Ανάμεσα στα ποτάμια Άραχθο και Λούρο αλλά και τον Αμβρακικό κόλπο, η Άρτα, «κλείνει το μάτι» στον επισκέπτη.Είναι η πόλη με τη θρυλική γέφυρα και τα βυζαντινά της μνημεία, είναι τα όμορφα ψαροχώρια στον Αμβρακικό, είναι ο τόπος και οι άνθρωποι.
Με ξεναγό τον αντιδήμαρχο Πολιτισμού Κώστα Χαρακλιά, ανακαλύπτουμε την Άρτα.
Σημείο συνάντησης είναι το Γεφύρι της Άρτας, η λιθόκτιστη γέφυρα του ποταμού Αράχθου από το 17ο αιώνα, που βρίσκεται στην είσοδο της πόλης της Άρτας.
Μέσα σε ένα υπέροχο φυσικό περιβάλλον, στη δροσιά από τα αιωνόβια δέντρα της όχθης του ποταμού, κάθε λεπτό ειδικά τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες, έχει άλλη αξία. Δίπλα στο ποτάμι βρίσκονται φιλόξενες γραφικές ταβέρνες και καφέ. Το γεφύρι αποτελεί μνημείο αρχιτεκτονικής των μαστόρων της πέτρας στις αρχές του17ο αιώνα.
Όπως αναφέρει ο κ. Χαρακλιάς, αρχική κατασκευή του γεφυριού εικάζεται πως έγινε στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας επί βασιλέως Πύρρου του Α΄, καθώς σε αυτά τα μέρη αναπτύχθηκε αξιόλογος πολιτισμός από τα προχριστιανικά ακόμη χρόνια και αργότερα- στην ρωμαϊκή εποχή, με την άνθηση της διπλανής Νικόπολης και την αύξηση της εμπορικής κίνησης.
Τη σημερινή του μορφή πήρε περίπου στα 1602-1606 μ.Χ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η χρηματοδότηση της κατασκευής του Γεφυριού της Άρτας έγινε από έναν Αρτινό παντοπώλη, τον Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγο, ο οποίος φέρεται να είχε εμπορικές δραστηριότητες και είχε ενδιαφέρον για τη διάβαση του Αράχθου ποταμού από τα μουλάρια με τα φορτία του.
Ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού μάς επισημαίνει, πως είτε 3 ώρες μείνεις στην Άρτα είτε 3 ημέρες, φεύγεις με την υπόσχεση να επιστρέψεις.
Η περιήγηση στην πόλη αποκαλύπτει στον επισκέπτη δύο σημαντικά μνημεία, το Ιστορικό Κάστρο και την εκκλησία της Παναγίας Παρηγορήτισσας, που είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Ο ναός χτίστηκε στα τέλη του 13ου αι., στη θέση παλαιότερου, μικρότερων διαστάσεων, τμήματα του οποίου είναι κυρίως εμφανή, στη βόρεια πλευρά του . Σήμερα το εσωτερικό της Παρηγορήτισσας διακοσμείται με τοιχογραφίες που χρονολογούνται σε διαφορετικές εποχές. Αρχικά όμως, έφεραν πολυτελή ορθομαρμάρωση, λιγοστά τμήματα της οποίας διατηρούνται στη δυτική πλευρά, πάνω από την κεντρική είσοδο. Στην ίδια πλευρά υπάρχει τόξο με περίτεχνη ανάγλυφη διακόσμηση και την επιγραφή που αναφέρει τους κτήτορες της εκκλησίας, δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρο Κομνηνό Δούκα και τη σύζυγό του Άννα Παλαιολογίνα. Παλαιότερα αποτελούσε καθολικό μεγάλου μοναστηριού, από το οποίο σώζονται επίσης 16 κελιά και η Τράπεζα. Ένας λαϊκός θρύλος τυλίγει το Ναό.
«Ο πρωτομάστορας που τον έκτιζε ήταν σπουδαίος τεχνίτης. Κατά το κτίσιμο του ναού, λοιπόν, χρειάστηκε να λείψει μακριά για πολύ καιρό, καθώς τον είχαν καλέσει για να βγάλει τα σχέδια κάποιας άλλης εκκλησίας, και άφησε στο πόδι του τον βοηθό του. Εκείνος πανέξυπνος, άλλαξε τα σχέδια και η εκκλησία έγινε ασύγκριτα ωραιότερη από ότι είχε αρχικά σχεδιαστεί. Όταν ο πρωτομάστορας γύρισε και είδε το αποτέλεσμα, έσκασε από την ζήλια του. Για να τιμωρήσει τον βοηθό του για την πρωτοβουλία που πήρε, τον κάλεσε στην στέγη για να του δείξει κάποιο λάθος του και τον έσπρωξε από εκεί. Καθώς έπεφτε ο κάλφα,ς όμως πιάστηκε από τον πρωτομάστορα και τον παρέσυρε και εκείνον στην πτώση. Ο λαός πιστεύει ότι τα κουφάρια και των δύο, απολιθώθηκαν και σώζονται στο πίσω μέρος της εκκλησίας δύο κοκκινωπές πέτρες. Η Παναγία φανερώθηκε στην μάνα του κάλφα για να την παρηγορήσει για τον άδικο χαμό του γιου της. Έτσι πήρε και ο ναός το όνομά του» αναφέρει ο Κωνσταντίνος Χαρακλιάς.
Το επιβλητικό Κάστρο Άρτας που βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης είναι ο επόμενος σταθμός στην περιήγηση. Χτίστηκε το 1230 μ.Χ., επί Μιχαήλ Β, από τον Δεσπότη του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, το κάστρο κατασκευάστηκε σε τρεις περιόδους, πάνω στα απομεινάρια του αρχαίου τείχους από 5ο – 4ο π.χ. αιώνα, κατά τη βυζαντινή εποχή τον 13ο αιώνα και στην περίοδο της τουρκοκρατίας.
Το Κάστρο θεωρείται το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της μεσαιωνικής φυσιογνωμίας της Άρτας. Είναι χτισμένο πάνω σε μικρό λόφο, καθώς το σημείο θεωρήθηκε στρατηγική θέση κι απ’ τους αρχαίους Αμβρακιώτες, γι’ αυτό εκτός από το φρούριο της ακρόπολης που είχαν στο λόφο Περάνθη, περιέβαλαν και την κάτω πόλη με τείχος που περνούσε παρόχθια στη βόρεια καμπή του Αράχθου. Το κάτω μέρος αυτού του τείχους σώζεται στην ανατολική και βόρεια πλευρά του κάστρου και οι κολοσσιαίοι λαξευμένοι λίθοι του προκαλούν το θαυμασμό. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας κατά τον 18ο αιώνα με τις βελτιώσεις και προσθήκες που έγιναν, το Κάστρο πήρε την τελική του μορφή. Ο πανύψηλος πύργος του ρολογιού μπροστά απ’ το Κάστρο, κτίστηκε το 1875 με πολύ ευαισθησία, ώστε να φαντάζει ως φυσική προέκταση του τείχους.
AΠΕ