Ελλάδα

Εξεταστική Επιτροπή για υποκλοπές: Στη δημοσιότητα οι πορισματικές εκθέσεις των κομμάτων

Το πόρισμα που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που διερευνά την υπόθεση

«Σαν χάρτινος πύργος κατέρρευσαν οι καταγγελίες της αντιπολίτευσης περί σκανδάλου γύρω από τη νόμιμη επισύνδεση του κινητού του κ. Ανδρουλάκη και τη λειτουργία της ΕΥΠ» αναφέρεται στο πόρισμα που κατέθεσε η ΝΔ στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που διερευνά την υπόθεση. Σύμφωνα με άτυπη ενημέρωση, στο πόρισμα της ΝΔ υπάρχουν αναλυτικά κεφάλαια για την διαδικασία διερεύνησης των υποθέσεων σε όλα τα επίπεδα που υπήρξαν, σχετικά με τη νόμιμη άρση απορρήτου του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, για τα παράνομα λογισμικά παρακολούθησης, αναφορές για τις άρσεις απορρήτου επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καθώς και προτάσεις για την αναβάθμιση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της ΕΥΠ.

Ειδικότερα, στο πόρισμα που κατέθεσε η ΝΔ στην Επιτροπή, για την υπόθεση «παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών του προέδρου του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ και ευρωβουλευτή κ. Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ ή και από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, την επιβεβαιωμένη απόπειρα παγίδευσης του κινητού του με το κακόβουλο λογισμικό Predator, την παράνομη χρήση αυτού στην επικράτεια και την έρευνα για την ύπαρξη ευθυνών του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και κάθε άλλου εμπλεκόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου», αναφέρονται τα εξής:

Επί της διαδικασίας

Από τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής και τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων, προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια ότι η κυβέρνηση υπηρέτησε τον σκοπό της διερεύνησης της υπόθεσης Ανδρουλάκη, της θεσμικής θωράκισης του πλαισίου νόμιμων άρσεων απορρήτου και της ανάγκης ενίσχυσης της λειτουργίας της ΕΥΠ.

Σε επίπεδο κυβέρνησης: Αμέσως όταν προέκυψαν τα σχετικά γεγονότα, εκδόθηκε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για την άμεση ενίσχυση των θεσμικών εγγυήσεων στην ΕΥΠ, με υποχρέωση ακρόασης του Διοικητή και την επαναφορά της ανάγκης έγκρισης του αιτήματος νόμιμης άρσης απορρήτου και από δεύτερο εισαγγελέα – διάταξη που είχε καταργήσει το 2018 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Σε επίπεδο Βουλής: Αμέσως μετά τις καταγγελίες του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, η κυβέρνηση ενεργοποίησε τις σχετικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες και ανταποκρίθηκε άμεσα στα αιτήματα των κομμάτων για τη σύγκληση όλων κοινοβουλευτικών σχηματισμών. Εκτός από την ταχεία κύρωση της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, όπου υπήρξε και η σχετική συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής, ο πρωθυπουργός ζήτησε από τον πρόεδρο του Σώματος, τη σύγκληση της αρμόδιας επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και αποδέχθηκε τη συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως και τη συγκρότηση της εξεταστικής επιτροπής. Στην επιτροπή Θεσμών κατέθεσαν οι διοικητές της ΕΥΠ από το 2012, ο πρώην γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ και η επιτόπια εισαγγελέας της ΕΥΠ, ενώ στην εξεταστική επιτροπή κατέθεσαν, πλην των διοικητών και του προέδρου, η αναπληρούσα τον διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Krikel και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας Intellexa (εγγράφως, λόγω έδρας στο εξωτερικό).

Σε επίπεδο δικαιοσύνης: Ο υπουργός Δικαιοσύνης σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κάλεσε τη δικαστική λειτουργία να εξετάσει κατά προτεραιότητα την έγκληση του κ. Ανδρουλάκη.

Σε πολιτικό επίπεδο: Η αντικειμενική πολιτική ευθύνη της υπόθεσης Ανδρουλάκη ανελήφθη με τις παραιτήσεις του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού και του διοικητή της ΕΥΠ.

Σε επίπεδο ελέγχων της διοίκησης: Εκτός από τον εκτενή έλεγχο που διενήργησε η Εθνική Αρχή Διαφάνειας σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, η ΑΔΑΕ έλαβε ενημέρωση από την οικεία εταιρία κινητής τηλεφωνίας για τη νόμιμη άρση απορρήτου του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ τον Σεπτέμβριο του 2021 και ήδη διεξάγει έκτακτους εκτενείς ελέγχους στην ΕΥΠ και σε άλλους φορείς.

Σε ό,τι αφορά το απόρρητο από στελέχη υπηρεσιών που δεσμεύονται από κανόνες εχεμύθειας και η επίκληση του αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης, είναι σαφές ότι το απόρρητο αποτελεί εξ υποκειμένου δικαίωμα και υποχρέωση κάθε δημόσιου λειτουργού που το επικαλείται, και δεν υπόκειται στον έλεγχο της αρχής όπου δίνεται κάθε φορά η μαρτυρία. Είναι χαρακτηριστική η κατάθεση του προέδρου της ΑΔΑΕ, ο οποίος δήλωσε ότι δεν δεσμεύεται από το απόρρητο στην εξεταστική επιτροπή, αλλά το επικαλέστηκε στην απάντησή του προς το αίτημα που του είχε απευθύνει ο κ. Ανδρουλάκης για την υπόθεσή του.

Σχετικά με τη νόμιμη άρση απορρήτου του τηλεφώνου Ανδρουλάκη

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, προκύπτει ότι η άρση απορρήτου του κινητού τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη ήταν απολύτως νόμιμη, με βάση αίτημα της υπηρεσίας της ΕΥΠ, υπογεγραμμένο από υπηρεσιακούς παράγοντες και από τον διοικητή της ΕΥΠ, προς την αρμόδια εισαγγελέα που εξέδωσε διάταξη για την άρση του απορρήτου. Από την κατάθεση του πρώην διοικητή της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέοντα, προέκυψε ότι τηρήθηκε όλη η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία.

Όπως προέκυψε συνολικά από τις καταθέσεις, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους σχετικά με την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, δεν υπάρχει καμία απολύτως εξαίρεση από την άρση του απορρήτου για καμία κατηγορία πολιτών. Συνεπώς, με βάση το Σύνταγμα και τον εκτελεστικό νόμο 2225/1994, γίνεται δεκτό ότι η άρση του απορρήτου μπορεί να διενεργηθεί και για τους βουλευτές ή τους ευρωβουλευτές. ‘Αλλωστε, δεν μπορεί να αποκλειστεί a priori η εμπλοκή πολιτικών προσώπων σε πράξεις κατά της εθνικής ασφαλείας, εν γνώσει ή εν αγνοία τους. Επιπλέον, στον ίδιο νόμο περιγράφονται τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η διάταξη για την άρση του απορρήτου, τόσο στην περίπτωση λόγων εθνικής ασφαλείας, όσο και για τη διακρίβωση εγκλημάτων.

Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο πρωθυπουργός, το γραφείο του και οι συνεργάτες του γνώριζαν για την άρση του απορρήτου σε οποιοδήποτε στάδιο. Αυτό διαβεβαίωσε ο καθ’ ύλην αρμόδιος τότε, Παναγιώτης Κοντολέων, προσθέτοντας ότι ο πρωθυπουργός ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, έθετε το γενικότερο πλαίσιο στοχοθεσίας χωρίς να λαμβάνει γνώση για ουσιαστικά ή διαδικαστικά ζητήματα λειτουργίας της υπηρεσίας. Αυτό άλλωστε ήταν και η πάγια πρακτική, όπως επιβεβαίωσε ο πρώην διοικητής Θεόδωρος Δραβίλας. Ο νυν διοικητής Θεμιστοκλής Δεμίρης, επιπλέον κατέθεσε ότι δεν έδωσε καμία εντολή καταστροφής οποιουδήποτε αρχείου.

Από την κατάθεση του προέδρου της ΑΔΑΕ, Χρήστου Ράμμου, επιβεβαιώθηκε ότι η ΕΥΠ προέβη στην άρση του απορρήτου του κ. Ανδρουλάκη τηρώντας το νόμο και υπό τον έλεγχο της εισαγγελέως της ΕΥΠ, ενώ για κανένα πολιτικό πρόσωπο από αυτά που έκαναν αίτηση για να μάθουν αν παρακολουθούνται, περιλαμβανομένου του κ. Σπίρτζη, δεν προέκυψε παρακολούθηση εκ μέρους της ΕΥΠ.

Η τοποθέτηση του κ. Ανδρουλάκη για πολιτική σκοπιμότητα πίσω από την δίμηνη παρακολούθησή του, αναιρείται από την πάγια τακτική της ΕΥΠ, όπως την περιέγραψαν στις καταθέσεις τους όλοι οι προηγούμενοι διοικητές που προσήλθαν στην Εξεταστική Επιτροπή, ότι δηλαδή οι νόμιμες επισυνδέσεις διαρκούν για δύο μήνες σε κάθε περίπτωση, χωρίς εξαιρέσεις.

Σχετικά με τα παράνομα λογισμικά παρακολούθησης

Η απόπειρα παγίδευσης του κινητού τηλεφώνου με το κακόβουλο λογισμικό Predator, προέκυψε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι δεν διενεργήθηκε, ούτε από την ΕΥΠ, ούτε από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο φορέα. Ειδικά για το κρίσιμο ζήτημα της ενδεχόμενης χρήσης του λογισμικού παρακολούθησης Predator στην Ελλάδα, η κυβέρνηση απάντησε ότι ούτε αυτό, ούτε κάποιο άλλο αντίστοιχο, κακόβουλο σύστημα χρησιμοποιείται από το Δημόσιο ή κάποια υπηρεσία του. Επιβεβαιώθηκε ότι το Δημόσιο δεν έχει προμηθευτεί παράνομο λογισμικό παρακολούθησης, ενώ από την εξέταση προέκυψε ότι η εταιρία Krikel είχε συνάψει σύμβαση συνεργασίας και προμήθειας υλικού – μη συνδεόμενο πάντως με λογισμικό παρακολούθησης – με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη από το 2018, δηλαδή επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, και ακολούθησαν παρακολουθηματικές συμβάσεις από την ΕΛ.ΑΣ. Ο ιδιοκτήτης και διαχειριστής της Krikel κατέθεσε ότι οι συμβάσεις της εταιρείας με το ελληνικό Δημόσιο, που ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2018, δεν αφορούν το κακόβουλο λογισμικό Predator ή παραπλήσια συστήματα, αλλά ενδοεπικοινωνιακά μηχανήματα που χρησιμοποιούσαν τα στελέχη της ΕΛΑΣ για τις μεταξύ τους συνεννοήσεις. Επιπλέον, δήλωσε ότι δεν έχει συνεργαστεί ποτέ με την ΕΥΠ και ότι δεν γνωρίζει προσωπικά τον κ. Δημητριάδη.

Η υπεύθυνη της εταιρείας Intellexa δήλωσε ότι ουδέποτε πώλησε προϊόντα ή υπηρεσίες σε φυσικά πρόσωπα, σε κυβερνητικούς φορείς ή άλλες οντότητες στην Ελλάδα, δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ των εταιριών Intellexa και Krikel και ότι δεν είχε ποτέ επικοινωνία με τους κ.κ. Δημητριάδη και Κοντολέοντα.

Όλοι οι διοικητές δήλωσαν, ότι η ΕΥΠ ουδέποτε προμηθεύτηκε κακόβουλο λογισμικό. Η αναπληρώτρια διοικητής της ΕΑΔ, Αλεξάνδρα Ρογκάκου, κατάθεσε ότι η ΕΛΑΣ και η ΕΥΠ δεν έχουν συνάψει συμβάσεις που να επιτρέπουν τη χρήση λογισμικού τύπου Predator. H έρευνα της ΕΑΔ στις συμβάσεις της ΕΥΠ ήταν εξονυχιστική και στοχευμένη.

