Το Νησί του Πάσχα (Isla de Pascua στα ισπανικά ή Rapa Nui στην ομώνυμη πολυνησιακή γλώσσα) βρίσκεται στον ανατολικό Ειρηνικό Ωκεανό, στο ανατολικό άκρο του Πολυνησιακού τριγώνου, και αποτελεί επαρχία της Χιλής.
Έχει έκταση 163,6 τ. χλμ. και πληθυσμό 7.750 κατοίκους (σύμφωνα με την απογραφή του 2017), ενώ βρίσκεται σε ιδιαίτερα απομονωμένη θέση, 2.000 χιλιόμετρα ανατολικά από τα νησιά Πίτκαιρν και 3.500 χιλιόμετρα δυτικά της Χιλής.
Η πλειοψηφία των κατοίκων ζει στον οικισμό Χάνγκα Ρόα, στη δυτική ακτή του νησιού, που αποτελεί έδρα της διοίκησης.
Από γεωλογικής άποψης το νησί του Πάσχα είναι ηφαιστιογενές και μαζί με τις γειτονικές νησίδες αποτελούν τις κορυφές ενός ηφαιστειακού όρους, ύψους 2.000 μέτρων από τον βυθό της θάλασσας. Το νησί δημιουργήθηκε από τη δράση των τριών τοπικών ηφαιστείων, περίπου 700.000 χρόνια πριν, και χαρακτηρίζεται από τους γεωλόγους ως θερμό σημείο με χαμηλή μαγματική παραγωγικότητα (σε αντίθεση με τα νησιά της Χαβάης). Διαθέτει, επίσης, απόκρημνες ακτές και πολλά σπήλαια.
ΠΡΟΤΑΣΗ: Αν είστε απ’ αυτούς που σας γοήτευαν οι γεωγραφικοί πονοκέφαλοι, είτε από εκείνους που δεν εκτίμησαν τη Γεωγραφία ποτέ όσο της άξιζε, τότε θα λατρέψετε το βιβλίο Γεωγραφία για εντελώς Αγεωγραφήτους. Θα το βρείτε εδώ!
Το κλίμα του είναι υποτροπικό, δηλαδή ηλιόλουστο και ξηρό, με τη μέση θερμοκρασία να φτάνει τους 23οC κατά τους θερμότερους μήνες (Ιανουάριο με Μάρτιο) και τους 18 οC κατά τους ψυχρότερους μήνες (Ιούνιο με Αύγουστο). Περιστασιακά το νησί πλήττεται από ισχυρές βροχοπτώσεις και ανέμους.
Το νησί του Πάσχα αποικίστηκε για πρώτη φορά από Πολυνήσιους, αν και οι ερευνητές διαφωνούν ως προς το χρόνο άφιξής τους. Η επικρατούσα θεωρία τοποθετούσε την κατοίκηση του νησιού γύρω στο 800 μ.Χ., νεότερες ωστόσο έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι πρώτοι άποικοι έφτασαν γύρω στο 1200 μ.Χ., 400 χρόνια αργότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Οι νεοφερμένοι βρήκαν ένα ειδυλλιακό νησί με παρθένα φύση και μεγάλα δάση από κοκκοφοίνικες και τους πρώτους αιώνες δημιούργησαν έναν πολιτισμό με διακριτά αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά στοιχεία, μακριά από εξωτερικές επιρροές. Σταδιακά, ωστόσο, η ανάγκη τους για περισσότερη καλλιεργήσιμη γη τους οδήγησε στην αποψίλωση του μεγαλύτερου τμήματος των δασών. Η διαδικασία αυτή, σε συνδυασμό με την εισαγωγή στο νησί του Πολυνησιακού αρουραίου, είχε ως συνέπεια μια σοβαρή οικολογική υποβάθμιση και εξαφάνιση πολλών ειδών χλωρίδας και πανίδας.
Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής ήταν μια σειρά αλλεπάλληλων συγκρούσεων ανάμεσα στους κατοίκους που οδήγησαν σε δραματική πληθυσμιακή κάμψη και γενικότερη παρακμή.
Η πρώτη καταγεγραμμένη επίσκεψη Ευρωπαίου στο νησί έγινε στις 5 Απριλίου 1722 από τον Ολλανδό θαλασσοπόρο Γιάκομπ Ρόγκεβεν, ο οποίος καθιέρωσε την τωρινή ονομασία του νησιού, καθώς έφτασε εκεί την ημέρα του Πάσχα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο Ρόγκεβεν συνάντησε έναν πληθυσμό περίπου 3.000 κατοίκων.
Στη συνέχεια πέρασαν από το νησί Ισπανοί και το 1774 ο διάσημος Βρετανός εξερευνητής Τζέιμς Κουκ, ο οποίος βρήκε έναν πληθυσμό γύρω στους 600 με 700 άνδρες και 30 γυναίκες, αποδεκατισμένο πιθανότατα από εμφύλιο πόλεμο. Το Δεκέμβριο το 1862 (και ενώ οι κάτοικοι είχαν αυξηθεί στους 3.000) Περουβιανοί δουλέμποροι επιτέθηκαν στο νησί και απήγαγαν γύρω στα 1.500 άτομα. Οι δουλέμποροι έφεραν μαζί τους και την ευλογιά που αποδεκάτισε τους κατοίκους, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγα χρόνια να απομείνουν λίγοι περισσότεροι από 100. Παράλληλα, Γάλλοι ιεραπόστολοι εγκαταστάθηκαν στο νησί και διέδωσαν τον χριστιανισμό.
