Στην φίλη μου Ερμιόνη, για τα παιδικά μας χρόνια
Κατέβαινε τις εξωτερικές σκάλες από το διώροφο οίκημα η εικοσιτριάχρονη Κατερίνα. Φορούσε μια φούστα που κυμάτιζε σε αρμονία με τον διασκελισμό της, ένα λευκό πουλοβεράκι και μια λουλουδάτη κορδέλα στα μακριά-καστανά μαλλιά της.
Ήταν αρχηγός στο “σπίτι του παιδιού”. Έτσι την αποκαλούσαν.
Σήμερα, απόγευμα Παρασκευής, η μαγείρισσα τους έκανε κρέμα κορν-φλάουερ, με φρέσκο-αγελαδινό γάλα, και η μυρωδιά της έσερνε τα παιδιά από την μύτη. Μαζεύτηκαν όλα στην τραπεζαρία και περίμεναν να τους σερβίρει τα κουπάκια τα πασπαλισμένα με την μυρωδάτη κανέλα. Μαζί τους και η Κατερίνα. Περίμενε να τελειώσουν το φαγητό τους για να τα απασχολήσει με κάποιο παιχνίδι. Μερικά απ’ αυτά την ακολούθησαν στην αίθουσα παιχνιδιών για να παίξουν πινκ-πονκ και σκάκι και κάποια άλλα έμειναν στην αυλή για να βοηθήσουν τον κηπουρό τους, τον κύριο Βογιατζόπουλο, να σκαλίσει το χώμα γύρω από τις τριανταφυλλιές και να βγάλει τα ζιζάνια.
Μόνο ένα κοριτσάκι κοντοστάθηκε λίγο και πλησίασε διστακτικά την αρχηγό. Δεσποινίς, ρώτησε, μπορώ να πάω στην βιβλιοθήκη να διαβάσω; φυσικά, της απάντησε, κλείσε και την πόρτα για να μη σε ενοχλούν οι φωνές των άλλων παιδιών. Της είχε εμπιστοσύνη. Η Ουρανούλα και η φίλη της η Άρτεμις- λάτρευαν τα βιβλία και τα πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που κι αυτή διάβαζε τα ίδια βιβλία με τα κορίτσια. Η αρχηγός και τα παιδιά ένιωθαν μέσα τους εκείνη την ιδιαίτερη συγκίνηση που προκαλούν τα γράμματα και οι αριθμοί όταν συμπλέκονται και δίνουν νόημα και βάθος στις σκέψεις μας.
Εκεί έβρισκαν τα περιπετειώδη έργα του Ιουλίου Βερν- που σε ταξιδεύουν από την Γη στην Σελήνη κι ακόμα παραπέρα- πολλές συλλογές με διηγήματα και ποιήματα σαν αυτό του Κρυστάλλη: Από μικρό και άφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου, παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια.
Επίσης διάβαζαν με ενδιαφέρον έργα του Καρκαβίτσα, του Δροσίνη, του Εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού: μοναστηρίσια μου ομορφιά, εδώ είμαι και κοιτάω, πρόβαλε εκεί στα κάγκελα να δεις που τραγουδάω. Και το πιο γνωστό:
Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;
Σε περίοπτη θέση είχαν τοποθετημένα και τα υπέροχα διηγήματα του κοσμοκαλόγερου Παπαδιαμάντη και πολλά τεύχη της “διάπλασης των παίδων”, του Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Ήταν αληθινοί θησαυροί φυλαγμένοι σε απόρθητα χάρτινα θησαυροφυλάκια. Γιατί οι γνώσεις που περιέχουν τα βιβλία δεν κλέβονται, μόνο αποκτιούνται.
Η βιβλιοθήκη αυτή, ειδικά, ήταν το ιδανικότερο μέρος για να διαβάζει κανείς απερίσπαστος, σε ήρεμο περιβάλλον και με όλα αυτά τα βιβλία στα ράφια που σου έδιναν πλήθος επιλογές. Κανένα από τα σπίτια του χωριού δεν διέθετε εκείνη την εποχή βιβλιοθήκη. Ήταν Μάης του 1965. Ελάχιστα παιδιά είχαν κάποια εγκυκλοπαίδεια. Και δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια που ιδρύθηκαν τα “σπίτια του παιδιού”. Ξεκίνησε η ίδρυσή τους το 1950 με πρωτοβουλία της Βασιλικής Πρόνοιας και με την επίβλεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης, για να στηριχθούν λίγο περισσότερο φτωχά χωριά της Μακεδονίας μετά τον ζοφερό εμφύλιο πόλεμο. Ακόμα υπήρχαν τα σημάδια του, αφού μερικοί Κορομηλιώτες είχαν περάσει χρόνια στην εξορία, επειδή ανήκαν στην ηττημένη πλευρά, και γύρισαν καταβεβλημένοι ψυχικά και σωματικά.
Είχαν αλλάξει, όμως, οι εποχές. Τα παιδιά τώρα περνούσαν πολλές απογευματινές ώρες εκεί στο “σπίτι του παιδιού” ακόμα και τις Κυριακές. Τον Χειμώνα ήταν μια ζεστή γωνιά και το καλοκαίρι, ανάμεσα στις τριανταφυλλιές του κήπου, και κάτω από την δροσιά των δένδρων έπαιζες πολύ ευχάριστα.