Σχετικά με τις άρσεις απορρήτου επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ

Οι καταθέσεις των μαρτύρων ξεκαθάρισαν απόλυτα το τοπίο και φώτισαν όλες τις πτυχές, και ανέδειξαν ότι επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ παρακολουθήθηκαν από την ΕΥΠ κυβερνητικά στελέχη σε γνώση του κ. Τσίπρα.

Ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ Ρουμπάτης συνομολόγησε ότι την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ παρακολουθήθηκαν κυβερνητικά στελέχη. Η επισύνδεση που έγινε στο τηλέφωνο του κ. Πιτσιόρλα ξεκίνησε αρχές του 2016 μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς, ακόμα και όταν ο ίδιος είχε οριστεί από τον Νοέμβριο του 2016, υπουργός της κυβέρνησης. Ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ενημερώθηκε από τον τότε διοικητή της ΕΥΠ, Γιάννη Ρουμπάτη, για την επικείμενη σύνδεση στο τηλέφωνο του κ. Πιτσιόρλα και ενέκρινε την ενέργεια. Ο προκάτοχός του, Θ. Δραβίλας, εξέφρασε την οργή του για όσους ισχυρίζονταν ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του, απ΄τον Ιούλιο του 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, υπήρξε παρακολούθηση των κ.κ. Σαγιά και Πιτσιόρλα. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ υποβάθμισε τις αποκαλύψεις Ρουμπάτη που αφορούσαν στην παρακολούθηση Πιτσιόρλα, στοιχεία στα οποία απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί, παρά τις ερωτήσεις που του έγιναν από τα μέλη της επιτροπής.

Προτάσεις για την αναβάθμιση του θεσμικού πλαισίου

Υπηρετώντας την ανάγκη να γίνει πιο διαφανής η λειτουργία της ΕΥΠ, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η αποδοτικότητά της και η κρίσιμη αποστολή που έχει να επιτελέσει για την προάσπιση των εθνικών μας δικαιωμάτων, καταθέτουμε σειρά προτάσεων που προβλέπουν:

– Ενίσχυση του πλαισίου νόμιμης άρσης απορρήτου για πολιτικά πρόσωπα. Εκτός από την έγκριση κάθε νόμιμης άρσης απορρήτου από δεύτερο εισαγγελέα, θα πρέπει να αξιολογηθεί η ενεργοποίηση επιπλέον φίλτρου, μάλλον από πολιτικό πρόσωπο. Ο κύκλος των πολιτικών προσώπων αφορά μέλη της κυβέρνησης και υφυπουργούς, βουλευτές, ευρωβουλευτές, γενικούς/ειδικούς γραμματείς, καθώς και προέδρους/γραμματείς πολιτικών κομμάτων.

– Αλλαγές στο εσωτερικό της ΕΥΠ για την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, της διαφάνειας, της εξωστρέφειας και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού της.

– Απαγόρευση εμπορίας προς ιδιώτες λογισμικών παρακολούθησης και θέσπιση αυτοτελούς διάταξης που θα απαγορεύει και θα τιμωρεί την εμπορία (πώληση και αγορά) λογισμικών παρακολούθησης προς ιδιώτες.

– Παρεμβάσεις στο πλαίσιο προστασίας προσωπικών δεδομένων, οργανωτική ενίσχυση της ΑΔΑΕ για την επιτέλεση του συνταγματικού της ρόλου, δημιουργία φορέα κυβερνοασφάλειας ως συντονιστικού μηχανισμού, επαναξιολόγηση του θεσμικού πλαισίου γνωστοποίησης στο υποκείμενο, περί της επιβολής σε βάρος του, του περιοριστικού μέτρου της άρσης απορρήτου, επένδυση για προστασία κρίσιμων υποδομών της χώρας από απειλές ασφαλείας και επένδυση πόρων ταμείου ανάκαμψης προς αυτή την κατεύθυνση.

– Ευαισθητοποίηση πολιτών και φορέων. Στο πλαίσιο αυτό, συστήνεται η διαρκής επικοινωνία των αρμοδίων δομών του κράτους με πολίτες και φορείς αναφορικά με συστάσεις χρήσης τεχνολογικών συσκευών και εφαρμογών, καθώς και η καθιέρωση σεμιναρίων ψηφιακής ασφαλείας σε όλες τις βαθμίδες της τυπικής εκπαίδευσης.

Η πορισματική έκθεση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ

 

Στην δημοσιότητα δόθηκε η πολυσέλιδη πορισματική έκθεση του ΣΥΡΙΖΑ που κατέθεσε στην Εξεταστική Επιτροπή που διερεύνησε την υπόθεση «παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών του προέδρου του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ και ευρωβουλευτή κ. Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ ή και από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, την επιβεβαιωμένη απόπειρα παγίδευσης του κινητού του με το κακόβουλο λογισμικό Predator, την παράνομη χρήση αυτού στην επικράτεια και την έρευνα για την ύπαρξη ευθυνών του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και κάθε άλλου εμπλεκόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου».

Στο δια ταύτα του πορίσματος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται ότι προκύπτουν πέντε συμπεράσματα:

«1. Προκύπτει από τις αντιφάσεις του Πρωθυπουργού, την εν γένει υποκριτική στάση του αλλά και τις πρακτικές που ακολούθησε τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την συγκάλυψη του σκανδάλου ότι βασικός γνώμονας του δεν είναι η αλήθεια και η διαλεύκανση της υπόθεσης αλλά η συγκάλυψη της και η εξαφάνιση στοιχείων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απόδοση όχι μόνο πολιτικών αλλά και ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών.

2. Ειδικότερα για τις τελευταίες προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις καθώς είναι πλέον σαφές ότι δεν υφίστανται λόγοι εθνικής ασφάλειας για τις υπό εξέταση παρακολουθήσεις.

3. Υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η ΕΥΠ αξιοποιούσε το παράνομο λογισμικό predator από κοινού με τις επίσημες επισυνδέσεις.

4. Η γνώση του Πρωθυπουργού σχετικά δεν τεκμαίρεται μόνο αντικειμενικά λόγω της σχετικής του αρμοδιότητας, αλλά και από την στενότατη σχέση του με τον γγ και ανιψιό του κο Γρηγόρη Δημητριάδη, από τον διορισμό του κου Διονύση Μελιτσιώτη πρώην διευθυντή του Γραφείου του στη θέση του β’ υποδιοικητή της ΕΥΠ, από την ειδική μεταχείριση του πρώην πλέον Διοικητή της ΕΥΠ κου Κοντολέοντα, ο οποίος διορίστηκε μετά από την σχετική αλλαγή των προβλέψεων του νόμου, αλλά και από την στάση του κου Δεμίρη, ο οποίος διορίστηκε διοικητής της ΕΥΠ από τον Πρωθυπουργό μετά την παραίτηση Κοντολέοντα με μόνο σκοπό την συγκάλυψη της υπόθεσης όπως προκύπτει και από την μεταχείριση που επεφύλαξε στην ελεγκτική αρχή, την κάλυψη της εισαγγελέως Βασιλικής Βλάχου και την εν γένει άρνηση συνεργασίας του τόσο με την ΑΔΑΕ όσο και με την εξεταστική επιτροπή της Βουλής.

5. Γνώση του Πρωθυπουργού τεκμαίρεται εξάλλου και από το γεγονός ότι η κυβέρνηση μέσω του Αντιπροέδρου της, και στενότατου συνεργάτη του κου Μητσοτάκη, κου Πικραμμένου επιχείρησε, ήδη πριν την αποκάλυψη της παρακολούθησης του κου Ανδρουλάκη, να δημιουργήσει θεσμικά φράγματα κρατώντας το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων μυστικό μέσω της αντισυνταγματικής τροπολογίας της 31ης Μαρτίου του 2021.

Εν όψει όλων των ανωτέρω είναι αναγκαία η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης τόσο από την ελληνική Βουλή με όλα τα διαθέσιμα κοινοβουλευτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης και της επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης, όσο και από την ποινική δικαιοσύνη η οποία πρέπει να πάρει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πορισμάτων που οφείλει η εξεταστική επιτροπή να τους αποστείλει».

Στην δημοσιότητα σημεία της πορισματικής έκθεσης του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ

 

Το ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ κατέθεσε στην Εξεταστική Επιτροπή την δική του πορισματική έκθεση για την διερεύνηση υπόθεση «παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών του προέδρου του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ και ευρωβουλευτή κ. Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ ή και από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, την επιβεβαιωμένη απόπειρα παγίδευσης του κινητού του με το κακόβουλο λογισμικό Predator, την παράνομη χρήση αυτού στην επικράτεια και την έρευνα για την ύπαρξη ευθυνών του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και κάθε άλλου εμπλεκόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου».

ΤΟ ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ έδωσε στην δημοσιότητα τρία κύρια σημεία με διαπιστώσεις από την πορισμνατική τους έκθεση στα οποία επισημαίνεται:

1 .Η στάση των βουλευτών της πλειοψηφίας της Νέας Δημοκρατίας στην Εξεταστική Επιτροπή διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στο οργανωμένο κυβερνητικό σχέδιο συγκάλυψης του διερευνώμενου σκανδάλου των παράνομων παρακολουθήσεων.

Η πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας απέκλεισε όλους απαραίτητους μάρτυρες και το αποδεικτικό υλικό.

Οι βουλευτές της πλειοψηφίας έκαναν πολύ λίγα για τη ανάδειξη της αλήθειας και πάρα πολλά για τη συγκάλυψη του σκανδάλου και τη συσκότιση της υπόθεσης.

2.- Δεν προέκυψε ότι συνέτρεχε λόγος εθνικής ασφάλειας για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ κ. Νίκου Ανδρουλάκη.

Επομένως, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ κ. Νίκου Ανδρουλάκη ήταν παράνομη.

Υφίστανται επομένως σοβαρές ενδείξεις ότι η ομάδα των προσώπων που αιτήθηκαν, υπέβαλαν, εισηγήθηκαν, επόπτευσαν, ενέκριναν, εκτέλεσαν και με οποιοδήποτε τρόπο γνώριζαν σε οποιοδήποτε χρόνο, δεν απέτρεψαν ή και συνέδραμαν με πράξεις και παραλείψεις τους στην παράνομη παρακολούθηση έχουν πιθανόν τελέσει αξιόποινες πράξεις.

3.- Καθίσταται αναγκαία η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και η ενίσχυση του ρόλου της εισαγγελικής αρχής και της Α.Δ.Α.Ε. ως ανεξάρτητης αρχής.

Εξεταστική Επιτροπή-Οι πορισματικές θέσεις του βουλευτή του ΚΚΕ και μέλους της Εξεταστικής Ν. Καραθανασόπουλου

Στη δημοσιοποίηση δόθηκαν οι πορισματικές θέσεις του ΚΚΕ σχετικά με την διερεύνηση από την Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής της υπόθεση «παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών του προέδρου του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ και ευρωβουλευτή κ. Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ ή και από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, την επιβεβαιωμένη απόπειρα παγίδευσης του κινητού του με το κακόβουλο λογισμικό Predator, την παράνομη χρήση αυτού στην επικράτεια και την έρευνα για την ύπαρξη ευθυνών του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και κάθε άλλου εμπλεκόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου».

Σύμφωνα με τις θέσεις του βουλευτή του ΚΚΕ και μέλους της Εξεταστικής Επιτροπής Νίκου Καραθανασόπουλου «η Εξεταστική Επιτροπή για τις παρακολουθήσεις – υποκλοπές επιβεβαίωσε με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο τις θέσεις και εκτιμήσεις του ΚΚΕ, για το ρόλο και την αποτελεσματικότητα αυτών των επιτροπών, που έχει πια αποδειχθεί ότι δεν οδηγούν στην αποκάλυψη της αλήθειας και των πραγματικών υπευθύνων πίσω από τα κάθε είδους σκάνδαλα.

Ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας της εξεταστικής επιτροπής, με πρώτιστη ευθύνη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, υπονόμευσε εξαρχής την ουσιαστική έρευνα για την απόδοση όλων των πολιτικών και άλλων ευθυνών γύρω από τις υποκλοπές, σε βάρος τόσο του προέδρου του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και των δημοσιογράφων, όσο βέβαια και του Κόμματός μας για τις παρακολουθήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο της έδρας της Κεντρικής Επιτροπής του από το 2016 μέχρι σήμερα.

Υπηρετήθηκε έτσι η διπλή στόχευση, αφενός της πλήρους συγκάλυψης της αλήθειας, αφετέρου η επιχείρηση αποπροσανατολισμού από τα κομβικά ζητήματα, που έπρεπε και πρέπει να αναδειχθούν στον λαό, γύρω από το απόρρητο των επικοινωνιών του, την προστασία των προσωπικών δεδομένων του, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του.

Ειδικότερα, η μυστικότητα που επιβλήθηκε στις συνεδριάσεις της Επιτροπής αποτέλεσε εξαρχής εμπόδιο στη διεξαγωγή της έρευνας και στην ανάδειξη της αλήθειας, θέτοντας απαγορευτικούς όρους ακόμα και για την πρόσβαση σε έγγραφα και τη μελέτη τους από τους ίδιους τους βουλευτές – μέλη της επιτροπής. Ενέτεινε τη γνωστή πρακτική των επιλεκτικών -ακόμα και διαμετρικά αντίθετων- διαρροών από τα αστικά κόμματα, δίνοντας ώθηση στην κίβδηλη αντιπαράθεση της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και όχι στην αποκάλυψη της αλήθειας. Όπως είχαμε με σαφήνεια θέσει ως Κόμμα, οι συνεδριάσεις έπρεπε να είναι δημόσιες υπό την έννοια της δημοσιοποίησης και διαθεσιμότητας των πρακτικών για τα κόμματα και τους δημοσιογράφους, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε, σχετικά καλύτερα, να ερευνηθεί και αναδειχθεί ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, που αφορά όχι μόνο τις κρινόμενες περιπτώσεις υποκλοπών αλλά τελικά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες όλου του λαού.

Το πλαίσιο μυστικότητας και απορρήτου των συνεδριάσεων ήρθε να συμπληρώσει η επιλογή της κυβερνητικής πλειοψηφίας, να κληθεί ένας εξαιρετικά μικρός και ελεγχόμενος κατάλογος μαρτύρων, που δε διευρύνθηκε ούτε στις περιπτώσεις, που, μέσα στην επιτροπή, από τις καταθέσεις των ίδιων αυτών λιγοστών μαρτύρων, γινόταν καθαρή η ανάγκη να κληθούν και άλλοι μάρτυρες. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της υπόθεσης των υποκλοπών σε βάρος του ΚΚΕ, για την οποία δεν κλήθηκαν μάρτυρες, ακόμα και όταν σε αυτό συνέτειναν καταθέσεις που παρέπεμπαν για παράδειγμα στους παρόχους τηλεπικοινωνιών (ΟΤΕ κ.α.), ή σε μέλη και τεχνικούς της ΑΔΑΕ.

Το γεγονός ότι, επιπλέον των παραπάνω, δόθηκε κυβερνητική και νομική κάλυψη στην επίκληση του υπηρεσιακού απορρήτου από τους μάρτυρες, ενώπιον μίας εξεταστικής επιτροπής, που έχει βάσει νόμου όλες τις ανακριτικές αρμοδιότητες, αποτέλεσε αποκορύφωμα της κατεύθυνσης συγκάλυψης της αλήθειας. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση αξιοποίησε τα περιθώρια που της έδινε το υπάρχον αντιδραστικό πλαίσιο, που προστατεύει τις κρατικές αρχές και υπηρεσίες όπως την ΕΥΠ. Έτσι, την κάλυψη για την απαράδεκτη εξέλιξη της εξεταστικής επιτροπής την παρείχαν στην ουσία όλα τα αστικά κόμματα και οι κυβερνήσεις, που έχουν διαχρονικά συνδιαμορφώσει το εν λόγω πλαίσιο, για να θωρακίσουν το αστικό κράτος και όλες του τις λειτουργίες.

Στη βάση και των παραπάνω μεθοδεύσεων, αποτέλεσμα της εξεταστικής επιτροπής ήταν η πλήρης συγκάλυψη της αλήθειας και των πολιτικών και άλλων ευθυνών για τις υποκλοπές, σε όλες τις υποθέσεις.

Ειδικά στην υπόθεση των υποκλοπών σε βάρος του ΚΚΕ, η συγκάλυψη δρομολογήθηκε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο, με κανονικό εξοβελισμό της υπόθεσης από τη συζήτηση και την όποια έρευνα. Η υπόθεση του ΚΚΕ στην ουσία εξαιρέθηκε από τη διερεύνηση, παρότι αποτελούσε αντικείμενο της εξεταστικής επιτροπής σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Η ευθύνη για αυτό βαραίνει όχι μόνο τη ΝΔ αλλά εξίσου και τον ΣΥΡΙΖΑ και είχε διαφανεί ήδη από τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής, όπου, τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκαναν το παραμικρό σχόλιο για την υπόθεση των υποκλοπών σε βάρος του ΚΚΕ. Ευθύνες υπάρχουν όμως και στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ το οποίο, παρότι περιέλαβε την υπόθεση των υποκλοπών σε βάρος του ΚΚΕ στην πρόταση του για τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ανέχτηκε τη μεθόδευση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Το ΚΚΕ έχει συγκεκριμένα στοιχεία για τις ευθύνες όλων των συναρμόδιων αρχών, που έχουν άμεση εμπλοκή και ευθύνη στην έρευνα των παρακολουθήσεων σε βάρος του, τόσο επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όσο και επί κυβέρνησης ΝΔ. Πρόκειται για αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, παραλείψεις, λάθη και τεράστια ερωτηματικά για τη δράση της ΑΔΑΕ, των εισαγγελικών αρχών και της κρατικής ασφάλειας, αλλά και των εταιρειών – παρόχων τηλεπικοινωνιών (OTE, VODAFONE, WIND κ.α.). Εξάλλου, στην περίπτωση των υποκλοπών στο ΚΚΕ, υφίσταται εμπλοκή και ευθύνη παρόχων και αρχών από πλήθος χωρών του εξωτερικού, 14 ευρωπαϊκές και τις ΗΠΑ, που επίσης αποκλείστηκαν από κάθε έρευνα. Ακούστηκε και στην εξεταστική επιτροπή, ότι το θέμα των υποκλοπών στο ΚΚΕ «είναι κάτι πολύ μεγάλο» που εκφεύγει των ελληνικών συνόρων.

Σε αυτή τη βάση το ΚΚΕ κατέθεσε τεκμηριωμένη πρόταση για να κληθούν συγκεκριμένοι μάρτυρες, ουσιώδεις και σημαντικοί για τη διερεύνηση της υπόθεσης, οι οποίοι, όχι απλώς μπορούσαν, αλλά όφειλαν να απαντήσουν στα ερωτήματα γύρω από την παρακολούθηση του ΚΚΕ, όπως μέλη και τεχνικοί της ΑΔΑΕ που συμμετείχαν στους σχετικούς ελέγχους, αρμόδιοι από την κρατική ασφάλεια, εισαγγελείς που χειρίζονταν τις υποθέσεις, υπεύθυνοι από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους. Μέρος από αυτά τα ερωτήματα και στοιχεία καταθέσαμε στην εξεταστική επιτροπή αλλά και στον Πρόεδρο της Βουλής και δημόσια. Πρόκειται για σοβαρά ερωτήματα, όπως:

1. Γιατί οι αρχές δεν πραγματοποίησαν έρευνα γύρω από όλους τους τηλεφωνικούς αριθμούς και τις κλήσεις των τρίτων μερών, που εμπλέκονταν στις «συνακροάσεις» με το ΚΚΕ;

Στις «συνακροάσεις» του 2016 εμπλέκονταν τα τηλεφωνικά κέντρα των πολιτικών κομμάτων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΟΤΑΜΙ. Μάλιστα, το τελευταίο κόμμα ανέφερε, ότι στο τηλεφωνικό κέντρο του σημειώνονται μικροφωνισμοί και ήχοι ηλεκτρονικών συσκευών. Πώς δικαιολογείται οι αρχές να μην έκαναν καμία διερεύνηση σχετικά; Δικαιολογείται η ΑΔΑΕ να εξαιρεί από τον έλεγχο τους τρίτους εμπλεκόμενους, με το σκεπτικό ότι οι συνακροάσεις «δεν επιβεβαιώθηκαν» από αυτούς ή ότι «δεν ήταν σε γνώση της οι αριθμοί τους»;; Στις δε «συνακροάσεις» του 2017 η ΑΔΑΕ εξαίρεσε από το πεδίο των ερευνών της αριθμούς τρίτων εμπλεκόμενων, επειδή δεν είχε τη «συναίνεση» αυτών. Ωστόσο, τη συναίνεση των τρίτων αυτών μερών η ΑΔΑΕ τη ζήτησε ΑΦΟΥ είχε πραγματοποιήσει τον επιτόπιο έλεγχο στον ΟΤΕ, αυτοπεριορίζοντας έτσι τα στοιχεία που έλαβε από τον πάροχο.

2. Γιατί στις «συνακροάσεις» του 2016, που σημειώθηκαν τις ημέρες 27 έως 30 Νοεμβρίου, στην ουσία δεν ερευνήθηκε καθόλου η πρώτη μέρα «συνακροάσεων», η 27η Νοεμβρίου, ούτε από την ΑΔΑΕ ούτε από την κρατική ασφάλεια, η οποία εξαίρεσε τελείως αυτή τη μέρα και από τις εκθέσεις της;; Γιατί η ΑΔΑΕ επικέντρωσε την έρευνά της και τις βασικές εκτιμήσεις της σχεδόν αποκλειστικά στις κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 30-11-2016, δηλαδή μόνο σε μία από τις τέσσερις μέρες;

3. Πώς δικαιολογούν οι αρχές, ότι δεν ταυτίζονται καν τα χρονικά διαστήματα των «συνακροάσεων» που ερευνούν;; Για παράδειγμα, στο κρούσμα του 2016 σε πολλές περιπτώσεις η ΑΔΑΕ αποκλίνει αδικαιολόγητα από τις ώρες που κατήγγειλε το ΚΚΕ. Στη συνέχεια η κρατική ασφάλεια ερευνά με τη σειρά της διαφορετικές ώρες από αυτές που ανέλυσε η ΑΔΑΕ! Παρόλα αυτά, η κρατική ασφάλεια αξιοποιεί τα πορίσματα της ΑΔΑΕ για να «κλείσει» την υπόθεση. Πώς γίνεται η κρατική ασφάλεια να στηρίζεται στα πορίσματα της ΑΔΑΕ, ενώ αφορούν διαφορετικά χρονικά διαστήματα από αυτά που ερεύνησε η ίδια με άρση του απορρήτου των επικοινωνιών;;

4. Πώς εξηγούνται οι παροιμιώδεις καθυστερήσεις στην έρευνα του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έλαβε η ΑΔΑΕ, με αποστολέα τον αυτοαποκαλούμενο «αυτουργό» (hliasden@sigaint) ;

Η ΑΔΑΕ ενώ έλαβε το μήνυμα στις 2-12-2016, υπέβαλε αίτημα άρσης απορρήτου σχετικά με αυτό στις 27-3-2017, δηλαδή σχεδόν 4 μήνες αργότερα.

