ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριάτελευταίες ειδήσεις

Το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στην Αθήνα και η πρώτη πόλη της Μακεδονίας που απέκτησε ανδριάντα (του Πέτρου Μάνου)

“Βest seller” της εποχής τους χαρακτηρίστηκαν τa «Λυρικά» του Αθ. Χριστόπουλου και ήταν το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στην Αθήνα 

Το 1825, ένδεκα χρόνια πριν έρθει για πρώτη-και τελευταία- φορά ο Χριστόπουλος στην Αθήνα και ζώντας  εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στο Σιμπίνι της Τρανσυλβανίας, τυπώνεται στην Αθήνα, στη διάρκεια της Επανάστασης, το πρώτο βιβλίο.  Σύμφωνα με την Ειρήνη Σολομωνίδη1, το βιβλίο αυτό ήταν τα «Λυρικά και Βακχικά» του Αθανάσιου Χριστόπουλου, τα οποία, σε διάστημα δεκατεσσάρων ετών από την πρώτη τους έκδοση, αριθμούν την έκτη (από τις συνολικά ένδεκα εκδόσεις στη διάρκεια της ζωής του ποιητή). Η έκδοση αυτή, πραγματοποιήθηκε σε ένα από τα τέσσερα πιεστήρια που έφερε στην επαναστατημένη Ελλάδα ο αντιπρόσωπος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, Συνταγματάρχης Leicester Stanhope. (Στο δεύτερο από αυτά τα πιεστήρια, τον ίδιο χρόνο [1825], τυπώθηκε στο Μεσολόγγι ο  Ύμνος στην Ελευθερία, του Δ. Σολωμού. Και τα δύο καταστράφηκαν στη διάρκεια της Επανάστασης).

Aντίτυπο (ίσως το μοναδικό) των Λυρικών του 1825, που αγόρασε ο Ιωάννης Γεννάδιος από τον οίκο Maggs, το 1910.  [Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών,  Γεννάδειος Βιβλιοθήκη]

Η πρώτη έκδοση των Λυρικών, πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη το 1811, δέκα χρόνια πριν την έναρξη της Επανάστασης. Η ιστορική αυτή έκδοση -όπως και οι επόμενες οκτώ- τυπώθηκε χωρίς την επιμέλεια του ίδιου του ποιητή, κάτι που έγινε στην ένατη, (Παρίσι 1833), με παρεμβάσεις του Χριστόπουλου από μνήμης, καθώς τα χειρόγραφά του είχαν καταστραφεί. Τα ποιήματα του Χριστόπουλου γνώρισαν αλλεπάλληλες εκδόσεις, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που η νεοελληνική κριτική θα κάνει λόγο για “best seller” της εποχής και «ποίηση της ανατροπής».2  

Τα Λυρικά του Ευγ[ενεστάτου] Άρχ[οντος]  Καμηνάρη κυρίου Αθανασίου Χριστόπουλου, τα οποία εις όλην την Κωνσταντινούπολιν είναι πάγκοινα, δεν έχομεν χρείαν, τυπώνοντάς τα, να τα συστήσομεν. Εμείς εδώ βλέποντας ότι όλοι μ` άκραν επιθυμίαν τα ζητούν και τ` αντιγράφουν3,  προθυμότατα τα τυπώνομεν με τα έξοδά μας.. (Τζαννής Κοντουμάς, Δρόσος Νικολάου. Από τον Πρόλογο των Λυρικών του 1811)

[Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης των Λυρικών (Βιέννη), 1811. Οι εικόνες και τα ψηφιακά τεκμήρια αποτελούν  ευγενική παραχώρηση της Ελληνικής Βιβλιοθήκης © Ωνάσειος Βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Ωνάση]

Το ποίημα με τίτλο Ψάλτης από τα Ερωτικά και υποσημειώσεις για την Ερατώ και την Αφροδίτη. Λυρικά, 1811 [Ωνάσειος Βιβλιοθήκη]