Η Κατερίνα μέτρησε με τα μάτια τα παιδιά. Τα μεγαλύτερα έλειπαν. Δεν ρώτησε γιατί. Ήξερε ότι αυτή την εποχή πολλά από αυτά βοηθούσαν τους γονείς τους στις γεωργικές εργασίες. Αυτές τις μέρες μάζευαν τα κεράσια. Ενώ άλλα- λίγο πριν νυχτώσει- κατέβαζαν τα ζώα που έβοσκαν στο βουνό. Αυτό ήταν και το μεγάλο παράπονο του δασκάλου τους στο σχολείο, όπως της είχε εκμυστηρευτεί. Αρκετά παιδιά που αγαπούσαν τα γράμματα δεν τα έστελναν οι γονείς τους στο γυμνάσιο γιατί χρειάζονταν εργατικά χέρια στα χωράφια. Είχε φτάσει στο σημείο να υποσχεθεί στον πατέρα του Χρίστου, που ήταν σημαιοφόρος, ότι θα πήγαινε ο ίδιος να τον βοηθά στις δουλειές του, αρκεί να τον έστελνε στο γυμνάσιο. Και στο τέλος το πέτυχε. Και για το παιδί αυτό άνοιξε ένας καινούργιος, ελπιδοφόρος δρόμος που το πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Σκοπό είχε ο προικισμένος αυτός δάσκαλος, ο Μπάγγος ο Τάκης, να πείσει τα παιδιά και τους γονείς ότι η πνευματική εργασία ανοίγει καινούργιους κόσμους στο μυαλό και στα μάτια των ανθρώπων.
Είχαν την τύχη αυτή την εποχή να έχουν και έναν σπουδαίο παπά, τον πατέρα Βασίλη. Ήταν λογικός και μειλίχιος χωρίς απαγορεύσεις και φοβέρες για την τελεσίδικη ημέρα της κρίσεως που τους περίμενε όλους. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον προηγούμενο που ήταν πολύ αυστηρός κι απλησίαστος. Βοηθούσε τους πιο φτωχούς ανθρώπους και προσπαθούσε, πάντα με το καλό, να συνετίσει αυτούς που δεν συμπεριφέρονταν σωστά. Ήταν ένα είδος προνοιακής τράπεζας, κάποιες γυναίκες του έδιναν χρήματα που έπαιρναν από την πώληση προϊόντων τους και ύστερα ο παπάς τους τα επέστρεφε λίγα-λίγα για να μην τα φάει ο άντρας τους στο πιοτό.
Οι κάτοικοι του χωριού ήταν στην πλειονότητά τους πόντιοι που είχαν έρθει στον ελλαδικό χώρο πρόσφυγες από τις χιλιόχρονες πατρίδες τους στην Μικρά Ασία, Σαμψούντα- Κερασούντα- Τραπεζούντα το 1922. Όσοι κατόρθωσαν, βέβαια, και έφτασαν σώοι μετά τον βίαιο ξεριζωμό τους. Αρκετοί αγνοούνταν για πολλά χρόνια και μάταια τους είχε αναζητήσει ο Ερυθρός Σταυρός.
Μέσα στα χρόνια που έζησαν, όμως, σ’ αυτό το εύφορο κομμάτι της Μακεδονικής γης, είχαν γίνει νοικοκυραίοι, με τα ζώα τους, με τα σπαρτά τους, με τους λαχανόκηπους. Είχαν και θέληση και εξυπνάδα. Μελέτησαν καλά τον παραγωγικό κύκλο της φύσης και τον υπηρετούσαν κατά γράμμα. Τον χειμώνα άφηναν τη γη να αναπαυθεί, την άνοιξη την καλλιεργούσαν και το καλοκαίρι και το φθινόπωρο έδρεπαν τους καρπούς της.
Η Κατερίνα καταγόταν από την Δράμα, αλλά της είχε αρέσει αυτό το χωριό της Καστοριάς, η Κορομηλιά. Ήταν δίπλα στον Αλιάκμονα, ένα μεγαλόπρεπο ποτάμι που στην αρχαιότητα σίγουρα θα ήταν κάποιος τοπικός Θεός. Άρδευε όλη την περιοχή που είχε πολλά φυτώρια με μηλιές, αχλαδιές, κερασιές, κορομηλιές. Και ο κόσμος έβλεπε ότι ήταν καλός, χαρούμενος. Γλεντούσαν σχεδόν κάθε Κυριακή στο προαύλιο έξω από το δημοτικό σχολείο ή στο καφενείο όταν δε είχε καλό καιρό. Το μουσικό όργανο που συνόδευε τα τραγούδια τους και τους χορούς τους ήταν η ποντιακή λίρα (κεμετζές) και κάποιες φορές ένα ακορντεόν που το έπαιζε ο Βασίλης Λεουσίδης με μεράκι.
Σήμερα Σάββατο 25 Μαΐου με δυο φίλες της, την Λένα και την Παλλάση-σημαντικό όνομα που κράταγε από την Παλλάδα Αθηνά που έπαλλε το δόρυ της- διέσχισαν το χωριό, πέρασαν πάνω από την γέφυρα και κατηφόρισαν στα χωράφια.Η Κατερίνα είχε περασμένο στο χέρι της ένα αρκετά μεγάλο καλάθι.
Θα το γεμίσω κεράσια, είπε με φωνή που όλο ανέβαινε σε ένταση, κανένα φρούτο δεν μου αρέσει σαν τα κεράσια! Και οι άλλες δύο συμφώνησαν με επιφωνήματα. Έσκυψε ύστερα, έκοψε ένα χαμομηλάκι κι άρχισε να μαδά τα φιλαράκια του: μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά έτυχε στο τέλος κι αυτή χάιδεψε τα μαλλιά της με κάποια ικανοποίηση.
Οι άλλες δύο κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τί συμβαίνει; την ρώτησαν.
Τί να συμβαίνει, έκανε απορημένη, με μένα τίποτα-τίποτα δεν συμβαίνει.
Έλα, τώρα! Της είπε η Παλάση, έχω δει ένα αγόρι που έρχεται στο “σπίτι του παιδιού” για να εκπαιδευτεί στην ξυλουργική πως σε κοιτάει. Και είναι και ομορφούλης. Εσύ δεν το πρόσεξες;
Για ποιόν λες καλέ; ρώτησε η Λένα.