Ακόμα και την απλή ενημέρωση με κοινοποίηση προς την Εισαγγελία και την κρατική ασφάλεια για το μήνυμα αυτό, η ΑΔΑΕ την έκανε στις 2-2-2017, δηλαδή 2 μήνες μετά τη λήψη του. Στη συνέχεια η κρατική ασφάλεια απευθύνθηκε στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (ΔΗΕ) για το συγκεκριμένο μήνυμα και αποστολέα, στις 29-6-2017, δηλαδή σχεδόν 5 μήνες μετά την ενημέρωσή της. Επιπλέον, η κρατική ασφάλεια, ενώ έλαβε από τη ΔΗΕ, στις 13-7-2017, στοιχεία για το εν λόγω μήνυμα, που παρέπεμπαν στις ΗΠΑ, εμφάνισε αυτά τα στοιχεία για πρώτη φορά στην έκθεσή της στις 13-10-2018, ενημερώνοντας στην ουσία την Εισαγγελία πάνω από 1 χρόνο μετά.

5. Πώς τελικά η ΑΔΑΕ ολοκλήρωσε τις έρευνές της καταλήγοντας σε συμπεράσματα (και για το 2016 και για το 2017) χωρίς να έχει λάβει τα αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου (ούτε για το πρώτο κρούσμα του 2016); Είναι καταληκτικά συμπεράσματα, με βάση τα οποία μπορεί να κλείσει καταρχήν η έρευνα, διαπιστώσεις όπως «αυτό που έγινε είναι ενδεχομένως συνδιάσκεψη» ή ότι «ενισχύεται η ένδειξη ότι έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνική της παραποίησης προέλευσης τηλεφωνημάτων»; Πώς οδηγείται στα συμπεράσματα αυτά η ΑΔΑΕ; Αλλά και από αυτά τα «συμπεράσματα», πώς καταλήγει να πιθανολογεί ότι δεν υπάρχει μάλλον παραβίαση απορρήτου των επικοινωνιών, ενώ είναι γνωστό, ότι ακόμα και η χρησιμοποίηση της εν λόγω τεχνικής (παραποίησης προέλευσης) δεν αναιρεί την πιθανότητα παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών;;

6. Γιατί ειδικά για το δεύτερο «κρούσμα» που σημειώνεται στις 4-1-2017 η ΑΔΑΕ πλέον δεν προβαίνει ούτε σε στοιχειώδη ανάλυση των πληροφοριών που εκθέτει γύρω από τον έλεγχο; Γιατί δεν γίνεται αναφορά για παράδειγμα: α) αν και τι έλεγχος πραγματοποιήθηκε στους κόμβους εισόδου των κλήσεων από το εξωτερικό, όπως βέβαια στην OTEGLOBE, παραλειπομένης κάθε αναφοράς σε παρόχους που εμπλέκονται στις διεθνείς διασυνδέσεις ή β) στο είδος των συστημάτων των παρόχων, από το οποίο άντλησε στοιχεία η ΑΔΑΕ, όπως και ειδικά αν ελέγχθηκαν πχ τα συστήματα νόμιμης συνακρόασης (LI).

7. Πώς αξιολόγησε η ΑΔΑΕ απαντήσεις και στοιχεία που έλαβε από τους παρόχους, όταν αυτά ήταν εμφανώς προβληματικά ή ακόμα και ενάντια στις νόμιμες υποχρεώσεις τους; Για παράδειγμα: Πώς εξηγείται, για το κρούσμα του 2016, ότι δεν βρέθηκαν καταγραφές σηματοδοσίας SS7 από τον ΟΤΕ; Πώς εξηγείται πάροχος το 2017 να απαντά, πως τα στοιχεία που του ζητά η ΑΔΑΕ «δεν είναι πια διαθέσιμα», ενώ έχουν περάσει μόνο δύο μήνες από τις επίμαχες κλήσεις και είναι ήδη σε εξέλιξη οι έρευνες για αδίκημα; Ή, είναι δυνατόν όταν έχει βρεθεί το αρχείο καταγραφής μίας κλήσης να λέγεται πως δεν είναι γνωστό αν αυτή έγινε με απόκρυψη ή όχι, όπως συνέβη για το κρούσμα του 2019;

8. Πώς εξηγείται η μεγάλη καθυστέρηση της κρατικής ασφάλειας να ζητήσει την άρση του απορρήτου για τις κλήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο του ΚΚΕ το 2016; Πώς δικαιολογείται να επιχειρεί να «κλείσει» την έρευνα για το πρώτο κρούσμα μόλις στις 8-2-2017, χωρίς καν να της έχουν απαντήσει με στοιχεία – αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου όλοι οι πάροχοι; Συγκεκριμένα, η ασφάλεια επιχείρησε να υποβάλλει αναφορά στον Εισαγγελέα χωρίς τα στοιχεία από τις εταιρείες CYTA, COSMOLINE και FORTHNET. Επίσης, χωρίς να έχει συμπεριλάβει με κανένα τρόπο στην έρευνα το νέο στοιχείο, πως η ΑΔΑΕ έλαβε μήνυμα από τον αυτοαποκαλούμενο «αυτουργό» (το οποίο της απεστάλη στις 2-2-2017 με ημερομηνία εισόδου στην ασφάλεια την 3-2-2017).

9. Πώς δικαιολογείται η κρατική ασφάλεια να αρνείται να χορηγήσει τα αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου στην ΑΔΑΕ, μάλιστα επικαλούμενη τη «μυστικότητα της ποινικής διαδικασίας», την ώρα που η ΑΔΑΕ έχει ανακριτικές εξουσίες και διεξήγαγε αρμοδίως αντίστοιχα έρευνα για το ίδιο ποινικό αδίκημα; Πώς εξηγείται παρόλα αυτά, να στηρίζει (η Ασφάλεια) όλες ανεξαιρέτως τις εκθέσεις της στα αποτελέσματα των ερευνών της ΑΔΑΕ, ενώ δεν της έχει χορηγήσει τα αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου;

10. Γιατί η κρατική ασφάλεια, επιπλέον των ανωτέρω, σε όλες ανεξαιρέτως τις εκθέσεις της για τα κρούσματα 2016 και 2017:

α) επικαλείται μόνο τα στοιχεία από έναν πάροχο, τον ΟΤΕ; Πώς επεξεργάστηκε συνδυασμένα όλα τα στοιχεία, αλλά και αυτά της ΑΔΑΕ, την οποία επικαλείται;

β) εστιάζει και αναλύει μόνο όσες κλήσεις φαίνεται να επαναλαμβάνονται πάνω από μία φορά; Ερεύνησε όλες τις κλήσεις τελικά;

γ) καταλήγει ότι «ύποπτες» είναι οι κλήσεις από διεθνείς διασυνδέσεις και όχι οι εγχώριες; Ποια έρευνα οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα;

δ) συμπεραίνει ότι ο εντοπισμός των υπαιτίων είναι «ιδιαιτέρως δυσχερής έως αδύνατος»; Ποιοι έλεγχοι την οδήγησαν στο συμπέρασμα; Πραγματοποίησε έρευνα ή στηρίχθηκε μόνο στις εκθέσεις της ΑΔΑΕ; Ωστόσο, οι εκθέσεις της ΑΔΑΕ δεν έχουν τέτοιο συμπέρασμα και βέβαια έγιναν χωρίς τα αποτελέσματα της άρσης απορρήτου, αφού δεν της τα έδωσε η ίδια η ασφάλεια..

11.Τελικά,εξετάστηκαν ποτέ συνδυασμένα τα ευρήματα των «παράλληλων» ερευνών που διεξήγαγε η ΑΔΑΕ και η κρατική ασφάλεια, ως συναρμόδιες αρχές, για το ίδιο ποινικό αδίκημα;;

12. Πώς εξηγείται στις τελικές της εκθέσεις (Οκτωβρίου 2018 και Ιανουαρίου 2019) για τα κρούσματα 2016-2017, η κρατική ασφάλεια να αναφέρει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει ολοκληρώσει τον έλεγχο για το 2017; Η ΑΔΑΕ είχε διαμορφώσει έκθεση από τον Αύγουστο του 2017. Η κρατική ασφάλεια αγνοούσε ή αποσιώπησε τους νεότερους ελέγχους και έκθεση της ΑΔΑΕ; Πώς δικαιολογείται η κρατική ασφάλεια να επικαλείται εκτιμήσεις της ΑΔΑΕ για το κρούσμα του 2016 (πχ για τη χρήση της τεχνικής παραποίησης προέλευσης), μεταφέροντάς τες αυτούσιες στο κρούσμα του 2017, ενώ για αυτό το κρούσμα δεν υπάρχουν τέτοιες αναφορές από την ΑΔΑΕ;

13. Πώς στοιχειοθετήθηκε η αρχική πρόταση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο; Πώς, επί παραδείγματι, η εισαγγελέας που πρότεινε την αρχειοθέτηση, αξιολόγησε και τελικά παρέκαμψε στοιχεία, όπως την παρατήρηση της ΑΔΑΕ, στην από 4-1-2017 έκθεσή της, πως συγκεκριμένες κλήσεις «θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας από τις δικαστικές αρχές»;

14. Γιατί η Εισαγγελία Πρωτοδικών κίνησε τη διαδικασία δικαστικής συνδρομής και Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας (ΕΕΕ) στις αρχές του 2019, δηλαδή 3 χρόνια μετά τα κρούσματα, μετά και την παρέμβαση του ΚΚΕ για να μην αρχειοθετηθεί η υπόθεση;

15. Γιατί δεν ανταποκρίθηκε ούτε η Εισαγγελία στα αιτήματα της ΑΔΑΕ για να λάβει τα αποτελέσματα της άρσης του απορρήτου, παρά μόνο, και πάλι, πολύ αργότερα, μετά την αποτροπή της αρχειοθέτησης της υπόθεσης;

16. Γιατί, όταν απορρίφθηκε η αρχειοθέτηση και η δικογραφία εστάλη πίσω στην Εισαγγελία Πρωτοδικών για να συνεχιστεί η έρευνα, η Εισαγγελία Πρωτοδικών δεν παρήγγειλε προς την κρατική ασφάλεια αυτό ακριβώς που όριζε η Εισαγγελία Εφετών;

17. Τελικά, τα ερωτήματα δικαστικής συνδρομής ή ΕΕΕ που απέστειλε η Εισαγγελία, κάλυπταν σε περιεχόμενο τις αναγκαίες έρευνες για τις «συνακροάσεις» στο ΚΚΕ; Έστειλε ποτέ η Εισαγγελία το αίτημα δικαστικής συνδρομής προς τις ΗΠΑ;; Ποια η πορεία του;;

18. Ποια ήταν η στάση των ελληνικών αρχών στις απαντήσεις που έλαβαν από τις αρμόδιες αρχές του εξωτερικού; Κινήθηκαν στην κατεύθυνση συνέχισης της έρευνας; Πώς ανταποκρίθηκαν ειδικά σε περιπτώσεις αιτημάτων και διευκρινίσεων που ζητούσαν οι αρμόδιες αρχές του εξωτερικού; Φαίνεται πως οι ελληνικές αρχές δεν απάντησαν ποτέ σε οποιοδήποτε ερώτημα που τους έθεσαν οι χώρες: Ηνωμένο Βασίλειο, Μάλτα, Ολλανδία και Ιρλανδία, με αποτέλεσμα να μη συνεχιστεί η έρευνα.

Ωστόσο, κανένας από τους μάρτυρες που πρότεινε το ΚΚΕ δεν εντάχθηκε στη λίστα που τελικώς κλητεύθηκε από την επιτροπή, παρότι το Κόμμα μας έθεσε επανειλημμένα και με κάθε δυνατό τρόπο το σχετικό αίτημα. Τα δε ερωτήματα και ζητήματα που ως Κόμμα αναδείξαμε, δεν αξιολογήθηκαν καν από την επιτροπή.