Χαρακτικό εμπνευσμένο από τα Βακχικά του Χριστόπουλου:Κ. Σχίνδελμάυερ εχάραξεΛυρικά, 1811 [Ωνάσειος Βιβλιοθήκη]

Χαρακτικό που παραπέμπει στα Ερωτικά  του Χριστόπουλου: Λυρικά, 1811 [Ωνάσειος Βιβλιοθήκη]

Ο Χριστόπουλος υπήρξε σπουδαίος διανοητής, πραγματικός πανεπιστήμονας της εποχής του. Ανήκε στους λίγους εκείνους που, εν ζωή, είχε την τύχη (τόσο στις Ηγεμονίες και στην Πόλη, όπου κυρίως έζησε και έδρασε, όσο και στο Νέο Ελληνικό Κράτος), να αναγνωριστεί από ομότεχνούς του και μη, ως πρωτοπόρος και γενάρχης, όχι μόνο της Φαναριώτικης αλλά της Νεοελληνικής ποίησης γενικότερα.

Στην πρώτη έμμετρη Ιστορία τής ως τότε Ελληνικής Λογοτεχνίας4, που απευθύνει με τη μορφή δημόσιας επιστολής προς τον νεοαφιχθέντα στο Ναύπλιο, νεαρό βασιλιά Όθωνα, ο Φαναριώτης ποιητής Αλέξ. Σούτσος, γράφει (στ. 29-38):

Εις τον ωραίον Βόσπορον, εις της Τρυφής τα στήθη,

η ποίησις της νέας μας Ελλάδος εγεννήθη.

Εκεί ο Αθανάσιος, ο νέος Ανακρέων,

ωραία πρώτος έψαλε τα κάλλη των ωραίων·

οι στίχοι του εις ανθηρούς λειμώνας εμπνευσμένοι

κι εις των ρυάκων τον τερπνόν ψιθυρισμόν γραμμένοι,

των ρόδων και των μυρσινών την ευωδίαν έχουν,

και φυσικοί ως ρεύματα γλυκών ναμάτων τρέχουν.

Στου οίνου την αμέριμνον ζωήν παραδομένος

και Βάκχος εις την τράπεζαν κισσοστεφανωμένος,

της μέθης όταν την χαράν εντέχνως ζωγραφίζη,

τας ιδικάς του ηδονάς εις έπη καλλωπίζει.

………………………..

[Αθ. Χριστόπουλος. Χαλκογραφία στην έκδοση των Λυρικών του 1833] «..μάτην ψάλλουσ` οι γνήσ` υιοί των Μουσών, οι Χριστόπουλ` οι Ρίζοι, κι οι Σούτσοι*  και κατόπιν των σμήνος φαιδρόν ποιητών..»

(“ο Γάμος του Κουτρούλη”  Αλ. Ρίζος Ραγκαβής)5

*Οι αδελφοί Αλέξανδρος (1803-1863) και Παναγιώτης Σούτσος(1806-1868) και ο ξάδελφός τους Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), ήταν Φαναριώτες ρομαντικοί (ο Αλέξανδρος, και σατιρικός) ποιητές και συγγραφείς, γεννημένοι στην Κωνσταντινούπολη. Εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1820.

Το 1929, προκειμένου να τιμηθεί αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστός στην ιδιαίτερη πατρίδα του ο πρωτοπόρος ποιητής, διαφωτιστής και διανοούμενος, στήθηκε στην Καστοριά  ο ανδριάντας  τού Χριστόπουλου, ο οποίος φιλοτεχνήθηκε με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από εράνους και συνδρομές αποδήμων Καστοριανών (κυρίως της Αμερικής και του Καναδά).

Την πρωτοβουλία για την κατασκευή του ανδριάντα και τη διεξαγωγή του εράνου, είχε ο ιδιοκτήτης και Δ/ντής της εφημερίδας Καστορία, Θωμάς Βαλαλάς (αδελφός του Βουλευτή Ι. Βαλαλά) και  επιτροπή με Πρόεδρο τον Μητροπολίτη Ιωακείμ Λεπτίδη και μέλη, τον Δ/ντή της Εθνικής Τράπεζας Καστοριάς,  Ευθ. Μπουντώνα (ταμία του εράνου), τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Γουνοποιών Καστοριάς, Αργ. Ζαχαριάδη, τον καθηγητή  του Γυμνασίου Καστοριάς, Κ. Πηχεών και τον δημοδιδάσκαλο Χρυσό  Καραγκούνη.