Για τον ψηλό, τον Ανέστη.
Η Κατερίνα έδειξε να ενοχλείται. Δεν της άρεσε να ασχολούνται μαζί της. Τα συναισθήματά της, μέχρι στιγμής, ήθελε να τα κρατά για τον εαυτό της. Και δεν ήξερε ακόμα αν είχε συναισθήματα για κανέναν. Ναι, υπήρχαν κάποιοι νεαροί που της έδειχναν ενδιαφέρον. Φυσιολογικό το έβρισκε, τόνωνε την θηλυκότητά της, αλλά δεν την ένοιαζε και τόσο. Ένοιωθε, ακόμα, αποκομμένη από το περιβάλλον της πατρίδας της, της έλειπαν οι δικοί της, οι παιδικοί της φίλοι, όλοι αυτοί που αισθάνεσαι ότι σε καταλαβαίνουν χωρίς πολλά λόγια. Ούτε ήξερε πόσο καιρό θα μείνει στην Κορομηλιά, ο διορισμός της ήταν αορίστου διαρκείας.
Αυτή η αλλαγή, όμως, στην ζωή της ήταν ενδιαφέρουσα. Την έκανε να νοιώθει σημαντική, ήταν υπεύθυνη για ένα σωρό δουλειές. Ασχολιόταν με γραφειοκρατικά θέματα, με το πρόγραμμα της μαγείρισσας, της μοδίστρας που μάθαινε στα μεγαλύτερα κορίτσια ραπτική και κέντημα, του ξυλουργού που ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα. Με τις προμήθειες που έπρεπε να τις προγραμματίζει για κάθε μήνα. “Το σπίτι του παιδιού” ήταν ένας ζωντανός οργανισμός με απαιτήσεις τροφοδοσίας και λειτουργίας. Η χαρά της, όμως, ήταν τα πιο μικρά παιδιά, τα κατεύθυνε στα παιχνίδια τους, έπαιζε κι αυτή μαζί τους, παρακολουθούσε τί διάβαζαν, χαιρόταν με τα ταλέντα τους σε ό,τι έκαναν.
Αχ! Κατερίνα, Κατερίνα! Τα αγόρια την έβλεπαν σαν νεράιδα και τα κοριτσάκια ήθελαν να της μοιάσουν όταν θα μεγάλωναν.
Μάζεψαν μπόλικα κεράσια κι έφαγαν αρκετά, γιατί ήταν πολύ δελεαστικό να τα τρως φρεσκοκομμένα από το δένδρο. Ήταν μαυροκόκκινα και ζουμερά. Κρέμασαν και από δυο μαζί, σαν σκουλαρίκια στα αυτιά τους. Έμοιαζαν με καμαροφρύδες κόρες της Θεάς Δήμητρας που δεν έπαψε ποτέ να ζει στο υποσυνείδητο των Ελλήνων. Ανηφόρισαν προς την γέφυρα και στάθηκαν να δουν τα νερά που έτρεχαν ορμητικά από κάτω. Η ενέργεια του τρεχούμενου νερού τις τραβούσε σαν μαγνήτης. Είχε αρχίσει, εν τω μεταξύ, να σκοτεινιάζει. Μια παρέα αγοριών τις πλησίασε. Τους κέρασαν κεράσια κι έφυγαν λίγο βιαστικές. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Ανέστης. Η Κατερίνα ένιωσε λίγο αμήχανα, λόγω της συζήτησης που είχε προηγηθεί.
Το επόμενο απόγευμα η Κατερίνα άκουσε φωνές έξω από το “σπίτι του παιδιού”. Βγήκε να δει τι γίνεται απορημένη. Είδε μερικά παιδιά κι ανάμεσά τους τον Λιάκο γεμάτο κόκκινα σημάδια στο πρόσωπο και στα χέρια, σαν να είχε ανεμοβλογιά. Της εξήγησε ότι μπήκε στο κοτέτσι να πάρει τα αυγά και τον τσίμπησε ο κόκορας. Είχε καταλάβει από μέρες ότι τον τριγύριζε με ύποπτες διαθέσεις. Εκείνο το μεσημέρι μπήκε προσεκτικά στο κοτέτσι και προσπάθησε να μην κάνουν θόρυβο τα πόδια του που πατούσαν στα σκορπισμένα κάτω άχυρα. Δεν το κατάφερε όμως γιατί το ένα πόδι του σέρνονταν λίγο επειδή ήταν εκ γενετής μακρύτερο από το άλλο, πράγμα που αναγκαστικά τον έκανε να κουτσαίνει. Ανέβηκε στην σκαλίτσα και έψαξε τις φωλιές που βρίσκονταν πιο ψηλά, κάτω από τα κεραμίδια. Έβαλε τα αυγά στο καλάθι που κρατούσε με το ένα του χέρι. Κάποια ήταν ακόμα ζεστά, γιατί μόλις τα είχαν γεννήσει οι κότες. Το πιο μεγάλο σίγουρα θα το είχε γεννήσει μια άσπρη παχουλή κότα που ήταν η αγαπημένη του. Κατέβηκε ήρεμα αλλά ο κόκορας τον περίμενε. Έκρωξε δυνατά, τα πλουμιστά φτερά του σηκώθηκαν αγριεμένα, το λειρί του κουνιόταν πέρα δώθε, του όρμηξε και τον τσιμπούσε όπου έβρισκε. Αμύνθηκε, βέβαια, όπως μπορούσε με κλωτσιές και χτυπήματα με τα χέρια, άλλα ο κόκορας αποδείχτηκε δύσκολος αντίπαλος, καθώς είχε και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Κι ο Λιάκος έφυγε κακήν-κακώς με τα περισσότερα αυγά σπασμένα. Όλα τα παιδιά γέλασαν τότε επειδή ο κόκορας υπερασπίστηκε το κοτέτσι του, τους φάνηκε πολύ αστείο που ένας κόκορας είχε το θράσος να επιτεθεί σε άνθρωπο, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο.
