‘’France est votre soer. France vous aime’’. ‘’Η Γαλλία είναι αδερφή σας. Η Γαλλία σας αγαπάει’’. Με αυτή την φράση επέλεξε η Γαλλίδα Υπουργός Εξωτερικών, Florence Parly, να επαναφέρει στη μνήμη μας τον Ιωάννη Ρίτσο και το «Γράμμα προς την Γαλλία» αλλά και να επισφραγίσει και ρητώς μια πραγματική σχέση συγγενείας μεταξύ δύο Εθνών. Δύο κράτη-πνεύμονες του ευρωπαϊκού πολιτισμού που απροφασίστως αποφάσισαν να βαδίσουν μαζί στο ρου της νεότερης Ιστορίας. Αυτή η πνευματική συγγένεια για την οποία κάνω λόγο, προκύπτει ως το απαύγασμα μιας διαρκούς ώσμωσης ιδεών και μεμονωμένων αιτημάτων που μετουσιώθηκαν σε επιτακτικά κελεύσματα των Γάλλων τα τέλη του 17ου αιώνα μ.Χ.. Εμπνεόμενοι από την αρχαία ελληνική Επιστήμη και Φιλοσοφία, οι Γάλλοι philosophes έθεσαν εκείνα τα θεμέλια που επρόκειτο να ωθήσουν, τον άρτι εξελθόντα από το σκοταδισμό του Μεσαίωνα κόσμο, στην αναζήτηση της αληθινής ουσίας των πάντων. Από τη μήτρα του παγκόσμιου Πολιτισμού, Ελλάδα, προς τη μητέρα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, Γαλλία.
Ο ελληνικός τρόπος σκέψης εγκαταστάθηκε στα μυαλά διανοούμενων της κεντρικής Ευρώπης αναλαμβάνοντας το ρόλο του καθοδηγητικού μίτου στην άφατη εκείνη επιθυμία του Γάλλου σκεπτόμενου να απορρίψει την αυθεντία και να αποστείλει ένα αίτημα οικουμενικό προς την αναζήτηση της γνώσης. Δεν έληξαν, άλλωστε, τα υπερπόντια εξερευνητικά ταξίδια τον 16ο αιώνα. Άλλαξε απλά η φύση τους. Το αίτημα για νέες γαίες εξέλειψε και το αίτημα για νέες ιδέες έγινε πιο απαιτητό από ποτέ. Οι πλόες της Γαλλικής Διανόησης κατέληγαν στα παράλια της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και στα λιμάνια του ελληνικού πολιτισμού εμπορεύονταν τα πιο πολύτιμα αγαθά: τον προβληματισμό, τη γνώση. Η Γαλλική Επανάσταση έπετο του Διαφωτισμού και το πάγιο αίτημα προηγούμενων γενεών παίρνει επιτέλους σάρκα και οστά. Το “no merci” της γαλλικής κοινωνίας απέναντι στη Μοναρχία οδήγησε στο “arma tenete” και η κοινωνική επανάσταση για την ανατροπή του καθεστώτος δημιούργησε τέτοιο ωστικό κύμα που έμελλε να αποτελέσει τη θρυαλλίδα σποραδικών αναταραχών ανά την Ευρώπη.