 ..Το συμβόλαιον συνετάχθη ήδη, και σε λίγους μήνας ο ανδριάς του Χριστόπουλου θα κοσμήση την πόλιν μας, θα ήνε δε η πρώτη πόλις της Μακεδονίας ήτις θα έχει ανδριάντα (εφ. Καστορία, 30 Οκτ. 1927  (Κατά την περίοδο εκείνη, υπήρχε μόνο προτομή του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ στη Θεσ/νίκη)   

 Η εικών μας παριστά το σκίτσο του παραγγελθέντος ανδριάντος του γλυκυτάτου ποιητού Αθανασίου Χριστοπούλου   (Εφημ. Καστορία 30/10/1927, Δημοτική Βιβλιοθήκη Καστοριάς)    

Τον ανδριάντα ανέλαβαν να φιλοτεχνήσουν οι Τήνιοι Γλύπτες Ν. και Κ. Περάκης, ενώ το κόστος ήταν 140.000 δραχμές. Στις 12-5-1929, η «Καστορία» εκθειάζει τον ζήλο του νεαρού, τότε, γλύπτη, Κ.Ν.Περάκη, που «έκαμε περισσότερα των συμπεφωνημένων, διότι αντί της λύρας, υποδείξει του καθηγητού κ. Κεραμοπούλου6, έκαμε ανάγλυγον επί της στήλης παριστάνον τον Χριστόπουλον στεφανωμένον, ενώ Έρως σαλπίζει και Μούσα χορεύει».

Την τοποθέτηση του ανδριάντα επιμελήθηκε προσωπικά ο Γλύπτης Κ. Περάκης. Στη βάση χαράχτηκαν τρεις στροφές από το ποίημα του Χριστόπουλου με τίτλο «Θέληση»

Πλούτον δεν θέλω,
δόξαν δεν θέλω,
ούτ` εξουσίαν,
ποτέ καμμίαν.

Δεν θέλω γνώσην
ούτε καν τόσην,
όσ` είν` του ψύλλου
κι όσ`είν` του ξύλου.

Τούτες οι κρύες
οι φαντασίες
όσο ευφραίνουν,
τόσο πικραίνουν.

Θέλω ειρήνην,
ψυχής γαλήνην
χορούς ερώτων
τρέλλες και κρότον.

Θέλω τραγούδια
κήπους, λουλούδια
και χωρατάδες
στες πρασινάδες.

Τούτα λατρεύω
τούτα ζηλεύω
κι εις τούτ` απάνω
θέλ` ν` αποθάνω.

Ο Γλύπτης Κ. Περάκης (Εφ. Καστορία, 5-5-1929)

«ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ-ΝΕΟΣ ΑΝΑΚΡΕΩΝ 1772-1847».

        Πάνω από την ανάγλυφη παράσταση χαράχτηκε στα αρχαία ελληνικά(!) εξάστιχο επίγραμμα του φιλολόγου του Γυμνασίου Καστοριάς Δ. Τριανταφυλλίδη (Προκαλεί εντύπωση η επιλογή αυτή της επιτροπής -παρά την αντίθετη γνώμη της εφημερίδας- για έναν υπέρμαχο της μητρικής γλώσσας σε πολύ πρώιμο ιστορικά στάδιο και ο οποίος την υπηρέτησε ισοβίως με πάθος) Το επίγραμμα αυτό, σε ελεύθερη απόδοση είναι το εξής:

Οι Πιερίδες Μούσες, ζητώντας να βρουν κατοικία-

πρόσχαρα μπήκαν στην ψυχή του Χριστόπουλου

γιατί αυτός αγαπούσε να τραγουδά την Κύπρια Αφροδίτη

και τον λαμπρό γιό τής θεάς Σεμέλης [Διόνυσο]