Η Κατερίνα, σοβαρή, τον καθάρισε και του έβαλε ιώδιο. Φαινόταν σκεπτική, διαισθανόταν ότι ο Λιάκος ήταν ένα παιδί που χρειαζόταν λίγη παραπάνω προστασία. Το περιστατικό όμως αυτό τα παιδιά το κουβέντιαζαν για καιρό και τον περιεργάζονταν καθημερινά, μήπως ο κόκορας τον είχε βάλει στο μάτι και τον ξανατσιμπούσε. Ίσως, όμως, και να τους άρεσε πολύ να δουν μια ζωντανή μάχη ανάμεσα στον κόκορα και στον Λιάκο, αν είχε την παλικαριά να ξαναμπεί στο κοτέτσι. Στα παιδικά μυαλά όλα έχουν πιο ηρωική διάσταση από αυτή την πεζή και καθημερινή των ενηλίκων, οι οποίοι χάνουν σιγά-σιγά την γόνιμη φαντασία που έχουν τα παιδιά. Δεν βλέπουν την πόρτα για να μπουν στο χώρο της, λίγοι μόνο παραμένουν ονειροπόλοι.
Ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμαζόταν να ασφαλίσει τις πόρτες, η Κατερίνα, είδε μια ψηλόλιγνη σιλουέτα κάτω από την κληματαριά. Κοντοστάθηκε λίγο ξαφνιασμένη. Ήταν ο Ανέστης. Την πλησίασε και στάθηκε απέναντί της. Θέλω να σου μιλήσω της είπε. Την κοιτούσε έντονα και και το πρόσωπό του είχε αρχίσει να αλλάζει έκφραση, δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Εκείνη δεν άρθρωσε λέξη, ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Την πλησίασε περισσότερο, της έπιασε τα χέρια και την τράβηξε κοντά του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αντισταθεί, να πει κάτι ή να συναινέσει, σαν να μην ήταν μέσα στο σώμα της, σαν να μην αποφάσιζε αυτή για τον εαυτό της. Ήταν μέσα στην αγκαλιά του και το στόμα του άγγιζε το δικό της. Χρειάστηκε όλη της την δύναμη για να αποτραβηχτεί. Έτρεξε γρήγορα επάνω, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε ακίνητη. Οι αναπνοές της ήταν γρήγορες, δεν της έφτανε ο αέρας. Την είχε φιλήσει και ένας συμμαθητής της όταν ήταν δεκατριών χρονών. Αλλά τότε ήταν αλλιώς, έμοιαζε με παιχνίδι. Αυτό που είχε συμβεί μόλις τώρα ήταν κάτι άλλο, έμοιαζε απειλητικό, την είχε παραβιάσει. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι έκανα; αναρωτήθηκε. Πως το άφησα αυτό να συμβεί;
Τις επόμενες μέρες προσπάθησε να τα καταχωνιάσει όλα μέσα της και δεν κατέβαινε στο εργαστήριο όταν γινόταν το μάθημα της ξυλουργικής. Κάποια στιγμή, όμως, αναπόφευκτα συναντήθηκαν και εκείνη απέφυγε το βλέμμα του.
Μιλούσε λιγότερο, έτρωγε λιγότερο, κοιμόταν λιγότερο. Όλες οι λειτουργίες της είχαν υποβαθμιστεί. Συνειδητά, δεν το έβλεπε σαν καλό ή κακό. Δεν ήξερε τί ήταν. Την ενοχλούσε, όμως, ότι δεν το είχε εκείνη αποφασίσει. Ελάχιστες φορές είχαν μιλήσει και μόνο για την επαίδευσή του, τίποτα προσωπικό.
Ηρέμησε σιγά-σιγά, της έφυγε η υπερένταση, και μπήκε ξανά στο πρόγραμμά της. Ετοίμαζαν και μια εκδρομούλα με λίγη πεζοπορία στις πηγές του Αλιάκμονα, λίγο παραέξω από το χωριό, και σε ένα ερειπωμένο μοναστήρι στους πρόποδες του βουνού με υπέροχη θέα σε όλη την περιοχή. Είχαν περάσει ήδη πέντε μήνες που είχε διοριστεί στο “σπίτι του παιδιού”, καιρός ήταν να εξερευνήσει και την γύρω περιοχή. Απαραίτητα συνοδευτικά ήταν το ζυμωτό- φρέσκο ψωμί, οι ελιές, το τυρί, η πατατοσαλάτα, τα πισία, οι τυρόπιτες, οι χορτόπιτες, λάχανο τουρσί και χαμψία (παστές σαρδέλες). Για επιδόρπιο πήραν ένα καλάθι κεράσια. Νερό δροσερό θα έπαιρναν κατευθείαν από τις πηγές.
Ήταν Κυριακή πρωί- γύρω στις δέκα- η ατμόσφαιρα έλαμπε διηθημένη από το φως του ήλιου, βγήκαν με χαρούμενη διάθεση από το χωριό και πήραν την ανηφορίτσα προς τις πηγές. Η παρέα ήταν μεγάλη. Αγόρια, κορίτσια, ο παπάς με την παπαδιά και τα δύο κοριτσάκια του- την Λόλα και την Θοδωρούλα- ο δάσκαλος με την γυναίκα του, την κυρία Πόπη, και αρκετοί από τους χωριανούς που είχαν βάλει σε μία τάξη τις δουλειές τους. Η Κατερίνα είχε μαζί της όλο το προσωπικό από το “σπίτι του παιδιού”, μόνο η μαγείρισσα έμεινε πίσω. Φυσικά, ήταν κι ο Ανέστης παρέα με τους φίλους του. Κάπου ανάμεσα βάδιζε κι ένας γκρίζος γαϊδουράκος φορτωμένος με τα τρόφιμα και τα στρωσίδια που πήραν μαζί τους. Τα παιδιά χοροπηδούσαν ανεβαίνοντας, οι μεγαλύτεροι ήταν λίγο πιο αργοί και η κυρία Πόπη– όμορφη σαν την Γκρέτα Γκάρμπο- όλο και στηριζόταν με κάποιο νάζι στο μπράτσο του συζύγου της. Είχε φορέσει η αθεόφοβη στενή
φούστα και παπούτσια με τακουνάκι που δεν της επέτρεπαν να βαδίζει και πολύ άνετα. Εξ’ άλλου εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν αθλητικά παπούτσια σαν αυτά που φοράμε σήμερα, εν έτει 2022, μικροί μεγάλοι- ακόμα και στους γάμους. Ευτυχώς για τα πόδια τους, οι περισσότεροι διέθεταν μόνο πολυφορεμένα παπούτσια που είχαν μαλακώσει με τον καιρό.
