Οι ηλικιωμένοι που δείχνουν σοβαρή έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή και απάθεια μπορεί να κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν άνοια αργότερα, από ό,τι οι άνθρωποι χωρίς τέτοια συμπτώματα, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Μέρεντιθ Μποκ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 2.018 ανθρώπους με μέση ηλικία τα 74 έτη, κανένας από τους οποίους δεν είχε άνοια στην αρχή της εννιάχρονης μελέτης.
Στην πορεία αξιολογήθηκε, μέσω ερωτηματολογίων, κατά πόσο οι συμμετέχοντες εκδήλωναν απάθεια για τις συνήθεις δραστηριότητές τους, όπως π.χ. αν ενδιαφέρονταν να βγουν από το σπίτι τους, να ψωνίσουν, να πάνε βόλτα, να δουν φίλους κ.ά. Επίσης, αξιολογήθηκε -μέσω γνωστικών τεστ, ανάλυσης των χορηγούμενων φαρμάκων και γενικότερων ιατρικών ιστορικών- ποιος ήταν ο κίνδυνος άνοιας για κάθε έναν συμμετέχοντα.
Μετά από εννέα χρόνια, 381 άτομα ή σχεδόν το 19% είχαν εμφανίσει άνοια. Το ποσοστό διέφερε ανάλογα με τον βαθμό απάθειας: Ήταν μόνο 14% για την ομάδα χαμηλής έως μηδαμινής απάθειας, 19% για την ομάδα με μέση απάθεια και 25% (ο ένας στους τέσσερις) για εκείνους με μεγάλη απάθεια. Το συμπέρασμα ήταν ότι οι άνθρωποι με έντονη αδιαφορία για τη ζωή ήταν κατά μέσο όρο 80% πιθανότερο να εμφανίσουν άνοια, σε σχέση με τους ανθρώπους με μικρή ή μηδενική απάθεια. Ήδη, από την αρχή της μελέτης, φάνηκε ότι όσοι είχαν τη μεγαλύτερη απάθεια, είχαν και τις χειρότερες επιδόσεις στα γνωστικά τεστ.
«Ενώ η κατάθλιψη έχει μελετηθεί εκτενέστερα ως προγνωστικός δείκτης της άνοιας, η μελέτη μάς δείχνει ότι η απάθεια, επίσης, αξίζει περισσότερης προσοχής ως ανεξάρτητος δείκτης για άνοια. Στην πραγματικότητα, πιστεύουμε ότι η απάθεια μπορεί να αποτελεί ένα πολύ πρώιμο σημάδι της άνοιας», ανέφερε η δρ Μποκ.
ΑΠΕ