Η Καστοριά λοιπόν του έστησε στόλισμα πανώριο

Για νά`χει όνομα αθάνατο και η πατρίδα και το τέκνο της

Η θέση που επελέγη να στηθεί ο ανδριάντας, παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα, καθιστά, ωστόσο, απαγορευτική την προσέγγιση μετωπικά, με αποτέλεσμα, οι στίχοι, το ανάγλυφο και το επίγραμμα της βάσης του να είναι μην είναι διακριτά, παρά μόνο από το επίπεδο της οδού Α. Αθανασίου, η οποία παρουσιάζει μεγάλη υψομετρική διαφορά. [Έναν αιώνα μετά, ίσως θα έπρεπε να συζητηθεί, αν όχι η επανατοποθέση και η αλλαγή τοποθεσίας, η εγκατάσταση προτομής του ποιητή σε κεντρικό σημείο, στη βασική είσοδο της πόλης και οπωσδήποτε στον αύλειο χώρο του σπιτιού του, στα πλαίσια της αποκατάστασής του].

Ο ανδριάντας τελικά τοποθετήθηκε τον Μάιο του 1929, μήνα των γενεθλίων του ποιητή, όταν συμπληρώθηκαν εκατόν πενήντα επτά (157) χρόνια από τη γέννησή του. Τις εργασίες παρακολουθούσε καθημερινά πολύς κόσμος. Για τους πολίτες της Καστοριάς, ο ανδριάντας συμβόλιζε την επιστροφή του “δοξασμένου ποιητή”  στη γη που τον γέννησε, ενώ εκείνος δόξασε και την ίδια.

Η φυσιογνωμία του Χριστοπούλου νομίζει κανείς ότι χαίρει διότι επανήλθε εις την πατρίδα του και είδε τον ανοικτόν ορίζοντά της. Το όνειρον αποτελεί πραγματικότητα. Οι Καστοριείς διερχόμενοι κάτωθεν του ανδριάντος στέκουν με ευλάβειαν, με θαυμασμόν, με έκπληξιν και με υπερηφάνειαν δια το μέγα στόλισμα της πατρίδος μας, ατενίζουν τη γλυκειά φυσιογνωμία του ποιητού.. Όλοι ομιλούν δια τον ποιητήν μας..  [Εφ. Καστορία 26-5-1929]

        Ο ανδριάντας του ποιητή, συνέβαλε καθοριστικά να γίνει ευρύτερα γνωστός στη γενέτειρά του και στους καταγόμενους από αυτήν. Δύο χρόνια αργότερα, το 1931, και πάλι με συνδρομές Καστοριανών, εκδόθηκαν σε δύο τόμους, με επιμέλεια του Καστοριανού φιλολόγου Θωμά Κ. Παπαθωμά, μεγάλου θαυμαστή του Χριστόπουλου7, Τα σωζόμενα άπαντα Αθανασίου Ιωάννου Χριστοπούλου, Λυρικού Ποιητού, τόμοι Α’ και Β’,  με σκοπό να έρθουν σε επαφή με το έργο του ποιητή, κυρίως οι απόδημοι συντοπίτες του. Η έκδοση αποτελεί ανατύπωση εκείνης του  Σπ. Δεβιάζη (Ποιήματα Αθανασίου Χριστοπούλου, εν Ζακύνθω, 1880) και των «Ελληνικών Αρχαιολογημάτων» του Χριστόπουλου (που εκδόθηκαν στην Αθήνα το 1853, έξι χρόνια μετά το θάνατό του και περιείχαν βιογραφία γραμμένη από τον φίλο του Χριστόπουλου, Ν. Κοριτζά, βασισμένη σε στοιχεία του ίδιου του ποιητή, άγνωστα και ανέκδοτα μέχρι τότε).

