10 Απριλίου 1924, 12 ένοπλοι συμμορίτες πραγματοποιούν ληστεία σε τρένο. Το γεγονός δεν θα αποτελούσε είδηση στην αμερικανική δύση του περασμένου αιώνα. Στην Ελλάδα, μια ένοπλη ληστεία σε τρένο ήταν πρωτόγνωρο γεγονός και αποτέλεσε πρώτο θέμα στις εφημερίδες της εποχής. Στόχος της ληστείας ήταν το τρένο που κατευθυνόταν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη.
Η Ληστεία
Το απόγευμα της 9ης Απριλίου, κατά τις 8.30 μια ομάδα ληστών κατέλαβε τον σταθμό του Δοξαρά, που βρισκόταν μεταξύ Λάρισας και Δομοκού. Αιχμαλώτισαν και φίμωσαν τον σταθμάρχη, κατέστρεψαν την τηλεγραφική μηχανή του σταθμού και περίμεναν την ώρα για το χτύπημα.
Κατά τις 11 το βράδυ τοποθέτησαν στις ράγες του τρένου ένα κόκκινο φως και διέκοψαν τη συγκοινωνία. Στη μια τα ξημερώματα το τρένο που είχε αναχωρήσει από την Αθήνα κατά τις 9 και μισή πλησίαζε τον σταθμό του Δοξαρά.
Οι ληστές φορούσαν μάσκες, περούκες και ψεύτικα γένια για να μην τους αναγνωρίσουν. Στάθηκαν μπροστά από τις ράγες και μόλις το τρένο σταμάτησε, κρατώντας τυφέκια μάνλιχερ ανέβηκαν στο τρένο και διέταξαν τον οδηγό να κατέβει. Στη συνέχεια πήραν από τους επιβάτες χρήματα και κοσμήματα.
Εντύπωση προκάλεσε και το γεγονός πως στο τρένο επέβαινε ένας τραπεζικός υπάλληλος που μετέφερε στη Θεσσαλονίκη 2 εκατομμύρια δραχμές και οι κλέφτες δεν του πήραν τα χρήματα. Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν και ο υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας Πάζης και ο τέως διοικητής της Μακεδονίας Ιωάννης Βαλαλάς. Το συνολικό ποσό που απέσπασαν έφτανε τις 400.000 δραχμές.
Την επόμενη ημέρα το συμβάν είχε πάρει μεγάλη έκταση από τα μέσα της εποχής. Δεν ήταν απλά η πρώτη ένοπλη ληστεία στη χώρα, αλλά παραλίγο να ληστέψουν το τρένο που επέβαινε ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Το τρένο που θα μετέφερε τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη θα περνούσε από τον σταθμό στις 12:20 αλλά καθυστέρησε.
Ο Παπαναστασίου βρισκόταν στον Βόλο για να κατευνάσει τη καπνεργατική απεργία και για καλή του τύχη άργησε να ξεκινήσει. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι ληστές ζητούσαν από τους υπαλλήλους του σταθμού που κατέλαβαν, έναν κατάλογο με τα ονόματα των επιβατών και πληροφορίες για τους επισήμους που θα επέβαιναν στα βαγόνια.
Δημοψήφισμα 1924
Η χρονική περίοδος του συμβάντος προκάλεσε ακόμα περισσότερες υπόνοιες σχετικά με τους σκοπούς των δραστών. Στις 13 Απριλίου, δύο μέρες μετά το συμβάν, είχε οριστεί το δημοψήφισμα που έθετε το ερώτημα «Δημοκρατία η όχι». Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε αναλάβει τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα τον Μάρτιο του 1924 και τον ίδιο μήνα κήρυξε με ψήφισμα στη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση έκπτωτη τη βασιλεία των Γλίξμπουργκ. Οι αποφάσεις του Παπαναστασίου είχαν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους βασιλόφρονες.
Οι δημοκρατικοί με τη σειρά τους δεν δίστασαν να υπονοήσουν ότι σκοπός των δραστών δεν ήταν η ληστεία, αλλά η απαγωγή του Παπαναστασίου. Την επόμενη μέρα ο τότε Υπουργός Έννομης Τάξης, Θεόδωρος Πάγκαλος, πήγε στη Λάρισα και πραγματοποίησε ο ίδιος τις σχετικές ανακρίσεις, ενώ δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι οι δράστες είχαν στόχο τον ίδιο και όχι τον Παπαναστασίου, καθώς όπως δήλωσε, θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη με το τρένο της Αθήνας, αλλά τελευταία στιγμή το ακύρωσε.
Η συμμορία
Τη δεκαετία του ’20 η ληστεία είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις στην ύπαιθρο. Συμμορίες ληστών τριγυρνούσαν στα χωριά και επιδίδονταν σε εγκληματικές ενέργειες. Την επομένη της ληστείας αποσπάσματα της χωροφυλακής ξεκίνησαν να καταδιώκουν τους κλέφτες στα χωριά της Θεσσαλίας. Οι αρχές υποψιάζονταν την συμμορία του Γιαγκούλα, του περιβόητου λήσταρχου που δρούσε στην περιοχή και τα αδέρφια Παπαγεωργίου που συμμετείχαν στη συμμορία του.
Την επομένη του δημοψηφίσματος, όπου υπερψηφίστηκε η Αβασίλευτη Δημοκρατία, η αστυνομία έπιασε τον έναν ληστή του τρένου ονόματι Αθανάσιου Πέτρου και ακολούθησαν τρεις ακόμα συλλήψεις. Συνέλαβε 4 από τους συνολικά 12 δράστες, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Τελικά, ποτέ δεν διευκρινίστηκαν οι πραγματικοί σκοποί της ληστείας και αν υποκινήθηκαν τελικά από βασιλόφρονες για να ματαιωθεί το δημοψήφισμα, όπως υπονοούσαν οι εφημερίδες των δημοκρατικών.