Η Ελλάδα ήρθε η ώρα να συναντήσει το πεπρωμένο της μέσα από μία επανάσταση που ο αυτοσκοπός της την όρισε ως εθνικοαπελευθερωτική και η θέση του ατόμου, κατά τη διάρκεια της αλλά και επαύριον της νίκης, την κατέστησε σαφώς και φιλελεύθερη. Η απαρχή του Αγώνα σαφώς και δεν ήταν εύκολη. Μεμονωμένες αντιδράσεις έπεφταν πάνω στην αδιάσειστη υπεροχή της Υψηλής Πύλης ενώ σε κάθε διπλωματική οδό η απάντηση ήταν μία: το καθεστώς είναι ένα και το αυτό, ne varietur. Παρά την έλλειψη μέσων αλλά και την συνήθη παλιμβουλία των Μεγάλων Δυνάμεων προς την ευεπήκοη ανά τα χρόνια Ελλάδα, ο Έλληνας είχε πάρει την απόφαση του. Η προλείανση του εδάφους για την Εθνική Παλιγγενεσία ήταν πραγματικότητα. Οι οργανώσεις που συνέπηξαν οι Έλληνες μικρέμποροι στο εξωτερικό και τα κομιτάτα που λειτούργησαν ως πομποί των αιτημάτων τους αλλά και ως πνεύμονες οικονομικής ενίσχυσης, έτυχαν θερμής υποστήριξης από Γάλλους της περιόδου. Οι τελευταίοι θαύμασαν το γεγονός πως οι Έλληνες του ‘21 δεν πέθαιναν για να αποφύγουν οι ίδιοι τη σκλαβιά. Πέθαιναν για να γνωρίσουν άλλοι την Ελευθερία. Εμείς. Και σε αυτόν τον καθόλα άνισο αγώνα σημαντικός αριθμός Γάλλων στάθηκε στο πλευρό τους Έθνους.
Ο Ευγένιος Ντελακρουά υφαίνει τον ύμνο του Έλληνα επαναστάτη μέσα από την εικαστική αναπαράσταση των ηρωικών μαχών. Το ελληνικό έπος μονοπωλεί το καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον με τη δημιουργία πινάκων όπως η ‘’Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου’’ αλλά και ‘’Η Σφαγή της Χίου’’ για τη Salon του ‘24. Προσέτι, χορεία Γάλλων καλλιτεχνών αναπαριστά μέσα από την Τέχνη την πιο οξύμωρη εικόνα. Mία Ελλάδα που πνέει τα λoίσθια και αγκομαχά, μα έναν Έλληνα που πνέει μένεα και αποζητά από τη μοίρα αυτό που του ‘χει ορίσει, ως αιώνιο. Ο Οράς Βερνέ, ο Λουί Γκαρνερέ, ο Λουί Ντυπρέ και ο Αρί Σεφέρ τολμούν να αναδείξουν με τρόπο εκκωφαντικό τον σιωπηλό πόνο αλλά και τον διακαή πόθο του εμφωλεύει στις καρδιές των Ελλήνων.
Με ανάλογη ζέση αποτυπώνουν τον Αγώνα οι εραστές της Ποίησης. Στο ‘’Φανταστικό Ταξίδι’’ του ο Βερανζέρος εξομολογείται πως ‘’την Ελλάδα ονειρευόταν από παιδί, εκεί ήθελε να πεθάνει’’, ενώ στα δικά του ‘’Ψαρά’’ φωνάζει ‘’Έλληνες ενωθείτε’’. Ο Βίκτωρ Ουγκώ θα εκφράσει το θαυμασμό του με το έργο ‘’Τα κεφάλια του Σαραγιού’’ ενώ εκδίδει ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του, ‘’Τα Ανατολίτικα’’. Ο Αλέξανδρος Δούμας, ο πρεσβύτερος, στο διθύραμβο του για τον Κανάρη, ξεδιπλώνει το έργο της ανατίναξης της τουρκικής ναυαρχίδας όταν και καταστρέφεται η οθωμανική αρμάδα του Καραλή. Ωσαύτως, οι δεσμοί του λογοτέχνη Σατωβριάνδου με την Ελλάδα αποκαλύπτονται στο περίφημο ‘’Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ’ ενώ ο Ντελεβίν αποτίει φόρο τιμής στον ‘’Έλληνα, γιο των Μαραθονομάχων’’.