 Εφ. Καστορία, 6/9/1924

Το 1969, εκδίδονται στην Αθήνα τα Άπαντα του Αθανάσιου Χριστόπουλου, από τον Γ. Βαλέτα, ο οποίος είχε από χρόνια ασχοληθεί επισταμένως με τον Χριστόπουλο και το έργο του, και αναζητούσε εκδότη. Τελικά, η πρωτοβουλία της έκδοσης (που περιλάμβανε και ανέκδοτα μέχρι τότε έργα, όπως τα Πολιτικά Σοφίσματα), ήταν του Σωματείου Φίλοι Βυζαντινών Μνημείων και Αρχαιοτήτων νομού Καστοριάς.

Με διαφορά ενός μόνο  χρόνου (1970), εκδίδoνται τα Λυρικά σε επιμέλεια της (καθηγήτριας Φιλολογίας από τα Σέρβια Κοζάνης) Ελένης Τσαντσάνογλου: Ο Χριστόπουλος και το έργο του, Λυρικά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1970.

Από ξένες εκδόσεις ξεχωρίζουν του V. Rotolo, «A. Χριστόπουλος,  Θεωρία της Νεοελληνικής λογοτεχνικής γλώσσας, Παλέρμο  1975 ( A. Christopoulos · Theoria e prassi della lingua litteraria neogreca», Studii Neoellenici),                                και του Camariano Nestor, Aθανάσιος Χριστόπουλος, Η ζωή του, το λογοτεχνικό του έργο και η σχέση του με τον ρουμανικό πολιτισμό, Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1981. (Athanasios Christopoulos · Sa vie, son oeuvre littéraire et ses rapports avec la culture roumaine).

Το 2001, σε φιλολογική επιμέλεια Γ. Ανδρειωμένου, καθηγητή τότε του Ιόνιου Παν/μίου (σήμερα καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του Παν/μίου Πελοποννήσου), πραγματοποιείται η πρώτη κριτική εκδοτική παρουσία του Χριστόπουλου κατά τον 21ο αιώνα:  Ποιήματα του Χριστόπουλου, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2001, σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη.

Στον Πρόλογο του βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρει: Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος σημάδεψε με την παρουσία του την εξέλιξη των νεοελληνικών γραμμάτων.. Τα λυρικά του (κυρίως) ποιήματα αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν πολύ, ενώ οι γλωσσικές του αντιλήψεις και το νομικό του έργο συζητήθηκαν για μεγάλο διάστημα…ευτύχησε να δει δημοσιευμένο το μεγαλύτερο μέρος του πολυσχιδούς έργου του και πρωτίστως το ποιητικό..

Το ίδιο έτος (2001), με επιστημονική εποπτεία επίσης του Γ. Ανδρειωμένου και σκηνοθεσία Σταμάτη Τσαρουχά, γυρίζεται η ταινία «Ενας λησμονημένος ποιητής», διάρκειας 61΄. Η ταινία ήταν συμπαραγωγή του Δήμου Καστοριάς, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της Νέας Ελληνικής Τηλεόρασης (ΝΕΤ). Η υπόθεση αφορά έναν ερευνητή-σκηνοθέτη, ο οποίος ακολουθεί τα βήματα του Χριστόπουλου στις πόλεις όπου έζησε, ενώ ένας αφηγητής διαβάζει επιλεγμένα αποσπάσματα από έργα του.

Καθ` όλο το διάστημα που μεσολάβησε από τον θάνατο του Χριστόπουλου, μέχρι σήμερα, πραγματοποιήθηκαν πολλές εκδόσεις και γράφτηκαν πολλά για το έργο του. Ωστόσο, το 2011, απόπειρα “ενιαίας  συγκροτημένης  μορφής  του κριτικού λόγου που διατυπώθηκε γύρω από την ποίηση των Λυρικών (1811) του Αθανάσιου Χριστόπουλου κατά το χρονικό διάστημα 1811-2001”, συνιστά το βιβλίο (διδακτορική διατριβή) του Κοζανίτη εκπ/κού, Ιωάννη Μπάκανου, Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), Κείμενα κριτικής για τα “Λυρικά”. Νεοελληνικός διαφωτισμός – Κριτική και ποίηση (1811-2001, Θεσ/νίκη, 2011.