Συνολικά, η υπόθεση του ΚΚΕ δεν απασχόλησε με κανέναν τρόπο την επιτροπή, τις ερωτήσεις και το συνολικό «έργο» των βουλευτών – μελών της, πέραν φυσικά των βουλευτών του ΚΚΕ. Σαφώς, στη βάση και της ιδιότυπης «ασυλίας» που παρείχε η ευρεία δυνατότητα επίκλησης του απορρήτου από τους μάρτυρες, ακόμα και όσοι εξετάστηκαν δεν έδωσαν ουσιαστικές απαντήσεις για τις υποκλοπές στο ΚΚΕ, ενώ δεν υπήρχε δυνατότητα ελέγχου των λεγομένων μέσα και από την πρόσβαση σε διαβαθμισμένα και άλλα έγγραφα, κυρίως γιατί δεν δινόταν καν τέτοια πρόσβαση ή ήταν τελείως τυπική, με σκόπιμα «απαγορευτικούς» όρους για τη μελέτη τους. Το ίδιο ισχύει και για τα έγγραφα που ζήτησε το Κόμμα μας να προσκομιστούν σχετικά με την υπόθεσή του και βρίσκονταν στα χέρια της ΑΔΑΕ και της Εισαγγελίας.

Ειδικά για την ΑΔΑΕ, ενώ έφερε και φέρει ευθύνη για την υπόθεση σε βάρος του ΚΚΕ, μέσα και από την κατάθεση του νυν Προέδρου της στην εξεταστική, αποτυπώθηκε ο ρόλος της στη συγκάλυψη. Πέρα από την επίκληση άγνοιας σε διάφορα ζητήματα, πέρα ακόμα και από την απαράδεκτη απόδοση ευθυνών στο ίδιο το Κόμμα μας, εκστομίζοντας πως το ΚΚΕ δεν ήθελε να προχωρήσει η έρευνα για τις υποκλοπές σε βάρος του (!), η κατάθεση του Προέδρου της ΑΔΑΕ ήρθε σε αντίφαση με λεγόμενα του ίδιου, σε αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα και ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών & Διαφάνειας της Βουλής, οπότε είχε μιλήσει για «λάθη και αδεξιότητες» της ΑΔΑΕ, ενώ στην εξεταστική επιτροπή ισχυρίστηκε εκ νέου, πως η ΑΔΑΕ εξάντλησε τις αρμοδιότητες και δυνατότητές της στη σχετική έρευνα.

Το πλέον κρίσιμο, που έγινε προσπάθεια από όλα τα άλλα κόμματα να συγκαλυφθεί, είναι το επικίνδυνο πλαίσιο, που θωρακίζει τη δικτατορία του κεφαλαίου ενάντια στον εργαζόμενο λαό και το κίνημά του, νομιμοποιώντας τη μαζική και προληπτική παρακολούθηση από το κράτος, σε συνεργασία με τους μονοπωλιακούς ομίλους που ελέγχουν τις επικοινωνίες και βέβαια σε συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές «συμμάχους» του, ΗΠΑ- ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Δεν πρόκειται μόνο για τη νομοθεσία και την πρακτική γύρω από την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Αυτά εντάσσονται και λειτουργούν σε ένα ευρύτερο πλέγμα αντιδραστικών μέτρων, που, με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ και την κάλυψη του Συντάγματος, αξιοποιώντας και τις νέες τεχνολογίες, οδηγούν σε ένταση της παρακολούθησης της ζωής και της δράσης του λαού, για την καταστολή αλλά και τη χειραγώγηση του. Πρόκειται για την προσπάθεια να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του αστικού κράτους, πρωτίστως ενάντια στον «εχθρό λαό», στο φόντο του οξυνόμενου διεθνούς ανταγωνισμού, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, ιμπεριαλιστικού πολέμου και επικίνδυνων σχεδιασμών, στους οποίους η ελληνική άρχουσα τάξη εμπλέκεται ενεργά στο πλευρό των ΗΠΑ- ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Σε αυτή την αντιδραστική κατεύθυνση λειτουργεί το αστικό νομοθετικό οπλοστάσιο γύρω και από την «εθνική ασφάλεια», που αφορά στην ασφάλεια και τα γενικά συμφέροντα του κεφαλαίου και του κράτους του. Η επικέντρωση της συζήτησης στην «κατά παρέκκλιση», καταχρηστική επίκληση της «εθνικής ασφάλειας» σε υποθέσεις υποκλοπών, κρύβει ότι η ίδια η σύννομη και αυστηρή τεκμηρίωσή της μπορεί να οδηγήσει κάλλιστα στο ίδιο αποτέλεσμα, στην ευρύτατη παρακολούθηση όχι μόνο πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων προβεβλημένων προσώπων, αλλά και συνδικαλιστών, αγωνιστών, ειδικά όσων συγκρούονται με την πολιτική και τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Έτσι νομιμοποιείται το «ουδείς εξαιρείται», που έγινε παραδεκτό και ενώπιον της επιτροπής.

Εξάλλου, στην «εθνική ασφάλεια», ακόμα και αν οριζόταν με μεγαλύτερη σαφήνεια, όπως προτείνεται, ενέχεται η «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», πλέον και η «αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης», που με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ νομιμοποιούν την παρακολούθηση σε μαζικό και προληπτικό επίπεδο και στοχοποιούν ειδικά το οργανωμένο εργατικό – λαϊκό κίνημα και την πρωτοπορία του, ακόμα και τις ιδέες που ενοχλούν το σύστημα. Την ίδια στιγμή, τον κλοιό της νόμιμης παρακολούθησης μπορεί να σφίξει και η επίκληση της «διακρίβωσης σοβαρών εγκλημάτων», όσο εντείνεται η ποινικοποίηση και καταστολή σε βάρος της λαϊκής πάλης.

Όλα τα άλλα κόμματα αλλά και οι εξεταζόμενοι εκπρόσωποι κρατικών και «ανεξάρτητων» αρχών υπερασπίστηκαν τις παραπάνω αντιδραστικές κατευθύνσεις και εξελίξεις. Επιφύλαξαν ιδιαίτερη «προστασία» στις ξένες μυστικές υπηρεσίες, ιδίως των «φιλικών» στην Ελλάδα χωρών, βέβαια των ΗΠΑ, που δρουν σε αγαστή συνεργασία με τις ελληνικές αρχές. Συνέκλιναν εμφατικά στην υπεράσπιση της «εθνικής ασφάλειας» του κεφαλαίου και του ρόλου της ΕΥΠ στην προάσπισή της. Παράλληλα, αποσιώπησαν τον ρόλο άλλων μηχανισμών παρακολούθησης που λειτουργούν «συμπληρωματικά» προς την ΕΥΠ σε βάρος του λαού, όπως η ΔΙΔΑΠ ή η ΔΑΕΕΒ.

Ιδιαίτερη πλευρά της συσκότισης και στρέβλωσης της αλήθειας αποτέλεσε η προσπάθεια αστικών κομμάτων όπως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, να παρουσιάσουν τα «σκάνδαλα» των υποκλοπών ως ελληνικό φαινόμενο, ως «εξαίρεση» στην Ευρώπη, που μάλιστα «εκθέτει διεθνώς τη χώρα», την ώρα που οι παρακολουθήσεις, και με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού, απασχολούν τα τελευταία χρόνια πλήθος ευρωπαϊκά κράτη και οργανισμούς αλλά και ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Συνολικά αποκρύφτηκε η ουσία, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της ΕΕ και των οργάνων της, όπως η Europol, στην ένταση της παρακολούθησης και επιτήρησης του λαού.

Στη βάση αυτή, η εξεταστική επιτροπή και το «έργο» της ήδη αξιοποιείται σε αντιδραστική κατεύθυνση. Αποτέλεσε καταλύτη αφενός σε πολιτικές διεργασίες για τη διαμόρφωση της «επόμενης μέρας» στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, αφετέρου στην προετοιμασία και προώθηση νέων αντιδραστικών μέτρων σε βάρος του λαού και των δικαιωμάτων του.

Το σύνολο των προτάσεων που κατατέθηκαν από τα άλλα κόμματα, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, συγκλίνουν στην εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού: στη θωράκιση του αστικού κράτους στις συνθήκες όξυνσης των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων, των μεγάλων αντιθέσεων και της σήψης του συστήματος. Οι συζητούμενες «θεσμικές αλλαγές» και «αντίβαρα στην εξουσία» υπηρετούν αυτόν τον αντιδραστικό σκοπό, την ενίσχυση του κράτους, με επίλυση επιμέρους προβλημάτων σε αρχές και πλευρές της λειτουργίας του αλλά και με απόσπαση της εμπιστοσύνης και συναίνεσης του λαού στην «κανονικότητα» της παρακολούθησης και καταστολής του.

Αυτό αφορά ειδικά την ΕΥΠ, με τα αστικά κόμματα στην εξεταστική επιτροπή να προσανατολίζουν σε μέτρα θωράκισης της δράσης της, μάλιστα με ενίσχυση της «κοινωνικής αποδοχής» της. Η «νομιμοποίηση» του αντιδραστικού ρόλου και έργου της ΕΥΠ στις λαϊκές συνειδήσεις υπηρετείται και από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ για ενίσχυση της «λογοδοσίας» και «διαφάνειας» στη λειτουργία της, τον «δημοκρατικό» έλεγχο είτε από το αστικό κοινοβούλιο είτε και από την «ανεξάρτητη» αρχή.

Σε αυτή την κατεύθυνση, στην εξεταστική καθαγιάστηκε η ΑΔΑΕ, με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ να επιμένουν στην ανάγκη ενδυνάμωσης του ρόλου της. Αντίστοιχα «αλώβητη» βγήκε η αστική δικαιοσύνη, μέσα από την επίρριψη ευθυνών σε μεμονωμένα πρόσωπα – εκπροσώπους της. Για αυτόν τον λόγο, οι ευθύνες που φέρουν αυτές οι «ανεξάρτητες» αρχές στην υπόθεση του ΚΚΕ δεν αναζητήθηκαν καν.

Ειδικά ως προς το κατασκοπευτικό λογισμικό, που απασχόλησε για τη χρήση του σε βάρος του κ. Ανδρουλάκη και των δημοσιογράφων, μολονότι η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και η προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ, αρνούνται πως διαπραγματεύτηκαν και προμηθεύτηκαν τέτοιου είδους μέσα παρακολούθησης, μία σειρά δεδομένα που αναδείχθηκαν και στην εξεταστική επιτροπή αμφισβητούν ευθέως αυτούς τους ισχυρισμούς. Το κύριο που πρέπει να σημειωθεί είναι, ότι αυτά τα λογισμικά κάθε άλλο παρά παράνομα θεωρούνται καταρχήν. Με βάση και το ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπως ο Κανονισμός 821/2021, τα λογισμικά παρακολούθησης νόμιμα παράγονται, διατίθενται και γίνονται αντικείμενο εμπορίας, ανάμεσα σε κράτη, οργανισμούς και μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Το ζητούμενο από τις αστικές κυβερνήσεις σε όλη την ΕΕ, που ερευνά αυτή την περίοδο το θέμα, δεν είναι η κατάργηση αυτού του αντιδραστικού πλαισίου, αλλά η ενίσχυσή του από τη σκοπιά των ευρωενωσιακών συμφερόντων, για τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού από τα κράτη μέλη και τα όργανα της ΕΕ, με όρους προστασίας τους από την «αντίθετη» χρήση του, δηλαδή από ανταγωνιστικά στην ΕΕ κράτη, οικονομικά, πολιτικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα.

Στο ίδιο φόντο, η συζήτηση για πρόσθετες εγγυήσεις και δικλείδες προστασίας των βουλευτών και άλλων πολιτικών προσώπων, αφορά στην ευνοϊκότερη αντιμετώπιση, τουλάχιστον σε τυπικό – θεσμικό επίπεδο, του πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης, ενώ για τους λαούς θα διευρύνεται το μαζικό και προληπτικό φακέλωμα. Καμία αστική εγγύηση και δικλείδα δεν μπορεί να προστατεύσει την πολιτική δράση που υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα, όπως αποδεικνύει περίτρανα η υπόθεση σε βάρος του ΚΚΕ και το μεθοδευμένο, κραυγαλέο «θάψιμο» της αλήθειας για αυτήν και από την εξεταστική επιτροπή.

