Καστοριά

Κράτα τα μάτια ανοιχτά (του Στάθη Μασκαλίδη)

Βρέχει από το πρωί, καθώς τα σύννεφα δακρύβρεχτα αποχαιρετάνε τον Νοέμβρη, συννέφιασε και μένα η καρδιά μου. Από την ώρα που χτύπησε το ξυπνητήρι, αυτό το πρωινό της Τετάρτης, αφού προηγουμένως αναδεύτηκα βαρύθυμα, ένα κύμα δυσφορίας ένιωσα να με κατακλύζει. Γνώριζα πως θα απωλέσω τη ζεστασιά του κρεβατιού, την ασφάλεια του σπιτιού, τη θέρμη του οικείου, έπρεπε, όμως, και πάλι να σηκωθώ, να ζωστώ με αντοχές ψυχικές, γιατί, γιατί η μέρα διαγραφόταν δύσκολη. Όχι, το κρύο δε με σκιάζει, ούτε τη δουλειά φοβάμαι, μπορώ να τη διεκπεραιώσω και με κλειστά, αν θες, τα μάτια. Όμως…όμως, ποτέ δε θα το κάνω. Αν κλείσω τα βλέφαρα αλλού θα κατευθυνθώ και άλλα πράγματα θα δω, θα πάω πάλι εκεί που ο καθένας μόνος του ξέρει να διαβαίνει. Σε μονοπάτια δύσβατα θα βρεθώ, απάτητα τα μέρη, απροσπέλαστα θαρρείς για ανθρώπους που τους λείπει η ενσυναίσθηση. Θα δω της γης το πρόσωπο βαριά να υποφέρει, ανάσα να μην παίρνει, και ολόγυρα εμείς, τα γεννήματά της τα εκλεκτά, πολύ σκληροί μαζί της, άτεγκτοι σαν τιμωροί, κακόβουλα θαρρείς πλάσματα που διψάνε για εκδίκηση (από τί άραγε;), και που άγρια ασελγούν πάνω της. Ναι, οι ίδιοι άνθρωποι που βαρυγκωμούμε, που βολοδέρνουμε στα πέρατα της πλάσης, αυτοί που αγωνίζονται να επιβιώσουν σε αγώνα άνισο, παραδόξως μαγαρίζουμε το περιβάλλον και δηλητηριάζουμε τον τόπο όπου ζούμε.
Κόψε το δέντρο, φίλε, τί το κοιτάς; Στραβό είναι δεν τον βλέπεις; Όχι, δεν το βλέπω! Κι όμως συνεχίζει για να με πείσει: Εμπόδιο φαντάζει, πώς θες να γενεί ο κόσμος να αλλάξει, ο δρόμος να διαπλατύνει, η λίμνη να αναδειχθεί, ο κόσμος να ομορφύνει, αν δεν κάνουμε και μερικές θυσίες; Μην το σκέφτεσαι, κόψε… ο γιαλός είναι στραβός, εμείς καλά αρμενίζουμε.
Όχι δε θα το κόψω, ούτε τα μάτια θα κλείσω, μπορώ και έτσι να τα καταφέρω. Όχι μόνος μου, μαζί με πολλούς άλλους. Με τους πιο πολλούς. Μ΄ αυτούς που σιωπούν, που μπορούν να ακούν τους θρηνητικούς ήχους των δέντρων, όταν το θρόισμά τους, το μοιρολόγι τους, φτάνει στα αυτιά των ανθρώπων και διαπερνάει την καρδιά τους. Όταν στα συρίγματά τους ακούσουν τον πόνο και την αγωνία τους, μα πάνω από όλα τη θέλησή τους πνοή να δώσουν στη γη που όποια μορφή και αν της δώσεις, στενάζει από το μαρτύριο που της επιβάλουμε. Κοίτα να δεις… ανάσα δεν της μένει, και όμως είναι τόσο απλό. Από εμάς εξαρτάται οξυγόνο να της δώσουμε. Και ναι, θέλω να πορευτώ στον δρόμο της ζωής, αυτόν που άλλοτε μοιάζει κακοτράχαλος και κάποιες άλλες στιγμές ευκολοδιάβατος, με της φύσης τα δημιουργήματα αντάμα, να με θωρούνε και πλάι μου ανάσες να της δίνουνε, και εγώ ο τυχερός να αναπνέω μαζί τους, ελπίδα. Καλό απόγευμα
Υ.Γ. Κράτα τα μάτια ανοιχτά αλλά και το στόμα αν χρειαστεί μια μάχη να δοθεί.

Back to top button