Πλησίασαν τις πηγές. Το νερό έβγαινε αναβράζον από το έδαφος. Γύρω του σχηματιζόταν μια μικρή λιμνούλα, διάφανη, με τα νερά της σαν κιτρινωπά κρύσταλλα, γιατί το έδαφος από κάτω είχε μια υποκίτρινη χροιά, και κατόπιν γινόταν ποταμάκι. Γέμισαν τα μπουκάλια που είχαν μαζί τους και το γεύτηκαν με επιφωνήματα χαράς. Ήταν πολύ δροσερό και εύγευστο. Όλα τα παιδιά έβγαλαν τα παπούτσια τους και μπήκαν στα νερά της λιμνούλας χοροπηδώντας. Τα περισσότερα, όμως, βγήκαν αμέσως έξω γιατί τα νερά ήταν πολύ κρύα. Έβγαιναν από βαθύτερα στρώματα. Το περιβάλλον γύρω ήταν βραχώδες και επιβλητικό με γκρίζα χρώματα, η φύση εδώ έδειχνε έναν άλλον εαυτό της.
Στάθηκαν για λίγο ακίνητοι για να βγουν φωτογραφίες- με τις παλιές εκείνες και δύσχρηστες φωτογραφικές μηχανές. Όλοι χαμογελούσαν, ακόμα και η Ουρανούλα. Δεν της άρεσε να βγαίνει φωτογραφίες, γι’ αυτό απεικονιζόταν συνήθως μουτρωμένη, νόμιζε ότι της κλέβουν τις στιγμές της. Tην αποσπούσαν από τον δικό της κόσμο που φέτος, για πρώτη χρονιά, ένιωσε καθαρά ότι ήταν μόνο δικός της και διαφορετικός από των άλλων ανθρώπων.
Σε μισή ώρα έφτασαν στο μοναστήρι. Ήταν φτιαγμένο από χωμάτινα τούβλα (πλιθιά) και οι περισσότεροι τοίχοι μισογκρεμισμένοι. Λίγες πλάκες είχαν απομείνει στο έδαφος, μπροστά από το ιερό της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου που ήταν κάποτε χτισμένη μέσα στο μοναστήρι. Ένα ευλαβικό χέρι είχε τοποθετήσει ένα μανουάλι σε μιαν άκρη, δίπλα σε μια παλιά εικόνα του αγίου, για να ανάβουν οι περαστικοί το κερί τους. Αν και ήταν όλα χαλάσματα κρατούσαν μέσα τους την ουσία της ύπαρξης τους, ήταν ένας τόπος που οι χριστιανοί τον ένιωθαν ιερό. Για τα παιδιά ήταν ακόμα μια ευκαιρία να παίξουν κυνηγητό και κρυφτό. Πήγαν ύστερα όλοι σε ένα πλάτωμα, κάτω από το μοναστήρι, όπου υπήρχαν και τρεις φουντωτές βελανιδιές. Ξεφόρτωσαν τα στρωσίδια τους, τα τοποθέτησαν στο έδαφος το ένα δίπλα στο άλλο κι από πάνω τα τραπεζομάντιλα και τα τρόφιμα που είχαν φέρει μαζί τους. Η έκπληξη ήταν ένα μπουκάλι τσίπουρο που το είχε κρύψει ο γηραιότερος της παρέας, ο κύριος Γιώργος- ο μερακλής στο σακάκι του. Τον γάιδαρο τον έδεσαν στον κορμό μια βελανιδιάς και έβοσκε το χορτάρι, μέχρι εκεί που έφτανε το σχοινί του.
Στο τέλος κάθισαν όλοι γύρω-γύρω. Τσιμπολογούσαν λίγο από όλα και ένα τραντζιστοράκι τους κρατούσε συντροφιά με τις μελωδίες του. Τις πίτες τις μοίρασαν πρώτα στα παιδιά που δεν είχαν, έτσι κι αλλιώς, κάτσιμο.
Η Κατερίνα άναψε το κεράκι της και ύστερα έκανε τον γύρο του μοναστηριού. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ανέστη.
Την κοίταξε λυπημένος, δεν ήθελα να σε τρομάξω τις προάλλες της είπε, αλλά δεν ήξερα τί να σου πω με λόγια.
Καλά-καλά! Τον διέκοψε και συνέχισε με γρήγορο βήμα το γύρο της.