Το ΚΚΕ θα συνεχίσει να αποκαλύπτει όλα τα στοιχεία γύρω και από την υπόθεση των υποκλοπών, δημόσια και πλατιά στον λαό και τη νεολαία, για να βγάλει ο λαός τα αναγκαία συμπεράσματα, να αντιμετωπίσει με τη δράση του όλα τα αντιδραστικά μέτρα που εξυφαίνονται σε βάρος του από το σύνολο των αρχών και μηχανισμών του κράτους, από όλες τις κυβερνήσεις.

Η ρίζα του προβλήματος, και στην περίπτωση των παρακολουθήσεων, βρίσκεται βαθιά στο ίδιο το σύστημα. Είναι η εξουσία του κεφαλαίου και το κράτος της, που αξιοποιεί την παρακολούθηση, για να επιβάλλει τη βαρβαρότητα της φτώχειας, της εκμετάλλευσης, του πολέμου. Αυτή η βαρβαρότητα, που υπηρετούν τα αστικά κόμματα και οι κυβερνήσεις, είναι που πρέπει να καταργηθεί, να ανατραπεί από την οργανωμένη λαϊκή πάλη, για να βγει στο προσκήνιο η αλήθεια αλλά και οι ανάγκες και τα δικαιώματα του λαού».

Βουλή – Εξεταστική Επιτροπή: Στη δημοσιότητα η πορισματική έκθεση του ΜέΡΑ25

 

Στη δημοσιοποίηση της πορισματικής έκθεσής του το ΜέΡΑ25 ως «στοιχειώδη δημοκρατική υποχρέωση» προχώρησε με ανακοίνωσή της η βουλευτής και μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής Σοφία Σακοράφα, σχετικά με τη διερεύνηση της υπόθεση «παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ευρωβουλευτή κ. Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ ή και από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, την επιβεβαιωμένη απόπειρα παγίδευσης του κινητού του με το κακόβουλο λογισμικό Predator, την παράνομη χρήση αυτού στην επικράτεια και την έρευνα για την ύπαρξη ευθυνών του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και κάθε άλλου εμπλεκόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου».

Η κυρία Σακοράφα, σε γραπτή δήλωσή της, αναφέρει ότι προχωράει στη δημοσιοποίηση του πορίσματός του ΜέΡΑ25 που κατέθεσε στην Εξεταστική Επιτροπή, καθώς όπως επισημαίνει «δεν υπάρχει τίποτε που να αποτελεί αποκάλυψη “κρατικού μυστικού” και τίποτα που να μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την περίφημη “εθνική ασφάλεια”». Υπογραμμίζει πως «δεν υπάρχει πλέον κανείς λόγος να συνεχίζουμε να συμμετέχουμε σε αυτήν την κακοστημένη θεατρική παράσταση και δεν θα παραστούμε στο “φινάλε”, στην τελευταία συνεδρίαση της Εξεταστικής Επιτροπής, για την ψήφιση του εντελώς προβλέψιμου “Πορίσματος” της δέσμιας κυβερνητικής πλειοψηφίας».

Σταχυολογεί, συνοπτικά, τα 11 κύρια σημεία του κειμένου που κατατέθηκε, υπό τον τίτλο «Θέσεις – Προτάσεις- “Μη πόρισμα”» που είναι τα εξής:

1) Ο δυσανάλογος αριθμός των διατάξεων για άρση του απορρήτου σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα, οδηγεί σε δύο υποχρεωτικές εκδοχές: Στην Ελλάδα ή έχουμε μεγαλύτερο κυβερνητικό ζήλο, αυθαιρεσία και κατάχρηση στις παρακολουθήσεις, ή έχουμε δυσανάλογα πολλαπλάσιο αριθμό πολιτών που επιβουλεύονται την εθνική ασφάλεια.

2) Η Εξεταστική Επιτροπή αποτελεί εξ ορισμού ανώτατο όργανο κοινοβουλευτικού, δηλαδή δημοκρατικού, ελέγχου. Ο δημοκρατικός αυτός έλεγχος αποτελεί άμεση έκφραση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.

3) Ο δημοκρατικός έλεγχος, όπως και το καθήκον διερεύνησης για την πιθανότητα διάπραξης ποινικών αδικημάτων, δεν μπορεί να ακυρώνεται, και μάλιστα εξ αρχής, εν ονόματι οποιουδήποτε “απορρήτου”. Αυτό το “απόρρητο” είναι το οχυρό μέσα από το οποίο αμύνεται πεισματωδώς ένα ένοχο σύστημα.

4) Εδώ υπάρχει διακύβευμα για την ίδια τη δημοκρατία. Γι’ αυτό, δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, όπως στις κοινές ποινικές υποθέσεις, αλλά τεκμήριο Ενοχής

5) Ζητήσαμε να αρθεί το απόρρητο. Δεν έγινε! Και, εδώ, η κύρια και βαριά ευθύνη ανήκει προφανώς στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, που υποχρέωσε την Κυβέρνηση και ολόκληρη την παράταξή του να εγκλωβιστεί σε αυτή την απαράδεκτη διαδικασία.

6) Επομένως, καμία έκπληξη : Μία διατεταγμένη παρωδία εξεταστικής επιτροπής, μια διεκπεραιωτική διαδικασία, αυτοδεσμευόμενη να μην αγγίξει επ’ ουδενί την ουσία των κρίσιμων ζητημάτων.

7) Σε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση, ακόμα και στην τελευταίας σημασίας, ένας ανακριτής που θα είχε ενεργήσει με ανάλογο τρόπο θα ήταν αμέσως υπόλογος, και πειθαρχικά και ποινικά – εάν δεν έμπαινε και φυλακή μάλλον θα έχανε τη δουλειά του.

8) Μετά την όλη εξέλιξη των εργασιών της Επιτροπής, αρνούμεθα για λόγους προσωπικής και πολιτικής ευθύνης και αξιοπρέπειας κάθε ανάμιξη σε οποιαδήποτε διαδικασία έκδοσης δήθεν «Πορίσματος». Το εσκεμμένα ελλιπές και απολύτως ατελές υλικό που προέκυψε από τις διαδικασίες της Επιτροπής είναι απρόσφορο ακόμα και για την εξαγωγή στοιχειωδών συμπερασμάτων, πόσο μάλλον για τη σύνταξη σοβαρού «Πορίσματος».

9) Επίσης: Η εμπειρία της συγκεκριμένης Εξεταστικής Επιτροπής δεν μας επιτρέπει να διατυπώσουμε οποιαδήποτε θεσμική πρόταση για τα επίδικα ζητήματα. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ένα ψήγμα ηθικής και πολιτικής από μέρους μας νομιμοποίησης της όλης απαράδεκτης διαδικασίας, την οποία στοιχειώδεις λόγοι δημοκρατικής συνείδησης – χωρίς να διεκδικούμε για αυτήν κανένα μονοπώλιο – δεν μας επιτρέπουν να παράσχουμε.

10) Το ΜέΡΑ25 είναι έτοιμο αλλά και θα επιδιώξει να υπάρξει ουσιαστικός και αποτελεσματικός διάλογος με τα υπόλοιπα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, για τα αναγκαία θωράκιση της δημοκρατίας μας, με βάση την εμπειρία των συγκεκριμένων υποθέσεων, τόσο από όσα αποκαλύφθηκαν αλλά και, ιδίως, από όσα, σκοπίμως, δεν αποκαλύφθηκαν.

11) Το μόνο πόρισμα που μπορεί να εξαχθεί από όλη την παρούσα διαδικασία είναι η πλήρης έκπτωση των δημοκρατικής λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η καταρράκωση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Απλώς προστέθηκε άλλο ένα (βαρύ) περιστατικό στο πολιτικό μητρώο της κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση ένοχης πρακτικής της κυβερνητικής εξουσίας στην Ελλάδα.

Μια κυβερνητική πρακτική, που δεν διστάζει να εργαλειοποιεί ακόμα και το Κοινοβούλιο, για τις επιδιώξεις του κέντρου και των παράκεντρων εξουσίας. (βλ. χαρακτηριστικά την υπουργική τροπολογία 826/145, τροπολογία της τελευταίας στιγμής σε άσχετο νομοσχέδιο, που έγινε νόμος του κράτους – άρθρο 87 ν. 4790/2021: Άλλαξαν βεβιασμένα τον νόμο, μόνο και μόνο για να μην απαντήσουν στη νόμιμη αίτηση που είχε ήδη καταθέσει στην ΑΔΑΕ ο παρακολουθούμενος δημοσιογράφος κ. Κουκάκης).

Το πλήρες κείμενο της Σ. Σακοράφα

ΣΟΦΙΑ ΣΑΚΟΡΑΦΑ

Βουλευτής ΜέΡΑ 25

 

 

Αθήνα 10 Οκτωβρίου 2022

 

ΘΕΣΕΙΣ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ – «ΜΗ ΠΟΡΙΣΜΑ»

ΠΡΟΣ  :    τον Πρόεδρο Εξεταστικής Επιτροπής, κ. Ιωάννη Κεφαλογιάννη.

[Υπόθεση “επισυνδέσεων” κ. Ν. Ανδρουλάκη – ΕΥΠ κλπ. ]

……………………………………

 

(1).     Η παρούσα Εξεταστική Επιτροπή συγκροτήθηκε με απόφαση της Βουλής «Για την εξέταση της υπόθεσης παραβίασης του Απορρήτου των επικοινωνιών του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και Ευρωβουλευτή κ. Νίκου Ανδρουλάκη από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) ή από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, την επιβεβαιωμένη απόπειρα παγίδευσης του κινητού του με το κακόβουλο λογισμικό Predator, την παράνομη χρήση αυτού στην Ελληνική Επικράτεια και την έρευνα για την ύπαρξη ευθυνών του Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και κάθε άλλου εμπλεκομένου φυσικού ή νομικού προσώπου.». Η απόφαση ελήφθη κατά πλειοψηφία, μετά από πρόταση της αντιπολίτευσης, χωρίς να την υπερψηφίσει η συμπολίτευση («Παρών»).

Η πρακτική παρακολούθησης των επικοινωνιών οποιουδήποτε πολίτη, και ιδίως με την προσχηματική επίκληση “λόγων εθνικής ασφαλείας”, αποτελεί ακραία προσβολή του δημοκρατικού πολιτεύματος, και μάλιστα στον πυρήνα του. Κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι υπάρχει επιβαρυντική περίπτωση στις περιπτώσεις όπου  η πρακτική αυτή στοχεύει σε δημοσιογράφους ή και πολιτικούς αντιπάλους.

Από τα στοιχεία της Έκθεσης Πεπραγμένων της ΑΔΑΕ για το 2021, μάθαμε ότι υπήρξαν περίπου 15.475 εισαγγελικές διατάξεις για άρση απορρήτου , για “λόγους εθνικής ασφάλειας” – μέσα σε ένα μόνο χρόνο ! Σύμφωνα με τα τελευταία για κάθε χώρα διαθέσιμα στοιχεία : Στη Γερμανία (Ινστιτούτο Πολιτικών Δικαιωμάτων) το 2019, σε εθνικό επίπεδο, από όλες τις υπηρεσίες (και ομοσπονδιακές και όλων των κρατιδίων), για θέματα εθνικής ασφάλειας, διατάχθηκαν 1.423 εγκρίσεις επιτήρησης τηλεπικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων και εδώ των παρατάσεων κλπ. Αντίστοιχα, στη Μεγάλη Βρετανία (Έκθεση Επιτρόπου Ερευνητικών Αρχών και Γραφείου Αρχών Επικοινωνιακών Δεδομένων), τα εντάλματα στοχευμένης παρακολούθησης – και για εθνική ασφάλεια και για εγκληματικές δραστηριότητες – ανήλθαν συνολικά, το 2020, σε -μόλις- 3.649. Επειδή τα μεγέθη των χωρών και των συμφερόντων δεν είναι ανάλογα, η δυσαναλογία των αριθμών οδηγεί σε δύο υποχρεωτικές εκδοχές : Στην Ελλάδα ή έχουμε μεγαλύτερο κυβερνητικό ζήλο, αυθαιρεσία και κατάχρηση στις παρακολουθήσεις, ή έχουμε δυσανάλογα πολλαπλάσιο αριθμό πολιτών που επιβουλεύονται την εθνική ασφάλεια.