Κατά τον συγγραφέα, ο Χριστόπουλος «είναι ο πρώτος ποιητής της νεότερης Ελλάδας που το έργο του προκαλεί το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων ειδικών, τη ζήτηση από το ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό και συνακόλουθα τις μεταφράσεις στις ευρωπαϊκές γλώσσες.. Ακόμα και κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, που έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα πρωτοποριακά ποιητικά και καλλιτεχνικά ρεύματα στην Ευρώπη και την Ελλάδα..  και η κριτική έχει νέα θέματα να προσεγγίσει,  τα “Λυρικά” προκαλούν το ενδιαφέρον των νεοελληνιστών κριτικών ως τις μέρες μας, είτε ως εκδοτικό γεγονός είτε ως άξιο λόγου ποιητικό φανέρωμα..

       »Τα “Ερωτικά” και  “Βακχικά” ποιήματα, ίσως διαθέτουν μία αδιόρατη ποιητική χάρη, μια λεπτότητα και ευγένεια ή έναν αέρα ελευθερίας και κοσμοπολιτισμού, που ανταποκρίνονταν όχι μόνο στις αναζητήσεις της εποχής τους, αλλά συνεχίζουν και σήμερα να ικανοποιούν εσωτερικές ανάγκες του νου και της ψυχής του ανθρώπου και που έχουν να κάνουν με έναν εγκόσμιο ευδαιμονισμό, που απέχει σημαντικά από τον ιδανισμό του Δ. Σολωμού.»                   [Ι. Μπάκανος, ό.π.  σελ. 380]

Εκδόσεις αναφορικά με τον Χριστόπουλο, μετά το 2000: Γ. Ανδρειωμένος (710 σελίδες), Ι. Μπάκανος (650 σελίδες) [Δημοτική Βιβλιοθήκη Καστοριάς]

Ίσως τελικά ο Χριστόπουλος δεν είναι  «λησμονημένος», αλλά μάλλον «δοξασμένος» -κατά τον Κ.Θ. Δημαρά- ποιητής, αν λάβουμε υπόψη ότι, επί δύο αιώνες, μετά από κάποια μικρά ή μεγαλύτερα διαστήματα-διαλείμματα σιωπής ή απουσίας, κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον γύρω από τον ίδιο και το ποιητικό -κυρίως- έργο του. Αναμφίβολα, επρόκειτο για διανοητή μεγάλου πνευματικού αναστήματος, το ύψος του οποίου αναγνώρισαν ακόμα και οι επικριτές ορισμένων πτυχών του ποιητικού του -κυρίως- έργου, καθώς και κάποιων επιλογών και της στάσης του απέναντι σε ζητήματα της εποχής του. Η μορφή του δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη από ποιητές της τάξης του Σολωμού, του Κάλβου, του Παλαμά, του Καβάφη και άλλων πολλών, οι οποίοι με διάφορους τρόπους επηρεάστηκαν ή αναφέρθηκαν άμεσα ή  έμμεσα στον ίδιο και το έργο του.

Η γενέτειρά του, η Καστοριά, έχει κατά καιρούς τιμήσει τον ποιητή. Το 1977,  ιδρύθηκε ο Πολιτιστικός Σύλλογος “Αθανάσιος Χριστόπουλος”, ενώ και άλλοι Σύλλογοι και φορείς έχουν διοργανώσει εκδηλώσεις σε σχέση με τον Χριστόπουλο ή έχουν προβάλει και αναδείξει το έργο του (όπως ο Σύλλογος «Μύησις».

