Αν δεν ενοχληθεί, ακολουθεί συγκεκριμένη ρουτίνα στις καθημερινές της μετακινήσεις
Έχει εξαιρετική μνήμη και νοημοσύνη.
Οριοθετεί την επικράτειά της
Ο ζωτικός της χώρος είναι 100-150 τ.χλμ. για ένα θηλυκό και έως και παραπάνω από 400 τ.χλμ. για ένα αρσενικό άτομο.
Ο ζωτικός χώρος που χρειάζονται οι αρσενικές αρκούδες σε όλο τον ετήσιο κύκλο κυμαίνεται από 206 έως 507 τετ. χλμ. (δηλ. 206.000-507.000 στρέμματα!) σε επιφάνεια. Η μεγαλύτερη ανάγκη σε ζωτικό χώρο εντοπίζεται το φθινόπωρο όπου μία ενήλικη αρκούδα χρειάζεται περίπου 373 τετραγωνικά χιλιόμετρα για να βρει και να καταναλώσει την τροφή της.
Έρευνες στην περιοχή της Ροδόπης με την μέθοδο της τηλεμετρίας και την παρακολούθηση μιας θηλυκής αρκούδας με τα δύο μικρά της επί δύο χρόνια (2000-2002) , έδειξαν ότι το θηλυκό όταν ήταν με τα μικρά του διένυσε πολλαπλάσιες αποστάσεις και χρειάστηκε τριπλάσιο ζωτικό χώρο από ότι όταν βρέθηκε μόνο του στη συνέχεια.
Αν δεν ενοχληθεί, ακολουθεί συγκεκριμένη ρουτίνα στις καθημερινές της μετακινήσεις: χρησιμοποιεί την ίδια όχθη ρεματιάς και τον δασικό δρόμο για τις μετακινήσεις της, το ίδιο μονοπάτι για να πάει στη φωλιά της, τους ίδιους οπωρώνες για να βρει φρούτα.
Η αρκούδα είναι ζώο παμφάγο με προτίμηση στις τροφές φυτικής προέλευσης (κατά 85%) και έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες τροφής για να συντηρήσει τον σωματικό της όγκο και τη δύναμή της.
Τρέφεται με όλων των ειδών τους διαθέσιμους καρπούς του δάσους: βατόμουρα, κορόμηλα, κεράσια, μήλα, αχλάδια, σμέουρα, καρπούς σορβιάς, καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, αγριοφράουλες, βελανίδια, καρπούς οξιάς, αλλά και βολβούς, ρίζες, και χόρτα. Συμπληρώνει το διαιτολόγιό της με μέλι, μικρά και μεγάλα θηλαστικά, έντομα (κυρίως μυρμήγκια) και χελώνες.
Η δυσκολότερη περίοδος για την αρκούδα είναι ή άνοιξη όταν επανέρχεται από τον χειμέριο λήθαργο έχοντας χάσει το 30% του βάρους της. Την άνοιξη οι καρποί του δάσους είναι ανύπαρκτοι καθώς δεν έχει αρχίσει ακόμη η καρποφορία οπωροφόρων δένδρων και θάμνων. Έτσι η αρκούδα για να αναπληρώσει αναζητά άλλες συμπληρωματικές τροφικές πηγές που είναι διαθέσιμες και θρεπτικές εκείνη την εποχή όπως : χόρτα, βολβούς, ρίζες, μυρμήγκια κλπ . Την εποχή αυτή αρχίζουν και οι πρώτες επισκέψεις σε μελισσοκομικές μονάδες και κοπάδια. Πολύ ευνοϊκές συνθήκες τροφής για την αρκούδα αποτελούν επίσης και οι μικρές καλλιέργειες δημητριακών (σιτάρι, καλαμπόκι), ψυχανθών (τριφύλλι) καθώς και οπωροφόρων (συστηματικές ή όχι). Η διάταξη των παραπάνω σε γειτνίαση με το δάσος αποτελούν τον ιδανικότερο συνδυασμό τροφής και κάλυψης για την αρκούδα στην Πίνδο.