Ύστερα πήγε και κάθισε απέναντί του, δίπλα στην φίλη της την Λένα, και τον περιεργαζόταν με κλεφτές ματιές όταν λίγο αργότερα σηκώθηκε να παίξει μπάλα με τους άλλους νεαρούς. Δεν ήταν άσχημος, ήταν αρκετά πιο ψηλός από κείνη με μακριά χέρια και πόδια που τα κινούσε κάπως άρρυθμα, σα να ντρεπόταν ή σαν να μη υπάκουαν στην θέλησή του. Είχε, όμως, ωραίο γέλιο, ξέγνοιαστο. Τον κοιτούσε και σκεφτόταν ότι δεν μοιάζει με δράκο του παραμυθιού, θα μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση. Αλλά δεν είναι δυνατόν να τα βάλεις όλα σε μια σειρά! Ξαφνικά της ήρθε η μπάλα στο κεφάλι και ύστερα έπεσε στο πιάτο με τα χαμψία. Όλοι γέλασαν, μόνο αυτή πονούσε και τα δάκρυα στα μάτια της νόμιζαν ότι είναι από γέλια και χαρά. Κι απρόσμενα παρουσιάστηκε μπροστά της ο Ανέστης κρατώντας το καλάθι με τα κεράσια.
Πάρε λίγα της είπε, τα δικαιούσαι μετά από τέτοια κεφαλιά! Κατάλαβε ότι το αίμα ανέβαινε στο πρόσωπό της, αλλά άπλωσε το χέρι και πήρε μερικά. Κι αυτός κερνούσε και τους άλλους γύρω. Ύστερα πιάσανε το τραγούδι: το γελεκάκι που φορείς, την συννεφιασμένη Κυριακή και το αστείο ποντιακό τραγούδι, η Βαρβάρα πως κ’ αντρίζ’, αείκον έμμορφον κορίτσ’ (η Βαρβάρα πως και δεν γαμπρίζει, τέτοιο όμορφο κορίτσι). Και η συνάθροιση έληξε με γέλια και αστεία.
Με την δύση του ήλιου έκοψαν δρόμο και κατέβαιναν σιγά- σιγά προς το χωριό. Πρώτος ο παπά-Βασίλης με την κορούλα του αγκαλιά και το ράσο του να ανεμίζει στο απογευματινό αεράκι άνοιγε τον δρόμο ευθυτενής και επιβλητικός.
Τις επόμενες ημέρες άρχισε ο Ανέστης να ανεβαίνει στην βιβλιοθήκη. Με ήρεμο ύφος και καλούς τρόπους της ζήτησε να του υποδείξει ποια βιβλία να δανειστεί και η Κατερίνα του πρότεινε μερικά. Φρόντισε να αγγίξει τα χέρια της όταν τα έπαιρνε κι αυτό της άρεσε. Της άρεσε η τρυφερότητά του, ίσως αυτό το άγγιγμα να ήταν που της έλειπε. Τον σκεφτόταν συχνά κι έψαχνε με τα μάτια της να δει που βρισκόταν. Η εικόνα του, η παρουσία του της γινόταν όλο και πιο οικεία. Δεν το συζήτησε με καμία φίλη της, κάτι μέσα της της έλεγε ότι πρέπει να είναι επιφυλακτική.
Καθόταν στο γραφείο της ένα βράδυ κι έγραφε ένα γράμμα στους δικούς της. -Τηλέφωνα εκείνη την εποχή υπήρχαν μόνο στο καφενείο, στο σχολείο και στο κοινοτικό γραφείο- Άκουσε ένα χτύπημα στην εξώπορτα. Ήταν εκείνος. Μετά την πρώτη αμηχανία του είπε να περάσει μέσα. Τον έβαλε να καθίσει απέναντί της και τότε κουβέντιασαν για πρώτη φορά πιο προσωπικά θέματα. Για τους γονείς τους, για τα αδέρφια τους, γι’ αυτά που τους ενοχλούσαν κι αυτά που τους άρεσαν. Μέχρι και για τα παιχνίδια που έπαιζαν μικροί. Ήταν ωραία. Κι όταν έφυγε της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά. Ύστερα κοιμήθηκε με ένα χαμόγελο στα χείλη, το γράμμα θα το τελείωνε την επομένη.
Όταν της επέστρεψε τα βιβλία, όμως, διαπίστωσε ότι στην πραγματικότητα δεν είχε ασχοληθεί με κανένα. Της είπε ψέματα όταν έστρεψε την συζήτηση σ’ αυτά, με άνεση, λες και ήταν μαθημένος να ξεγελά τους άλλους. Πόσα, άραγε, από τα λόγια που είχαν πει την προηγούμενη φορά ήταν αληθινά; Λυπήθηκε γι΄αυτό, τον είχε φανταστεί αλλιώς. Δεν θα μπορούσε να κουβεντιάζει μαζί του, αν δεν υπήρχε ανάμεσά τους κάποιος βαθμός εμπιστοσύνης. Και δεν θα ήθελε, πολύ περισσότερο, ένας τέτοιος άνθρωπος να την αγγίζει και να την χαϊδεύει.
Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να την ελκύει, ακόμα κι όταν η φίλη της, η Λένα, της είπε να τον προσέχει. Είναι της είπε παιχνιδιάρης, δεν είναι για πολλά-πολλά, σα να είχε μυριστεί κάτι, πέρα από τα πειράγματα που έκαναν μεταξύ τους. Και η Κατερίνα προσποιήθηκε, όσο πιο πιστευτά μπορούσε, την ανήξερη.
Επιπλέον σκέφτηκε ότι θα ήταν πιθανό και να μη του πολυαρέσει το διάβασμα, να δανείστηκε τα βιβλία μόνο και μόνο για να την ευχαριστήσει, για να βρεθεί κοντά της. Ήταν λογικό, όμως, να τον δικαιολογεί;
Έπρεπε να προσέχει, τα ερωτικά παιχνίδια δεν είναι παίξε- γέλασε μόνον.
Σε λίγες μέρες ξαναβρέθηκαν στον κήπο, στο παγκάκι κάτω από την κληματαριά. Ήρθαν πιο κοντά και οι περιπτύξεις τους ήταν πιο τολμηρές. Το σώμα της ξυπνούσε με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Ένιωθε ζωντανή από τα ακροδάχτυλα έως τις ρίζες των μαλλιών της. Ο έρωτας είχε χτυπήσει την πόρτα της κι αυτή δεν τολμούσε να αντισταθεί, την είχε συνεπάρει μαζί του όπως τα ορμητικά νερά του Αλιάκμονα παρασέρνουν στο διάβα τους ακόμα και κορμούς δένδρων.