 

(2).     Η Εξεταστική Επιτροπή αποτελεί εξ ορισμού ανώτατο όργανο κοινοβουλευτικού, δηλαδή δημοκρατικού, ελέγχου.

Ο δημοκρατικός έλεγχος έχει ριζική ποιοτική διαφορά από οποιονδήποτε άλλο θεσμικό, όπως λ.χ. τον διοικητικό ή τον ιεραρχικό έλεγχο. Ακριβώς γιατί συντελείται στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών καθηκόντων, δηλαδή της πιο άμεσης – και τυπικά και ουσιαστικά – έκφρασης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.

Επιπρόσθετα, πέρα από την αυτοτελή ελεγκτική κοινοβουλευτική αρμοδιότητα και ευθύνη, η Εξεταστική Επιτροπή έχει και καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά κάθε ανακριτικής αρχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κανονισμού της Βουλής «Οι εξεταστικές επιτροπές έχουν όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών καθώς και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ενεργούν κάθε αναγκαία κατά την κρίση τους έρευνα για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο συστάθηκαν».

Ο δημοκρατικός έλεγχος, όπως και το καθήκον διερεύνησης για την πιθανότητα διάπραξης ποινικών αδικημάτων, δεν μπορεί να ακυρώνεται, και μάλιστα εξ αρχής, εν ονόματι οποιουδήποτε “απορρήτου”.

Αυτό το “απόρρητο” είναι το οχυρό μέσα από το οποίο αμύνεται πεισματωδώς ένα ένοχο σύστημα. Και, πολύ απλά, σημαίνει ότι η κυβερνητική παράταξη – και η εκπροσώπησή της στη σύνθεση της Επιτροπής – συστρατεύθηκε σύσσωμη σε μια σθεναρή προκλητική άρνηση για  την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.

Η επιλογή των κέντρων εξουσίας ήταν να δρομολογηθεί μια ακόμα προσχηματική διαδικασία, προδιαγεγραμμένη να μην έχει κανένα αποτέλεσμα, με μόνο σκοπό τον εμπαιγμό του ελληνικού λαού ή πιθανόν και  ισορροπίες σε πολιτικά παίγνια δικού τους ενδιαφέροντος.

 

(3).     Δεδομένου ότι στο εξεταζόμενο ζήτημα ενυπάρχει διακύβευμα που αφορά στην ίδια τη δημοκρατία, δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση το τεκμήριο της αθωότητας, όπως στις κοινές ποινικές υποθέσεις, αλλά το αντίθετο : τεκμήριο Ενοχής.

Είχαμε τονίσει, και πριν ακόμα τη σύσταση της Εξεταστικής, ότι η Κυβέρνηση, ο κ. Πρωθυπουργός και η ΕΥΠ φέρουν το “βάρος απόδειξης”: «Αν η Κυβέρνηση και η ΕΥΠ δεν αποδείξουν – και μάλιστα με αδιάσειστα στοιχεία – ποιος ή ποιοι άλλοι κάνουν τις παρακολουθήσεις, αυτό σημαίνει ότι υπεύθυνη για αυτές είναι η ίδια η Κυβέρνηση. Και εάν δεν φέρουν τα στοιχεία που να αποδεικνύουν την βασιμότητα της επίκλησης των “λόγων εθνικής ασφάλειας” συνομολογούν το μη νόμιμο των παρακολουθήσεων. Ομολογούν την ενοχή τους».

Είχαμε, επίσης, επισημάνει τη νομική δυνατότητα, και από το νόμο για την ΕΥΠ (άρθρο 14 § 4 ν. 3649/2008) και από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 212), για άρση του απορρήτου, με πράξη του Πρωθυπουργού ως προς την  ΕΥΠ ή και των όποιων κατά περίπτωση τυχόν αρμοδίων υπουργών, για τις άλλες περιπτώσεις τυχόν δεσμευομένων υπαλλήλων ή λειτουργών..

Είχαμε ζητήσει ρητά να αρθεί το απόρρητο, εάν η σύσταση και λειτουργία της Εξεταστικής δεν είναι εικονική. Να εκδοθούν οι αναγκαίες πράξεις του κ. Πρωθυπουργού ή και των αρμοδίων υπουργών, ώστε να μην είναι δυνατή η επίκληση και εκμετάλλευση απορρήτου με μόνο σκοπό την ουσιαστική ακύρωση της διαδικασίας της Επιτροπής. Και, μάλιστα, να το κάνουν αυτό αυτεπαγγέλτως, όπως προβλέπει ο νόμος. Αλλιώς να τους απευθύνει επίσημο αίτημα, όπως έχει από το νόμο δικαίωμα – και υποχρέωση, η Εξεταστική Επιτροπή.

Τίποτε από αυτά δεν έγινε ! Και, εδώ, η κύρια και βαριά ευθύνη ανήκει προφανώς στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, που υποχρέωσε ολόκληρη την Κυβέρνηση και ολόκληρη την παράταξή του να εγκλωβιστεί σε αυτή την απαράδεκτη διαδικασία.

Με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώθηκε το πιο απαισιόδοξο και ανάξιο σενάριο. Απλώς αποδείχθηκε ότι για την Κυβέρνηση – ή και για τον κ. Πρωθυπουργό προσωπικά – διακυβεύεται κάτι πολύ περισσότερο από τα όρια της συγκεκριμένης υπόθεσης.

 

(4).     Μετά από όλα αυτά, η διαδικασία της Επιτροπής δεν επεφύλασσε καμία έκπληξη : Μία διατεταγμένη παρωδία εξεταστικής επιτροπής, μια διεκπεραιωτική διαδικασία, αυτοδεσμευόμενη – χάρη στο μονοκομματικό προεδρείο και τη συμπολιτευτική πλειοψηφία – να μην αγγίξει επ’  ουδενί την ουσία των κρίσιμων ζητημάτων. Με κύρια ευθύνη των μελών της που προέρχονται από την  κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενδεικτικά και μόνο :

α).       Δεν άγγιξε καν τη νομιμότητα των λόγων των “επισυνδέσεων”. Ούτε καν αναζήτησε να λάβει έστω και απλή γνώση των λόγω αυτών.

β).       Απείχε πλήρως από τη διερεύνηση της φοβερής “σύμπτωσης”, του απίθανου συγχρονισμού, όπου τα ίδια κινητά, των γνωστών “μεμονωμένων περιπτώσεων” (Ν. Ανδρουλάκη και Αθ. Κουκάκη), βρίσκονταν υπό  παρακολούθηση από την ΕΥΠ αλλά είχαν προσβληθεί και από το κακόβουλο λογισμικό Predator.

γ).       Απείχε από κάθε ουσιαστική ή έστω και στοιχειώδη διερεύνηση για τη χρήση και εφαρμογή κακόβουλων λογισμικών – όπως το Predator και το Pegasus – από οποιονδήποτε, στη χώρα μας.

δ).       Αντιπαρήλθε πλήρως κάθε υποχρέωση διερεύνησης και ως προς την υπόθεση των πολυετών παρακολουθήσεων σε βάρος ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, του ΚΚΕ. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντιπαρέρχεται τις συγκεκριμένες τεκμηριωμένες και ουσιαστικά επιβεβαιωμένες καταγγελίες του ΚΚΕ, σαν να μη συμβαίνει τίποτε!

ε).       Θεώρησε ανάξια περαιτέρω διερεύνησης κάθε καταγγελία για παρακολούθηση των επικοινωνιών Ελλήνων πολιτών από ξένες υπηρεσίες ή κακόβουλους ιδιώτες. Και αυτό μάλιστα στη χώρα όπου έχει τεκμηριωθεί πως είχε τεθεί υπό παρακολούθηση ακόμα και ο Πρωθυπουργός της, ο Κων. Καραμανλής, το 2005 (ή, ακριβέστερα, τουλάχιστον αυτός).             Στο σημείο αυτό, αξίζει να πληροφορηθεί ο ελληνικός λαός ότι όλοι ανεξαιρέτως οι διοικητές της ΕΥΠ, που παρήλασαν ως μάρτυρες από την Επιτροπή, κατέθεσαν ότι «δεν είναι δουλειά της ΕΥΠ» να προστατεύει τους Έλληνες πολίτες από παρακολουθήσεις των επικοινωνιών τους από οποιονδήποτε, ακόμα και από ξένες μυστικές υπηρεσίες!

στ).     Απέφυγε εσκεμμένα τη διεύρυνση του καταλόγου των μαρτύρων για την εξιχνίαση της υπόθεσης και απέρριψε κάθε σχετική πρόταση, εμμένοντας στο σχήμα της περιορισμένης διαδικασίας, και σε χρόνο και σε εύρος και βάθος διερεύνησης.

ζ).        Ο μόνος μάρτυρας που εμφανίστηκε με πρόθεση να καταθέσει όσα γνωρίζει για την εξεταζόμενη υπόθεση, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας και της εμπλοκής της Αρχής στην οποία προΐσταται, ήταν ο πρόεδρος ΑΔΑΕ, κ. Ράμμος. Οι ρωγμές που επέφεραν ορισμένες αποστροφές της κατάθεσής του στο προδιαγεγραμμένο σχέδιο της πλήρους συγκάλυψης και συσκότισης, είχαν ως αποτέλεσμα να αντιμετωπισθεί συχνά από τη μεριά της “συμπολίτευσης”, με ύφος και αντιδράσεις, σαν να ήταν αυτός κατηγορούμενος για κάτι! Και, πράγματι ήταν, αφού φαίνεται πως ο όρκος του και η ευσυνειδησία του δεν του επέτρεπαν να συμμετέχει στο κυβερνητικό σχέδιο ταχείας και “ανώδυνης” περαίωσης της διαδικασίας.

Συμπερασματικά : Η όλη διαδικασία προδιαγράφηκε έτσι ώστε, ελλείψει στοιχείων και έρευνας για αυτά, να οδηγήσει με βεβαιότητα στην “κρίση” ότι : «Ουδέν στοιχείο προέκυψε που να θέτει σε αμφιβολία τη νομιμότητα των ενεργειών κλπ. κλπ.» Στην πιο τολμηρή και φιλότιμη εκδοχή, θα μπορούσε κάποιος, με νοηματικές και νομικίστικες ακροβασίες, να φτάσει και στο προωθημένο «Αντιθέτως προέκυψε, είτε με αποδείξεις είτε, έστω, με ισχυρές ενδείξεις, ότι όλα έγιναν νόμιμα».

Σε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση, ακόμα και στην τελευταίας σημασίας, ένας ανακριτής που θα είχε ενεργήσει με ανάλογο τρόπο θα ήταν αμέσως υπόλογος, και πειθαρχικά και ποινικά – εάν δεν έμπαινε και φυλακή μάλλον θα έχανε τη δουλειά του.

Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν θα ήταν δυνατόν να περιμένει ουσιαστικό αποτέλεσμα από μία – ακόμα και απλή – ανακριτική διαδικασία που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί παραστατικά στον ακόλουθο διάλογο :

  • Κάνατε τίποτε παράνομο κύριε ύποπτε ;
  • Προς Θεού, κύριε ανακριτά, όλα έγιναν νόμιμα.
  • Ευχαριστώ πολύ, δεν χρειάζομαι και άλλες μαρτυρίες ή άλλες αποδείξεις, μπορείτε να πηγαίνετε, και συγγνώμη!

