Η θαυμαστή εικονογραφία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας περιλαμβάνει και πολλές απεικονίσεις των Παθών του Χριστού, που ανήκουν σε αρκετούς υψηλόπνοους εικονιστικούς τύπους. Ένας απ’ τους εν λόγω τύπους είναι και αυτός, του οποίου οι εικονίσεις ορίζονται, κατά περίπτωση, με μία από τις εξής δύο ονομασίες: “Η Άκρα Ταπείνωσις” και “Η Αποκαθήλωσις”. Ο αναφερόμενος εικονιστικός τύπος επινοήθηκε από μαΐστορες θεολόγους αγιογράφους πριν από τον 12ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, είναι δε βαθιά πνευματικός και πολυσήμαντος και γι αυτό έγινε αμέσως γνωστός και λίαν δημοφιλής σε ολόκληρη τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Η αναφερόμενη εικόνιση με την επωνυμία “Η Άκρα Ταπείνωσις” ή “Η Αποκαθήλωσις” έχει περιγραφικά ως ακολούθως. Στο κέντρο τής δραματικής σκηνής εικονίζεται ο Κύριος άπνους (: νεκρός σωματικώς), σε προτομή (: κατά το άνω μέρος του σώματός Του), στεκόμενος όρθια μέσα στον σεπτό τάφο Του, έχοντας γερμένη στο πλάι την αγία κεφαλή Του, με κλειστά τα μάτια, κρατώντας σταυρωμένα τα χέρια εμπρός στο στήθος Του και με ίχνη ματωμένων πληγών στις παλάμες και στην πλευρά Του. Πίσω από τον Κύριο εικονίζεται ο Σταυρός του μαρτυρίου Του, στητός και φέροντας στην κορυφή του την εύγλωττη επιγραφή “Ο Βασιλεύς της Δόξης”. Η εικόνιση αυτή είναι σύνθετη, καθόσον συμπεριλαμβάνει και παρουσιάζει ενδεικτικώς και αντιπροσωπευτικώς τις εξής τρεις βασικές παραστάσεις τών Παθών του Κυρίου, α) Τη Σταύρωση, που τη δηλώνει ο όρθιος Σταυρός του Μαρτυρίου, β) την Αποκαθήλωση, που την εκφράζει το άπνουν σώμα Του, και γ) τον ενταφιασμό Του, που τον ομολογεί ο εικονιζόμενος τάφος Του.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, οι Ορθόδοξοι αγιογράφοι πρόθεσαν στην αρχική μονοπρόσωπη και δραματική εικόνιση τής “’Ακρας Ταπείνωσης” ή “Αποκαθήλωσης”, και τις άγιες μορφές τής θρηνοδούσας Παναγίας, και ενίοτε του Ιωάννου Προδρόμου περίλυπου και της Μαρίας Μαγδαλινής κλαίουσας. Και σ’ αυτές της νέας εκδοχής παραστάσεις τής “Άκρας Ταπείνωσης – Αποκαθήλωσης”, που αποτελούν παραλλαγές της αρχικής και βασικής σύνθεσης, οι Έλληνες αγιογράφοι εξακολούθησαν να θέτουν τις καθιερωμένες επιγραφές, “Η Άκρα Ταπείνωσις” ή “Η Αποκαθήλωσις”.
Σε αντίθεση όμως με τους αγιογράφους της πατρίδας μας, οι ομότεχνοί τους τής Ορθόδοξης Ρωσίας, θέλοντας να αποδώσουν και το νοηματικό περιεχόμενο τού πρόσθετου εικονιστικού στοιχείου των αναφερόμενων παραστάσεων τής νέας παραλλαγής, δηλαδή της συνεικονιζόμενης Παναγίας που αγκαλιάζει οδυρόμενη και στηρίζει όρθιο το νεκρό σώμα τού Υιού της, άλλαξαν επιτυχώς την επωνυμία αυτών (των παραστάσεων) και τις ορίζουν και χαρακτηρίζουν πλέον με την επιγραφή “Μη εποδύρου μου Μήτερ”, που αποδίδεται στην νεοελληνική ως “Μην κλαις για μένα, Μητέρα”. Την εν λόγω εικονιστική επωνυμία την παρέλαβαν από τον πρώτο στίχο του Ειρμού (: τροπαρίου) τής Θ΄ Ωδής του καταπληκτικού Κανόνος (: ύμνου) του Μεγάλου Σαββάτου.
Η αναφερόμενη Θ΄ Ωδή του υπόψη Κανόνος είναι ποίημα του μελωδού Κοσμά Επισκόπου Μαϊουμά (8ος αιών), περιλαμβάνει δε έναν νοητό δραματικό διάλογο μεταξύ του άπνου Χριστού και της οδυρόμενης Παναγίας κατά την ώρα του Επιτάφιου Θρήνου. Η αρχή του διαλόγου αυτού βρίσκεται στον Ειρμό της Ωδής, του οποίου το περιεχόμενο αποδίδεται λίαν επιτυχώς με τον θεματικό εικονιστικό τύπο “Μη εποδύρου μου Μήτερ”. Ο εν λόγω Ειρμός παρατίθεται ακολούθως:
Κανών Μεγάλου Σαββάτου. Ωδή θ΄. Ο Ειρμός.
Μη εποδύρου μου Μήτερ, καθορώσα εν τάφω,
όν εν γαστρί , άνευ σποράς συνέλαβες Υιόν,
αναστήσομαι γαρ και δοξασθήσομαι,
και υψώσω εν δόξη , απαύστως ως Θεός,
τους εν πίστει και πόθω , σε μεγαλύνοντας.
Ελεύθερη μετάφραση του Ειρμού.
Μη οδύρεσαι, Μητέρα μου, επειδή βλέπεις μέσα στον τάφο
εμένα, που με συνέλαβες ως Υιόν στη γαστέρα σου χωρίς ανδρικό σπέρμα,
διότι θα αναστηθώ και θα δοξασθώ και ως Θεός που είμαι
θα δοξάζω συνεχώς τους χριστιανούς που με πίστη και πόθω με δοξολογούν.
Γιώργος Τ. Αλεξίου