Η ονομασία “Αθανάσιος Χριστόπουλος” δόθηκε και στη Δημοτική Βιβλιοθήκη το 1999, όταν μετατράπηκε σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ιδρύθηκε το 1925).  [Κουρσούμ τζαμί: Η πρώτη Βιβλιοθήκη της Καστοριάς και το όνειρο που δεν έγινε πραγματικότητα (του Πέτρου Μάνου), φούιτ, 12 Μαΐου 2021]

Το όνομα του Χριστόπουλου, επίσης, δόθηκε στο 3ο Δημοτικό Σχολείο. Βρίσκεται στην οδό που και αυτή φέρει το όνομα του ποιητή και οδηγεί στο σπίτι στο οποίο πιστεύεται ότι γεννήθηκε (κατασκευάστηκε το 1753).

  Το αρχοντικό Χριστόπουλου το 1949 (φωτογ. Παντελή Τσαμίση)8 

Το αρχοντικό Χριστόπουλου σήμερα

Η αποκατάσταση αυτού του αρχοντικού, η οποία αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες ζητούμενο, φαίνεται πως έχει πάρει τον δρόμο της. Το επόμενο στάδιο θα μπορούσε να είναι η δημιουργία σε αυτό, Μουσείου Χριστόπουλου, που θα αξιοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία, ψηφιακή και μη, και θα συγκεντρώνει εκδόσεις και τεκμήρια για το πολύπλευρο έργο και τη ζωή του. Θα αποτελέσει έτσι, έναν ζωντανό χώρο, μελέτης και ανάδειξης του πρωτοποριακού αυτού έργου, που αγγίζει, τόσο πλευρές του πνεύματος (Λογοτεχνία, Φιλολογία, Φιλοσοφία) και της Τέχνης (μουσικής), όσο και της Επιστήμης (νομικής).

Η επανέκδοση και κριτικός σχολιασμός  έργων του Χριστόπουλου, καθώς και η ηχογράφηση απαγγελίας και η μελοποίηση ποιημάτων του, θα εμπλουτίσουν το υπάρχον υλικό και θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον γύρω από τον ποιητή, τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και πανελλαδικά. Ταυτόχρονα, στο αρχοντικό μπορεί να συγκεντρωθεί όλο το υπάρχον υλικό που συνδέεται με την πνευματική παραγωγή, τους λόγιους και την εκπ/ση της Καστοριάς κατά τους τελευταίους αιώνες. Και βέβαια, πέρα από εργαστήριο επιστημονικής έρευνας και μελέτης, το αρχοντικό, θα αποτελεί και χώρο επισκέψεων σχολείων, εκπροσώπων φορέων και ιδιωτών, προσθέτοντας έτσι, ένα νέο «βαρύ χαρτί» στο παρεχόμενο τουριστικό προϊόν της Καστοριάς.

Η συζήτηση για την αξιοποίηση και ανάδειξη του αρχοντικού, απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί και να μας βρει έτοιμους, όταν θα επίκειται η έναρξη της συντήρησής του, ώστε αυτή να συμπεριλάβει και τις τελικές προτάσεις που θα προκριθούν για υλοποίηση.

Επιπλέον, θα μπορούσαν να διατυπωθούν άλλες ιδέες, με κριτήριο την εξωστρέφεια, όπως η αδελφοποίηση της Καστοριάς με την πόλη της Ζακύνθου (προκειμένου να αναδειχθεί η σχέση και ο ρόλος του ποιητή, ως προδρόμου του Δ. Σολωμού). Ακόμα, η συνδιοργάνωση εκδηλώσεων ή επιστημονικών Συνεδρίων με τη Ζάκυνθο ή τα Ιωάννινα, με σημείο αναφοράς και επαφής, τη σχέση με τον Ι. Βηλαρά και τον Αθ. Ψαλίδα.

Ο Χριστόπουλος βίωσε δυσκολίες και απογοητεύσεις, προσωπικές και εθνικές αλλά και στιγμές δόξας και μεγαλείου, αναγνώρισης και κοινωνικής καταξίωσης. Σήμερα, διακόσια πενήντα χρόνια από τη γέννηση (2 Μαΐου 1772) και εκατόν εβδομήντα πέντε από το τέλος της εβδομηνταπεντάχρονης  ζωής του (19 Ιανουαρίου 1847), «μπορούμε να μιλήσουμε ανεπιφύλακτα ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ποιητικό φαινόμενο, το οποίο προκαλεί για  διακόσια (200) χρόνια  το ενδιαφέρον των ειδικών αλλά και του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού για την ποίηση του Καστοριανού Ανακρέοντα.»  [Ι. Μπάκανος, ό. π. σελ. 372].

