Σε μια ταβέρνα στη Σύρο ο 83χρονος Σταύρος Ξαρχάκος έκανε μάθημα σε μία παρέα νέων παιδιών με μπουζούκια και κιθάρα.
Όπως αναφέρει ο Γιώργος Βιδάκης:
“Στο νησί της Σύρου έχουνε γιορτή.
Τη δεκαετία του 1930, ο Μάρκος Βαμβακάρης, έκανε εμφανίσεις στη Σύρο, στη γενέτειρά του. Όπως ο ίδιος λέει, όταν έπαιζε, συνήθιζε να κοιτά χαμηλά και όχι το κοινό που τον παρακολουθούσε. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις, σήκωσε το κεφάλι του και είδε μία όμορφη κοπέλα.
Συγκεκριμένα είπε:
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή”.