά και γινώσκω σημαίνει «οι επί του χάρτου λόγοι αν-έρχονται δια των οφθαλμών μέχρι του εγκεφάλου όπου συντελείται η γνώσις – η Ανάγνωσις». Αναγινώσκω σημαίνει αναγνωρίζω το βιβλίο. Και αυτό μπορεί να κατακτηθεί μέσω δύο ειδών ανάγνωσης. Η πρώτη είναι «ψυχαγωγική», που ταξιδεύει και συγκινεί και η δεύτερη, «ερμηνευτική» η οποία αφορά την ανάγνωση που ακολουθεί μια πιο βαθιά ανάλυση του έργου. Ευχή για τον αναγνώστη είναι να απολαμβάνει και να εμβαθύνει.
Όποιο τρόπο κι αν επιλέξει ο αναγνώστης, στης Αγίας λογοτεχνίας το ανάγνωσμα, πρέπει να ενδυθεί ρούχο μαλακό και άνετο. Μπορεί να επιλέξει μια αναπαυτική πολυθρόνα, το μαλακό κρεβάτι του, μια αμμουδερή παραλία ή όποιο άλλο μέρος επιθυμεί. Η ευπρέπεια και η σεμνότης σε αυτή την περίπτωση δεν τον αφορά. Στης παραμυθίας δε το ανάγνωσμα, μπορεί να ξαπλώνει με τα παιδιά του στα πλακάκια, στα χαλιά, στα χόρτα και στα χώματα. Μπορεί να διαβάζει με ήλιο και βροχή, δίπλα στο τζάκι ή στο κύμα, όπως και σε κάθε συναισθηματική κατάσταση. Στη χαρά και στη λύπη το βιβλίο να μη σου λείπει, αλλά, η αλήθεια είναι πως σε κατάσταση χαράς δύσκολα θα πει κανείς: «πιάσε εκείνα τα δοκίμια, θα το κάψουμε απόψε».
Το καλό με τη λογοτεχνία και με οποιοδήποτε άλλο είδος βιβλίου που μας ευχαριστεί, είναι, πως στο τέλος της ανάγνωσης κανείς δεν θα μας πει «Πες μου τώρα την περίληψη. Τι κατάλαβες; Ποια είναι η κεντρική ιδέα;» Μπορούμε να παραβλέψουμε ολόκληρες παραγράφους, να πάμε στο τέλος (αν έχουμε μεγάλη περιέργεια για την έκβαση της ιστορίας) και να ξαναγυρίσουμε πάλι από εκεί που την αφήσαμε. Δεν μας βλέπει κανείς, δεν θα μας τιμωρήσει κανείς…
Υπάρχουν πολλά είδη αναγνωστών. Υπάρχουν οι αναγνώστες που διαβάζουν αργά, με απόλυτη συγκέντρωση, με αναγνωστική ένταση -τους σέβομαι, τους εκτιμώ και τους βγάζω το καπέλο κιόλας- μα το δηλώνω ευθαρσώς πως για μένα είναι πράγμα δύσκολο έως και αδύνατον.
Τα δικά μου πρώτα αναγνώσματα στη δεκαετία του 70 ήταν το «Ρομάντζο» της μαμάς που μαζί με το «Φαντάζιο» αποτελούσαν τα περιοδικά που οδήγησαν τις γυναίκες στη χειραφέτηση. Τα παντελόνια και το τσιγάρο ήρθαν τότε ή λίγο αργότερα, δεν ξέρω. Το κοριτσίστικο περιοδικό «Κατερίνα» ήταν για τα πιο καθημερινά κορίτσια ενώ η «Μανίνα» απευθύνονταν μάλλον σε πιο εκλεπτυσμένες έφηβες. Η αλήθεια είναι πως στο χωριό διαβάζαμε ότι έφερνε το περίπτερο και ότι μπορούσαμε να ανταλλάξουμε μεταξύ μας. Διάβαζα Μπλεκ, Όμπραξ και μικρό Σερίφη ανελλιπώς. Και «μα τα χίλια κουτσά ελάφια» κανένας ήρωας δεν συναγωνίζονταν τον Τζιμ Άνταμς ή Δημήτρη Αδαμόπουλο ή το θρυλικό ελληνόπουλο, σε ομορφιά και θάρρος. Και όταν άνοιξαν οι δανειστικές βιβλιοθήκες διάβαζα τα πάντα. Τα τελευταία χρόνια διαβάζω ταξιδιωτικά, ιστορικά, βιογραφίες και συνεντεύξεις. Με το μολυβάκι μου πάντα δίπλα. Όταν διαφωνώ με τον συγγραφέα σημειώνω: «ένσταση!» όταν συμφωνώ: «σωστός!» ή «ναι, να το προσέξω αυτό!»


Από τις πιο καλές στιγμές στη διαδικασία της ανάγνωσης είναι η στιγμή της συνάντησης του αναγνώστη με το συγγραφέα. Και είναι σπάνιες οι φορές που κάποιος διαβάζοντας ένα βιβλίο θα αναφωνήσει: «για δες! Λες και ήταν στο μυαλό μου!». Το κάθε βιβλίο μεταμορφώνεται στα χέρια του εκάστοτε αναγνώστη. Συγγραφέας και αναγνώστης κάθονται πλάι-πλάι και ξαναγράφουν μαζί το βιβλίο δημιουργώντας έναν χώρο που απλώνει, μια διαφορετική εκδοχή. Το βιβλίο συν-διαμορφώνεται και αυτό γιατί όλοι μας διαβάζουμε και ερμηνεύουμε τα γεγονότα και τους χαρακτήρες σύμφωνα με τα βιώματά μας, τις ιδέες και τις προκαταλήψεις που φέρουμε, τις γνώσεις, την ευφυΐα, και ό,τι άλλο μας αφορά ως υπάρξεις.