Ωστόσο, επιβάλλεται να του αποδοθεί και από τους νεότερους η τιμή της αναγνώρισης της προσφοράς του και να διευρυνθεί η αναγνωρισιμότητά του και η έρευνα, μελέτη και προβολή του πολυδιάστατου έργου του. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά τον συμβολικό -μέσω του ανδριάντα-επαναπατρισμό του, η επαναφορά όχι μόνο στη γενέτειρά του αλλά και στο σπίτι του, απαιτείται να είναι ολική και ουσιαστική.

Το 2021, ο  Χριστόπουλος ήταν μία από τις  «Προσωπικοτήτες Ελλήνων που έπαιξαν ρόλο στην ιστορία των Ρουμάνων από την αρχαιότητα έως και σήμερα», στην έκθεση πορτρέτων που διοργάνωσε η Ένωση Ελλήνων Ρουμανίας (με την αιγίδα της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Βουκουρέστι και την καθοδήγηση του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου, Dr Tudor Dinu), για τα  200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.

1 Ειρήνη Σολομωνίδη, Τυπογραφία στα χρόνια της Επανάστασης και Αγγλικός Φιλελληνισμός: δύο βιβλία από τη συλλογή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Ιωάννη Γενναδίου,  March 24, 2021, American School of Classical Studies at Athens (ASCSA). [Η Ειρήνη Σολομωνίδη είναι Επικεφαλής Βιβλιοθηκάριος της Γενναδείου Βιβλιοθήκης της  Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα]

2 Ι. Μπάκανος, Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), Κείμενα κριτικής για τα “Λυρικά”. Νεοελληνικός διαφωτισμός – Κριτική και ποίηση (1811-2001, Θεσ/νίκη,  σελ. 378

3  “Το  ποιητικό έργο του Χριστόπουλου, γνώρισε αξιοσημείωτη χειρόγραφη διάδοση” [Γ. Ανδρειωμένος, Ποιήματα του Χριστόπουλου, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2001, σελ. 7]

4 Στο ίδιο  ποίημα διατυπώνονται επιφυλάξεις για την ποίηση άλλων, μεταξύ αυτών και του λόγιου ποιητή από την Κοζάνη, Μιχαήλ Περδικάρη (1766-1828), ακόμα και για την ποιητική γλώσσα του Σολωμού και του Κάλβου: Ο Κάλβος και ο Σαλομός ωδοποιοί μεγάλοι,/Κι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη˙/Ιδέαι όμως πλούσιαι πτωχά ενδεδυμέναι,/ Δεν είναι δι` αιώνιον ζωήν προωρισμέναι. (Η κριτική αυτή υποδηλώνει την υφέρπουσα και συχνά δεδηλωμένη αντιπαλότητα μεταξύ των εκπροσώπων της Φαναριώτικης και της Επτανησιακής ποίησης)

5 Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής,  Άπαντα,  Δ΄, 1874, σελ. 310

6 Ο Αντώνιος Κεραμόπουλος από τη Βλάστη Κοζάνης (1870 – 1960), ήταν συγγραφέας και αρχαιολόγος, Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών (1938)

7 Ο Θ. Παπαθωμάς αποκαλούσε τον Χριστόπουλο “λαμπρὸ ἀγλάισμα τῶν ἑλληνικῶν Γραμμάτων καὶ τοῦ τόπου μας”.  (Ελένη Βαφειάδου -Παπανικολάου: Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847) [I], Εφημερίδα Οδός, 21.7.19)

8 Παντελής Τσαμίσης, Η Kαστοριά και τα μνημεία της, Αθήναι 1949

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Back to top button