Είδε, ένα πρωινό, τον κύριο Βογιατζόπουλο, τον κηπουρό της, λίγο κακόκεφο και τον πλησίασε διακριτικά. Τον ρώτησε τι συμβαίνει κι αν έχει σχέση με το “σπίτι του παιδιού”. Της απάντησε πως μόλις είχε μιλήσει με τον ξυλουργό που εκπαίδευε τους μεγαλύτερους νεαρούς. Υπήρχε θέμα, της είπε, ο Ανέστης και ο Στάθης δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον. Αποφεύγουν να κάνουν τις εργασίες που τους βάζει με διάφορες προφάσεις και ψέματα. Δουλεύουν μόνο όταν είναι αυτός μπροστά, όλα έχουν μείνει πίσω. Οι ξύλινοι φράχτες για τον γκρεμό, πάνω από το ποτάμι, ούτε σε ένα μήνα δεν θα είναι έτοιμοι. Θέλει να σου μιλήσει και σένα.
Πάγωσε ολόκληρη. Δεν ήξερε τί να πει. Ήταν σαν να αφορούσε αυτή την ίδια.
Ναι, να μιλήσουμε, άρθρωσε τελικά.
-Πώς θα χειριζόταν το θέμα αυτό με τον Ανέστη; θα καταλάβαινε, άραγε, ότι η συμπεριφορά του δεν ήταν σωστή; και πρέπει να σου το πουν κάποιοι άλλοι για να κάνεις αυτό που πρέπει όταν είσαι ενήλικας; δεν είχε χρειαστεί μέχρι τώρα στη ζωή της να την συμβουλέψει κάποιος άλλος για τις υποχρεώσεις της, έβαζε από μόνη της σειρά στις σκέψεις και στις πράξεις της. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο χωρίς να κουράσει σε τίποτα τους γονείς της, που ήταν αγρότες και εργάζονταν σκληρά. Κι αμέσως ύστερα, μέχρι να έρθει στην Κορομηλιά, έπιασε δουλειά σαν γραμματέας σε μια επιχείρηση που δυστυχώς έκλεισε. Έπρεπε πολλά πράγματα να ξεμπλέξει και της υπηρεσίας της και τα προσωπικά της.
Στενοχωρημένη του το έκανε θέμα και η αντίδρασή του ήταν περίεργη. Άρχισε να γελάει.
Σιγά! Της είπε, με τρόμαξε το ύφος σου. Κουρασμένος ήμουν κάποιες φορές και δεν είχα όρεξη για δουλειά. Και ο ξυλουργός είναι γερο-παράξενος, όλα δικά του τα θέλει.
Έμεινε σύξυλη. Και τι σκοπεύεις να κάνεις; τον ρώτησε.
Τί να κάνω; τίποτα της είπε και την κοιτούσε χαμογελαστός.
Ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια, αλλά δεν έγινε έτσι. Την τύλιξε με τα χέρια του και παραδόθηκε στο φιλί του. Το ίδιο έγινε και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη. Κι όταν ανέβηκαν στο δωμάτιό της κοιμήθηκε μαζί του. Δεν του έφερε καμία αντίρρηση, ήθελε αυτή την έλξη που ένιωθε για εκείνον να την φτάσει στο τέρμα. Ήξερε ότι δεν ήταν ο άνθρωπός της, ήταν μόνο ο αγαπητικός της.
Και οι μέρες περνούσαν.
Ώσπου ένα πρωινό ακούστηκε κάποια φασαρία που τάραξε την συνήθη ηρεμία του χωριού. Η μάνα και οι αδερφές της αλλοπαρμένης της Περδικούλας γύριζαν αναστατωμένες έξω στην την αυλή τους, σαν κάτι να έψαχναν. Και πράγματι η κοπέλα αυτή είχε εξαφανιστεί. Το μόνο που έλειπε από το σπίτι ήταν η κουβέρτα που σκεπαζόταν. Κι άλλες φορές είχε σηκωθεί το βράδυ από το κρεβάτι της και το πρωί την βρήκαν να κουρνιάζει είτε στο πατάκι της εξώπορτας μαζί με το σκύλο τους, είτε στον αχυρώνα δίπλα στην κοκκινόχρωμη κατσίκα τους. Τώρα δεν την έβρισκαν πουθενά. Ξεσηκώθηκαν και οι άνθρωποι από τα γύρω σπίτια, άναψαν τα φανάρια τους, γιατί δεν είχε ξημερώσει ακόμα, και άρχισαν να ψάχνουν στις αυλές και στους αχυρώνες, στα πηγάδια(κούφια η ώρα τους), σε όλο το χωριό.
