Βουτυρένιοι, αφράτοι και χιονάτοι. Με μπόλικη ζάχαρη άχνη, οι κουραμπιέδες, το γλυκό σύμβολο των Χριστουγέννων, δε μπορούν να λείπουν από κανένα σπίτι.
Παραδοσιακά τους φτιάχνουμε σε στρογγυλό σχήμα, ευωδιάζουν βούτυρο και το άφθονο καβουρντισμένο αμύγδαλο κάνει τη γεύση τους ακόμα πιο λαχταριστή. Πώς όμως θα καταφέρουμε να τους φτιάξουμε νόστιμους και αφράτους; Εμ, έχει κι ο κουραμπιές τα μυστικά του…
Για αφράτους κουραμπιέδες. Για να καταφέρουμε να αφρατέψουμε το βούτυρο χρειάζεται να το χτυπήσουμε δυνατά και αρκετή ώρα με τη ζάχαρη. Όταν λέμε αρκετή ώρα, εννοούμε τέταρτο και βάλε. Για την ακρίβεια, όσο πιο πολύ χτυπήσουμε το βούτυρο με τη ζάχαρη, τόσο το καλύτερο για την υφή του κουραμπιέ. Προσοχή όμως, δεν ισχύει το ίδιο και για τη στιγμή που θα προσθέσουμε το αλεύρι. Τότε όλα πρέπει να γίνουν ήρεμα και απαλά.
Το βούτυρο κάνει τη διαφορά στο άρωμα. Ο κουραμπιές θέλει φρέσκο βούτυρο γάλακτος να μοσχομυρίζει.
Και η ζύμη θέλει καλό αλεύρι και με το μαλακό. Η ζύμη στον κουραμπιέ θέλει καλό, ποιοτικό αλεύρι και απ’ τη στιγμή που το προσθέτουμε να φροντίζουμε να χαμηλώσουμε την ταχύτητα του μίξερ και να μην παιδέψουμε πολύ το μείγμα (όσο χρειάζεται για να αφομοιωθεί).
Το ψήσιμο. Το σωστό ψήσιμο θα μας δώσει ωραίο χρώμα και ακόμα πιο ωραία υφή. Οι κουραμπιέδες καλό είναι να ψήνονται σε μέτρια προς χαμηλή θερμοκρασία και για λίγη ώρα. Δηλαδή όχι πάνω από 170°-175° C και μάξιμουμ 20′, αλλιώς κινδυνεύει να πάρει πολύ σκούρο καφέ χρώμα που …δεν του πάει.
Ώρα για άχνισμα. Το άχνισμα έχει το μυστικό του κι αυτό: φροντίζουμε να απλώσουμε τους κουραμπιέδες στη σειρά και να τους αφήσουμε να κρυώσουν πολύ καλά πριν αρχίσουμε να τους πασπαλίζουμε. Έτσι θα αποφύγουμε το ενοχλητικό πάνιασμα της επιφάνειάς τους.
Κουραμπιέδες προφυλαγμένοι. Αν θέλουμε να τους διατηρήσουμε για αρκετό διάστημα χωρίς να πάρουν υγρασία, φροντίζουμε να μην τους αφήνουμε εκτεθειμένους και να του σκεπάζουμε καλά.
Και λίγη ιστορία. Ο χιονισμένος, γλυκός κουραμπιές πήρε το όνομά του από την τουρκική λέξη Kurabiye (Qurabiya στα Αζέρικα), που σημαίνει Kuru = ξηρό και biye = μπισκότο. Οι ρίζες του φτάνουν μέχρι την Περσία, όπου πρωτοεμφανίστηκε τον 7ο αιώνα, όταν η ζάχαρη διαδόθηκε στην ευρύτερη περιοχή. Την πατρότητα του κουραμπιέ όμως διεκδικεί και ο Λίβανος. Το γλύκισμα είναι διαδεδομένο στην Ελλάδα, την Τουρκία και τις Βαλκανικές Χώρες.