Το διάβασμα, δεν ήταν πάντα η σιωπηλή δραστηριότητα, το χόμπι ενός εσωστρεφούς χαρακτήρα, αυτό που γνωρίζουμε εμείς σήμερα. Όπως δεν ήταν και ένα αυτονόητο δικαίωμα. Στα πέντε χιλιάδες περίπου χρόνια που οι άνθρωποι γράφουν και διαβάζουν, η κοινωνική-ατομική αυτή δραστηριότητα – ένας άνθρωπος με ένα βιβλίο – είναι μια σχετικά νέα μορφή διάθεσης του ελεύθερου χρόνου. Και θα μου πείτε: «μα ποιον πειράζω που διαβάζω ήσυχα-ήσυχα το βιβλίο μου, πίνοντας το καφεδάκι μου κάτω από την υπέροχη σκιά του δέντρου;» Και αναρωτιέστε ακόμα, με τόση απόλαυση συμπυκνωμένη; Πριν διακόσια χρόνια σε ορισμένες κοινωνίες η ευχαρίστηση που προκαλούσε η ανάγνωση ενός γραπτού κειμένου ήταν περιττή πολυτέλεια, χάσιμο χρόνου, αν όχι μεγάλη αμαρτία. Στο μεσαιωνικό, αστυνομικό θρίλερ του Ουμπέρτο Έκο με τίτλο «Το όνομα του Ρόδου» σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων οι μοναχοί πεθαίνουν κατά μυστηριώδη τρόπο. Οι θάνατοι αυτοί συνδέονται με το 2ο τόμο της Ποιητικής του Αριστοτέλη- βιβλίο «απαγορευμένο»- καθώς προκαλούσε αμυδρό χαμόγελο στα χείλη των μοναχών. Και το γέλιο ήταν βλασφημία. Ο ραδιούργος αρχι-μοναχός εμπότισε με δηλητήριο τις άκρες των σελίδων και οι μοναχοί σαλιώνοντας το δείκτη του χεριού τους για να γυρίσουν τις σελίδες δηλητηριάζονταν.
Για αιώνες, οι Ευρωπαίοι διάβαζαν φωναχτά την εφημερίδα, με τον κύρη του σπιτιού να αναλαμβάνει το ρόλο του αναγνώστη και λογοκριτή. Για τις γυναίκες έως και στα τέλη του 19ουαιώνα, η ανάγνωση αποτελούσε μια κρυφή και ένοχη απόλαυση. Η εξιδανικευμένη εικόνα της καλής νοικοκυράς ήταν ασύμβατη με τη δραστηριότητα της ανάγνωσης μυθιστορημάτων, καθώς μπορούσε να εγείρει πάθη, να κεντρίσει τη γυναικεία φαντασία, να ενθαρρύνει ρομαντικές προσδοκίες που φάνταζαν τόσο παράλογες και απειλούσαν την ηθική ακεραιότητα της κατεστημένης τάξης. Οι γυναίκες του 19ου αιώνα βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα από τις μητέρες και τις γιαγιάδες τους στις οποίες επιτρέπονταν η ανάγνωση της Βίβλου και οι Βίοι των Αγίων μόνον. Οι νέες αναγνώστριες τώρα πια, έκοβαν τις επιφυλλίδες των εφημερίδων, τις κολλούσαν και διάβαζαν σε συνέχειες τα μυθιστορήματα της εποχής. Μάλιστα τις επιφυλλίδες αυτές τις αντάλλασσαν μεταξύ τους χέρι-χέρι και έφτιαχναν ένα είδος «δανειστικής» βιβλιοθήκης. Οι νέες τεχνολογίες κειμένου και η άνοδος της λαϊκής γραφής βοήθησαν στην προώθηση της πρακτικής που αγαπάμε σήμερα.
Η ανάγνωση είναι ένας τρόπος να σκέφτεται κανείς μέσα από το μυαλό ενός άλλου ανθρώπου, κι αυτό τον κάνει να αναπτύσσει το δικό του. Διαβάζοντας δίνονται τα απαραίτητα ερεθίσματα για σκέψη, κρίση και σύγκριση, διαδικασίες που οδηγούν στη γνώση του εαυτού μας αλλά και σε μια άλλη εναλλακτική πηγή εμπειρίας την οποία μπορούμε στη συνέχεια να μοιραστούμε με τους άλλους. Είναι αναγκαίο από νωρίς να βρει κανείς τον τρόπο που θα πορευθεί στα άγνωστα και θαυμαστά πεδία της ανάγνωσης, μεγεθύνοντας τους τρόπους με τους οποίους υπάρχει στον κόσμο. Γιατί όπως λέει και ο αμερικανός συγγραφέας George R.R. Martin, «΄Ενας αναγνώστης ζει χιλιάδες ζωές πριν πεθάνει. Ένας μη αναγνώστης μόνο μία».
Πόλυ Μπλιάγκα
Παρέμβαση, Καλοκαίρι 2020, τεύχος 198,199, σελ. 66-68

Back to top button