Η Γαλλία σαφώς και επεδίωξε την ικανοποίηση ιδίων συμφερόντων στο διπλωματικό και πολιτικό πεδίο της εποχής. Εξάλλου, δεν αρνείται κανείς πως κάποια από τα στρατεύματα μου μάχονταν την Ελλάδα εκπαιδεύτηκαν από Γάλλους αξιωματικούς. Ωστόσο, η πολιτικοκοινωνική διείσδυση της Γαλλίας στην Ελλάδα, σαφώς και προσέδωσε μια άλλη ισχύ στα χτυπήματα των εξεγερμένων δυνάμεων μας. Αλήστου μνήμης ο Γάλλος στρατάρχης και διπλωμάτης Νικόλαος Ιωσήφ Μαιζών ο οποίος ηγήθηκε των γαλλικών δυνάμεων της Πελοποννήσου και κατεδίωξε τον Ιμπραήμ Πασά στην εκστρατεία του Μοριά. Ο Κάρολος Φαβιέρος, που θεώρησε τιμή του να φορά την ελληνική φουστανέλα, ο Ιωσήφ Βαλέστ, που έχασε τη ζωή του πολεμώντας ηρωικά στην Κρήτη, ο Ολιβιέ Βουτιέ που εξεδίωξε το τουρκικό ντελίνι αλλά και ο Μαρέν Μπαγί που σχεδίασε τους τρόπους περίθαλψης των Ελλήνων μαχητών, είναι κάποιοι από τους πολλούς Γάλλους που συνεισέφεραν τα μέγιστα στον Αγώνα.
Το αγωνιστικό άρωμα της Ελλάδας διεπότισε ολόκληρη τη χώρα. Από τη Μασσαλία και την Λυών, την Τουλούζη και Ντιζόν, από μικρές πόλεις, λιμάνια και χωριά, η Γαλλία εξέπεμπε το δικό της μήνυμα στους Έλληνες του ‘21. Οι φιλελληνικές επιτροπές για την οικονομική ενίσχυση του Αγώνα επιβεβαίωσαν με τρόπο απτό την αγνή αγάπη των Γάλλων για τον Ελληνισμό. Την ίδια στιγμή ο γαλλικός τύπος διατηρούσε άσβεστο το ενδιαφέρον για την ελληνική επανάσταση. Δεν ήταν το κουρασμένο από τις μάχες σώμα του Έλληνα, μα η ακόρεστη ψυχή του για Ελευθερία αυτή που έπλασε στους Γάλλους την ιδέα, πως ο αγώνας των Ελλήνων ήταν και δικός τους. Γι’ αυτούς δεν μάχονταν μόνο άνθρωποι αλλά και δικές τους αξίες που έκαναν οι ίδιοι λάβαρο στη δική τους επανάσταση. Πάλευαν η Ελευθερία και Ισότητα να ξεφύγουν από ένα καθεστώς που για τέσσερις αιώνες τις δολοφονούσε.
Το τι θέλησε να κάνει εκείνη την περίοδο ο Έλληνας, η Ελληνίδα, το Ελληνόπουλο και η Ελληνική Ψυχή δεν μπόρεσα ποτέ να απαντήσω. Εδώ σιωπώ και αφήνω την πιο γλαφυρή απάντηση από το Ελληνόπουλο που συνάντησε μια μέρα ο Βίκτωρας Ουγκώ στο ομώνυμο του έργο. Στην ερώτηση τι μπορούσε να του δώσει προκειμένου να του φύγει το μαράζι, το παιδί απάντησε: ‘’Τίποτα δεν θέλω! Μόνο βόλια, μπαρούτι θέλω, να!’’. Τότε είχε χρέος το Ελληνόπουλο να μεγαλώσει κι άλλο την Ελλάδα. Σήμερα η Ελλάδα έχει χρέος να μεγαλώσει κι άλλα ελληνόπουλα. Η ιστορία αυτή μας έδειξε πως το παιδί έπρεπε να πεθάνει στα όπλα. Η Ιστορία, αυτή μας δείχνει, πως η Ελλάδα πέπρωται να ζήσει.
Ζήτω το Έθνος.
Γεώργιος Τόμου, απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας ΑΠΘ, φοιτητής Νομικής ΑΠΘ