Όλοι την αγαπούσαν την Περδικούλα, άκακο πλάσμα ήταν, μόνο κάποιες φορές, όταν την έπιανε η κρίση αγρίευε και δεν ήξερε πού να κρυφτεί, πιο δρόμο να πιάσει. Σαν να ήθελε να αποφύγει την ίδια της την αρρώστια που την κατέτρεχε και την έβρισκε όπου κι αν κρυβόταν. Συνήθως απόφευγε τους ανθρώπους και κούρνιαζε δίπλα σε κάποιο ζωντανό. Τα ζώα δεν σε κοιτούν με ερευνητικό βλέμμα, ούτε σε κρίνουν, ούτε σε λυπούνται. Σε δέχονται όπως είσαι, αρκεί να έχεις καλά συναισθήματα. Δεν την βρήκαν πουθενά κι αποφάσισαν οι μισοί να πάνε προς τα κάτω στα χωράφια και μια άλλη ομάδα να ανεβεί προς το βουνό. Δεν ήξεραν αν θα έπρεπε να φωνάζουν το όνομά της, γιατί μπορεί με τις φωνές να τρόμαζε και να έφευγε ακόμα μακρύτερα. Σιωπηλοί, έψαχναν ακόμα και μέσα στους θάμνους.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει, το φως ξέφτιζε σιγά-σιγά τα σκοτάδια κι ο ένας μετά τον άλλον έσβηναν τα φανάρια τους. Η πορεία προς το βουνό ήταν κοπιαστική, πλησίαζαν ήδη στο ερειπωμένο μοναστήρι με την εκκλησία του αγίου Νικολάου. Η Κατερίνα με την Παλλάση προπορεύονταν και κόντεψαν να πέσουν επάνω της. Ήταν σκεπασμένη με την κουβερτούλα της και κοιμόταν μπροστά στο ιερό της εκκλησίας. Ένα κεράκι τρεμόπαιζε αναμμένο στο μανουάλι και της κρατούσε συντροφιά. Τα κορίτσια κάθισαν δίπλα της, κάτω στο χώμα αμίλητες μαζί με την μάνα της, θα την περίμεναν να ξυπνήσει.
Ούτε την Κατερίνα, όμως, την ξεχνούσαν τα δικά της προβλήματα. Δεν αδιαθέτησε τον επόμενο μήνα, αν και έδωσε περιθώριο αρκετών ημερών. Την έζωσαν τα φίδια, τί μπορούσε να κάνει; δεν ήθελε να γίνει μάνα έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο. Ούτε παιδί ήθελε που να την δένει με τον Ανέστη. Θα ήταν ένα ακόμα λάθος. Να πάει σε γιατρό, ούτε λόγος, κανείς δεν θα την αναλάμβανε, ήταν παράνομα πράγματα. Προσευχήθηκε στον Θεό, αλλά δεν έγινε τίποτα. Μέχρι και σε ένα μοναστήρι, στο γειτονικό χωριό, σκέφτηκε να πάει που είχε μια θαυματουργή εικόνα που δάκρυζε. Ήξερε, όμως, ότι οι μοναχοί βλέπουν οράματα και οι εικόνες δεν δακρύζουν χωρίς να έχουν δακρυϊκούς αδένες, σαν να είναι ζωντανά πλάσματα. Έπρεπε να βρει έναν πιο σίγουρο τρόπο.
Τα εκμυστηρεύτηκε όλα στην Παλλάση, ήθελε από κάπου να πιαστεί. Αλλά τί να της έλεγε κι εκείνη; ένα κορίτσι ήταν, χωρίς ιδιαίτερες εμπειρίες και γνώσεις. Θυμήθηκε όμως ότι μια θεία της όταν είχε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη πήγε σε μία γριά στην άκρη του χωριού και την βοήθησε. Θα πήγαινε να την βρει. Ζορίστηκε λίγο να την πείσει. Η εμπειρική αυτή μαμή δυσκολευόταν να αναλάβει ένα κορίτσι που δεν είχε γεννήσει ακόμα και χωρίς κανέναν δικό της μαζί της.
Η Κατερίνα ξεκίνησε με την Παλλάση, νωρίς το ξημέρωμα, και πήγε στο σπίτι της μαμής. Σαν να ανέβαινε στο πιο ψηλό βουνό της φάνηκε, βαρύ κι ασήκωτο. Ήξερε ότι δεν ήταν καλό αυτό που έκανε. Δεν συμφωνούσε ούτε με την πίστη της, ούτε με την ηθική της, αλλά ένιωθε ότι δεν είχε άλλη λύση, δεν είχε άλλον τρόπο να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών της. Έμπειρη η μαμή της έδωσε να πιει πρώτα ένα ρόφημα για να την ηρεμήσει. Και ύστερα της έξυσε την μήτρα με μια σιδερένια βέργα, που την πέρασε πρώτα από την φωτιά για να την αποστειρώσει. Πονούσε αφόρητα. Αφού ηρέμησε κάπως έμεινε ξαπλωμένη για καμιά ώρα και βγήκαν με προφυλάξεις στον δρόμο. Ευτυχώς η απόσταση μέχρι το “σπίτι του παιδιού” δεν ήταν μεγάλη. Έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι για ένα εικοσιτετράωρο, θα προφασιζόταν ότι είχε στραμπουλίσει το πόδι της.
Όταν πήγαν τα παιδιά το επόμενο απόγευμα στο “σπίτι του παιδιού” η πόρτα στο δωμάτιο της Κατερίνας ήταν ανοιχτή, το κρεβάτι της χωρίς σεντόνια και με έναν μεγάλο αιμάτινο λεκέ στη μέση. Το πάτωμα από κάτω φαινόταν κόκκινο κι αυτό, σαν να είχε στάξει επάνω του χυμός κερασιών. Κοιτούσαν χωρίς να μιλούν με ορθάνοιχτα μάτια και σφιγμένα τα στόματα. Καταλάβαιναν ότι κάτι κακό είχε συμβεί.
Ευτυχώς από κάποια μισόλογα έμαθαν ότι την τελευταία στιγμή την πρόλαβαν, την πήγαν στο νοσοκομείο κι έτσι σώθηκε.
Κι όλα τα παιδιά, η Ελένη, η Νίκη, η Ιωάννα, ο Χρίστος, η Ερμιόνη, η Μαριάννα, ο Λιάκος, η Άρτεμις, η Ουρανούλα- τα μικρά και τα μεγαλύτερα- έμειναν χωρίς την Κατερίνα, δεν ξαναφάνηκε από τότε. Οι εποχές εκείνες δεν επέτρεπαν στις γυναίκες να αποφασίζουν για τον εαυτό τους.
Αχ! Κατερίνα μας, Κατερίνα!
Σημείωση: Το χωριό είναι πραγματικό, η ιστορία- κατά το μεγαλύτερο μέρος- φανταστική.