Για να επανέλθουμε στην παρούσα διαδικασία, είναι προφανές ότι, μετά την όλη εξέλιξη των εργασιών της Επιτροπής, αρνούμεθα για λόγους προσωπικής και πολιτικής ευθύνης και αξιοπρέπειας κάθε ανάμιξη σε οποιαδήποτε διαδικασία έκδοσης δήθεν «Πορίσματος». Το εσκεμμένα ελλιπές και απολύτως ατελές υλικό που προέκυψε από τις διαδικασίες της Επιτροπής είναι απρόσφορο ακόμα και για την εξαγωγή στοιχειωδών συμπερασμάτων, πόσο μάλλον για τη σύνταξη σοβαρού «Πορίσματος».

 

(5).     Επίσης : Η εμπειρία από την ολοκλήρωση της διαδικασίας της συγκεκριμένης Εξεταστικής Επιτροπής δεν μας επιτρέπει να διατυπώσουμε οποιαδήποτε θεσμική πρόταση για τα επίδικα ζητήματα, αν και είχαμε ήδη αναφερθεί, σε παρεμβάσεις μας, σε συγκεκριμένες προτάσεις για την ορθολογικοποίηση και τον εκδημοκρατισμό του θεσμικού πλαισίου στους συγκεκριμένους τομείς. Από την  ίδια την πραγματικότητα αναδείχθηκαν και αποδείχθηκαν προφανή εσκεμμένα κενά και ελλείμματα. Σήμερα, όμως, έχουμε πεισθεί απολύτως ότι το ελληνικό πολιτικό παρόν είναι και απρόθυμο και ανάξιο για την προώθηση οιασδήποτε θεσμικής μεταρ-ρύθμισης στη σωστή κατεύθυνση. Επομένως, επιφυλασσόμαστε να θέσουμε τις προτάσεις μας όταν οι συνθήκες θα καθιστούν κάτι τέτοιο χρήσιμο και ουσιαστικό. Με την  πρακτική της παρούσας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας κάτι τέτοιο είναι προφανώς εντελώς ανώφελο.

Εξάλλου, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και ένα ψήγμα ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης από μέρους μας της όλης απαράδεκτης διαδικασίας, την οποία στοιχειώδεις λόγοι δημοκρατικής συνείδησης – χωρίς να διεκδικούμε για αυτήν κανένα μονοπώλιο – δεν μας επιτρέπουν να παράσχουμε.

Είναι αυτονόητο ότι το ΜέΡΑ25 είναι έτοιμο αλλά και θα επιδιώξει να υπάρξει ουσιαστικός και αποτελεσματικός διάλογος με τα υπόλοιπα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, για τα αναγκαία θωράκιση της δημοκρατίας μας, με βάση την εμπειρία των συγκεκριμένων υποθέσεων, τόσο από όσα αποκαλύφθηκαν αλλά και, ιδίως, από όσα (με σκοπιμότητα) δεν αποκαλύφθηκαν.

 

(6).     Επί του παρόντος, για την πληρότητα των θέσεών μας, τουλάχιστον ως προς τα βασικά, είναι αναγκαία μία παρένθεση, για το περίφημο ζήτημα της “εθνικής ασφάλειας” :

Γενικά, η άρση του απορρήτου, επιτρέπεται από τη νομοθεσία σε δύο κατηγορίες περιπτώσεων : αφενός μεν για την διερεύνηση τέλεσης ποινικών αδικημάτων και αφετέρου για την προστασία της Εθνικής Ασφάλειας. Και μάλιστα, για καθεμία από αυτές προβλέπεται τελείως διαφορετική διαδικασία : άλλες προϋποθέσεις, άλλες συνέπειες, άλλες δυνατότητες δικαστικού και κοινωνικού ελέγχου. Όταν πρόκειται για την εθνική ασφάλεια, αρκεί και μόνο η αφηρημένη επίκληση κινδύνου, από οποιαδήποτε δημόσια αρχή, χωρίς καμία πρόσθετη αιτιολόγηση, χωρίς να απαιτείται καν η αναφορά του ονόματος του παρακολουθούμενου, χωρίς καμία δυνατότητα ελέγχου νομιμότητας, ήδη χωρίς κάν δυνατότητα ακόμα και εκ των υστέρων γνωστοποίησης στον θιγόμενο, και χωρίς ουσιαστικές δικαστικές εγγυήσεις, με μόνο το κύρος μιας εισαγγελικής υπογραφής. Ουσιαστικά εδώ καταργείται κάθε έννοια του κράτους δικαίου.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η εθνική ασφάλεια αποτελεί υψηλότατο έννομο αγαθό, άξιο της πιο αυστηρής προστασίας. Η αυτοπροστασία του Κράτους είναι και θεμελιώδης συνταγματική επιταγή. Αυτό όμως, δεν μπορεί  να σημαίνει αόριστες προβλέψεις, με ανέλεγκτα περιθώρια καταχρήσεων.

Εξάλλου, υπάρχουν και οι αναγκαίες συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις. Για παράδειγμα : Ένα από τα πιο σημαντικά τμήματα του Ποινικού Κώδικα – με κάποια έννοια ίσως το πιο σημαντικό – είναι τα άρθρα 134 έως 195. Αυτά στοιχειοθετούν συγκεκριμένα τα αντίστοιχα ποινικά αδικήματα. Όλα αυτά τα κεφάλαια του βασικού ποινικού νόμου, έχουν θεσπιστεί, με τους αντίστοιχους τίτλους, για την προστασία, ακριβώς της εθνικής ασφάλειας, στις διάφορες εκφάνσεις της : Προσβολές της διεθνούς υπόστασης της χώρας, προσβολές της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, προσβολές διεθνούς ειρήνης της χώρας, προσβολές αμυντικής ικανότητας της χώρας, προσβολές κρατικών απορρήτων, εγκλήματα κατά των πολιτικών και πολιτειακών οργάνων, εγκλήματα κατά του εκλογικού σώματος, προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης κλπ..

Και εδώ ερχόμαστε στο κρίσιμο ερώτημα :

Τελικά, ποια μπορεί να είναι η προσωπική δραστηριότητα οποιουδήποτε η οποία ναι μεν στρέφεται κατά της εθνικής ασφάλειας αλλά δεν μπορεί να ενταχθεί στη στοιχειοθέτηση κάποιου από όλα αυτά τα ποινικά αδικήματα; Ανάμεσα σε αυτά είναι, λ.χ., η εσχάτη προδοσία, η κατασκοπεία, η υπηρεσία στον εχθρό, η υποστήριξη πολεμικής δύναμης του εχθρού, η παραβίαση μυστικών της πολιτείας, η τρομοκρατία κλπ. κλπ..

Ο Έλληνας νομοθέτης, και συγκριτικά με τη διεθνή αντίστοιχη εμπειρία, αποδεικνύεται πραγματικά επιμελής στην εξαντλητική αντιμετώπιση των αντίστοιχων αδικημάτων.

Τελικά: Μπορεί να υπάρχει κάποιος που πρέπει να παρακολουθείται, επειδή πλήττει ή θέτει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια αλλά καταφέρνει να το κάνει αυτό χωρίς να παρανομεί ;

Επομένως, ποιο σκοπό εξυπηρετούν, εντέλει, οι ειδικές διατάξεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών με την επίκληση “λόγων εθνικής ασφάλειας” – και μάλιστα απέναντι σε Έλληνες πολίτες – με την ειδικά επ’ αυτών προβλεπόμενη μερική κατάλυση του κράτους δικαίου ;

Προφανώς εκεί υπερισχύουν πολιτικά κριτήρια και κρίνεται σκόπιμο να υπάρχουν περιθώρια ανέλεγκτης δράσης, με την κατάχρηση της αόριστης έννοιας της εθνικής ασφάλειας.

Και βάσει αυτών, υποχρεούται ο κάθε εισαγγελέας να «ελέγχει» και να υπογράφει καθημερινά δεκάδες ή και εκατοντάδες διατάξεις (κάθε εργάσιμη ημέρα !!!) με αιτιολόγηση που δεν καταγράφεται πουθενά αλλά “υπάρχει μόνο στο μυαλό του”…

 

(7).     Καταληκτικά:

Το μόνο πόρισμα που μπορεί να εξαχθεί από όλη την παρούσα διαδικασία είναι η πλήρης έκπτωση των δημοκρατικής λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η καταρράκωση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Απλώς προστέθηκε άλλο ένα (βαρύ) περιστατικό στο πολιτικό μητρώο της κατά συρροή και κατ΄ εξακολούθηση ένοχης πρακτικής της κυβερνητικής εξουσίας στην Ελλάδα.

Πέρα από την αχαρακτήριστη άρνηση ελέγχου και λογοδοσίας στην ίδια τη Βουλή των Ελλήνων, από την ΕΥΠ και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, πέρα και από τη φερόμενη ως βέβαιη καταστροφή/εξαφάνιση των σχετικών αρχείων και αποδεικτικών στοιχείων στην ΕΥΠ, ένα μόνο σημείο αξίζει να επισημάνουμε από όλη αυτή την ιστορία, σαν χαρακτηριστικό δείγμα των μεθόδων λειτουργίας του σημερινού ελληνικού πολιτικού συστήματος :

Η ΑΔΑΕ, ασκώντας το έργο της σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, ζήτησε από την τότε διοίκηση της ΕΥΠ και την αρμόδια εισαγγελέα (και με έγγραφη αίτηση από 10/3/2021) τα στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση παρακολούθησης του δημοσιογράφου Αθ. Κουκάκη, προκειμένου να απαντήσει στο νόμιμο αίτημα για ενημέρωσή του. Ενώ όλη αυτή η διαδικασία δεν ήταν, βεβαίως, ευρύτερα γνωστή στην κοινή γνώμη, η Κυβέρνηση αναλαμβάνει άμεσα αποτελεσματική πρωτοβουλία : στις 31/3/21, και ενώ συζητείται στη Βουλή ένα ακόμα κυβερνητικό πολυνομοσχέδιο (124 άρθρα) με «κατεπείγουσες ρυθμίσεις» για τις συνέπειες της πανδημίας, εισάγει και μία άσχετη και εκπρόθεσμη υπουργική τροπολογία (826/145), που υπογράφουν ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Παν. Πικραμμένος και ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κων. Τσιάρας. Λίγες ώρες μετά, η τροπολογία, την οποία κατά οξύμωρη πλέον σύμπτωση υπερψήφισε εκτός από τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, ήταν πια νόμος του ελληνικού κράτους (ν. 4790/2021, άρθρο 87). Με αυτή την ειδικά στοχευμένη τροπολογία, η Κυβέρνηση απέκλειε πλέον την ενημέρωση των πολιτών για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους από την ΕΥΠ, αν ο λόγος της παρακολούθησής τους αφορά στην λεγόμενη “εθνική ασφάλεια”. Έτσι, λίγες μέρες μετά, και η ΑΔΑΕ και ο παρακολουθούμενος πολίτης έλαβαν αρνητική πλέον απάντηση, αφού με την αλλαγή του νόμου καταργήθηκε το προβλεπόμενο δικαίωμα ενημέρωσης.

Αλήθεια, πόση ενοχή και πόση πολιτική θρασύτητα μπορεί να οδηγεί σε τέτοιες μεθοδεύσεις, που χρησιμοποιούν σαν απλό εργαλείο συνέργειας την ίδια τη νομοθετική εξουσία, το ίδιο το – ανύποπτο για τα κίνητρα των παράκεντρων εξουσίας –  Κοινοβούλιο ;  Αυτός είναι ο ρόλος που επιφυλάσσετε, αυτός είναι ο ρόλος που αξίζει στον εμφατικά αποκαλούμενο “Ναό της Δημοκρατίας” ;

Ας μην περιμένει κανείς ότι είτε εγώ προσωπικά, ως Βουλευτής, είτε το κόμμα μας το ΜέΡΑ25 στο σύνολό του, θα συνεργήσουμε σε τέτοιου είδους πολιτικές ή έστω θα τις ανεχθούμε. Θα είμαστε “απέναντι”, με όλες μας τις δυνάμεις.

Με τιμή

Σοφία Σακοράφα

(ΜέΡΑ25)

 

ΑΠΕ

 

 

 

 

Back to top button