Πολλές φορές την άνοιξη, εκτός από άφθονα χόρτα και βολβούς η αρκούδα τρώει και καρπούς της προηγούμενης χρονιάς (όπως αγριόμηλα, άγρια αχλάδια, καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, βελανίδια κλπ) που έχουν διατηρηθεί από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, βρίσκοντας έτσι ένα σωτήριο τροφικό υποκατάστατο.
Το φθινόπωρο είναι σίγουρα η εποχή που η αρκούδα «αφιερώνει» τον περισσότερο χρόνο στην αναζήτηση και κατανάλωση τροφής. Είναι η λεγόμενη φάση της «υπερφαγίας» Δύο είναι οι βασικοί λόγοι: α. η αφθονία και η μεγάλη ποικιλία των φθινοπωρινών καρπών του δάσους και β. η ανάγκη δημιουργίας αποθεμάτων λίπους για την επερχόμενη περίοδο του χειμέριου λήθαργου, οπότε η αρκούδα δεν τρέφεται.
Οι πιο κατάλληλοι καρποί για την δημιουργία αποθεμάτων λίπους είναι τα βελανίδια και οι καρποί της οξιάς. Η αφθονία τους ακολουθεί τριετείς ή τετραετείς κύκλους.
Χάρη στην πολύ ανεπτυγμένη αίσθηση της όσφρησης η αρκούδα είναι ικανή να εντοπίζει τους καρπούς του δάσους στο πιο θρεπτικό στάδιο ωρίμανσής τους. Είναι γνωστό ότι οι ώριμοι καρποί εκπέμπουν κάποιες χαρακτηριστικές μυρωδιές που μόνο η πολύ ανεπτυγμένη όσφρηση ορισμένων ζώων είναι ικανή να τις εντοπίσει.
Τα αποτελέσματα από την μελέτη και ανάλυση των τροφικών συνηθειών της αρκούδας (ανάλυση 1.500 περιττωμάτων) έδειξαν ότι το διαιτολόγιο της αρκούδας στην Ελλάδα συνθέτουν όχι λιγότερα από 67 είδη φυτικών και ζωικών οργανισμών.
Αυτό δείχνει μία αξιοσημείωτη τροφική ευελιξία και αποτελεί έναν επίσης σημαντικό μηχανισμό προσαρμογής της αρκούδας, στις συνθήκες του περιβάλλοντος που καθορίζουν τη διαθεσιμότητα των τροφικών πηγών.
Όποιος έχει λίγο μυαλό μπορεί να καταλάβει γιατί μια αρκούδα δεν έμεινε σε ένα άλλο μέρος, εκεί που την πήγαμε, ίσως γιατί ήταν ο ζωτικός χώρος – το σπίτι μιας άλλης αρκούδας.
Οι αρκούδες μας, πρέπει να καταγραφούν όλες να μπουν σε όλες κολάρα με gps για να μπορούμε να τις εντοπίζουμε, να καταγράφουμε τα μωρά όταν γεννιούνται και αφού ξέρουμε τον συνολικό αριθμό τους τότε θα ξέρουμε και πόσες μπορούμε να έχουμε στον εδώ βιότοπο χωρίς να είναι οι αρκούδες μέσα σε πόλεις και χωριά.
Επίσης επειδή σίγουρα οι αρκούδες στην περιοχή μας είναι περισσότερες από αυτές που μπορεί να “αντέξει” η περιοχή μας καλό είναι να δουν οι υπεύθυνοι, αυτοί που αποφασίζουν και νομοθετούν, που μπορεί να γίνει ένας ακόμα βιότοπος αρκούδας.
Εύκολο είναι….. Η Πίνδος ξεκινάει από την Αλβανία και καταλήγει στην Κρήτη.
Από το Facebook του Νίκου Γεωργάκη