Το 1888 το νησί προσαρτήθηκε από τη Χιλή, η οποία χρησιμοποίησε σχεδόν ολόκληρη την έκτασή του για εκτροφή προβάτων. Το 1954 το πολεμικό ναυτικό της Χιλής ανέλαβε τη διοίκηση, ενώ το 1965 αντικαταστάθηκε από πολιτικό κυβερνήτη, διορισμένο από τη Χιλιανή κυβέρνηση, και οι νησιώτες έγιναν ισότιμοι Χιλιανοί πολίτες.
Τα γιγάντια μονολιθικά αγάλματα Μοάι στο Νησί του Πάσχα
Το σήμα κατατεθέν του νησιού είναι αναμφίβολα τα γιγάντια μονολιθικά αγάλματα Μοάι, τα οποία σμίλευσαν οι ιθαγενείς σε ηφαιστειακή πέτρα για να τιμήσουν τους προγόνους τους. Έχουν ύψος από 2,5 έως και 10 μέτρα και συχνά απεικονίζουν αρχαίους θεούς των κατοίκων, ενώ κάποια από αυτά είναι ημιτελή. Το υλικό, με το οποίο έχουν κατασκευαστεί, είναι ένα είδος ηφαιστειογενούς πέτρας που λέγεται «τούφα» και σκληραίνει όταν εκτεθεί στον αέρα∙ προέρχεται, μάλιστα, από ένα λατομείο στο σβησμένο ηφαίστειο Ράνο Ραράκου, αρκετά μακριά από την τοποθεσία που είναι στημένα τα περισσότερα.
Αυτό σημαίνει ότι οι κάτοικοι μετέφεραν τα τεράστια πέτρινα μπλοκ, βάρους αρκετών τόνων, κατά πάσα πιθανότητα με κορμούς δέντρων που χρησίμευαν ως μοχλοί, ένα κατόρθωμα που απαιτούσε αρκετές ημέρες και πολλούς άνδρες. Η περιοχή Άχου Τονγκαρίκι, όπου βρίσκονται τα περισσότερα Μοάι, αποτελεί τμήμα του Εθνικού Πάρκου Ράπα Νούι, το οποίο χαρακτηρίστηκε το 1995 ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO.
Στις μέρες μας το νησί του Πάσχα προσελκύει πολυάριθμους τουρίστες, οι οποίοι επισκέπτονται το λατομείο στο Ράνο Ραράκου, το προστατευόμενο εθνικό πάρκο Ράπα Νούι, τους ηφαιστειακούς κρατήρες και τα σπήλαια, και φυσικά τα εντυπωσιακά μοάι…
BONUS FACTS:
- Το Πολυνησιακό τρίγωνο είναι μια γεωγραφική περιοχή στον Ειρηνικό Ωκεανό και ορίζεται από τη Χαβάη στα βόρεια, τη Νέα Ζηλανδία στα δυτικά και το νησί του Πάσχα στα ανατολικά.
- Σε σπήλαια του νησιού έχουν ανακαλυφθεί κομμάτια ξύλου, όπου είναι χαραγμένα διάφορα σημάδια που μοιάζουν με τα ιερογλυφικά των αρχαίων Αιγυπτίων. Η γραφή αυτή λέγεται ρονγκορόνγκο, περιλαμβάνει εικονιστικά και γεωμετρικά σύμβολα και είναι γραμμένη βουστροφηδόν (δηλαδή με εναλλασσόμενη φορά). Οι ιστορικοί και οι ανθρωπολόγοι πιστεύουν ότι τα πινάκια αυτά ήταν τα ιερά βιβλία των αρχαίων κατοίκων του νησιού, η γραφή τους όμως δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί.
- Στο χωριό Ορόνγκο διεξαγόταν ένα περίεργο έθιμο του νησιού, το Τανγκάτα Μάνου (που σημαίνει άνθρωπος-πουλί). Επρόκειτο για έναν ετήσιο διαγωνισμό, κατά τον οποίο οι συμμετέχοντες έπρεπε να βρουν το πρώτο αυγό της χρονιάς του πουλιού Μάνου Τάρα στο νησάκι Μότου Νούι που βρίσκεται απέναντι από το ηφαίστειο Ράνο Κάου. Αφού το έβρισκαν έπρεπε να κολυμπήσουν πίσω στο νησί και να σκαρφαλώσουν την απότομη πλαγιά (ύψους 250 μέτρων) του ηφαιστείου, μέχρι να φτάσουν στο χωριό Ορόνγκο. Ο αγώνας ήταν πολύ επικίνδυνος και πολλοί διαγωνιζόμενοι έχαναν τη ζωή τους από καρχαρίες, από πνιγμό ή από πτώση από τα βράχια.