Η λίμνη, αέναο αμνιακό υγρό μήτρας γης που εκβάλλει σε κόλπο ουράνιο, γεννώντας και ξαναγεννώντας την πόλη, τους ανθρώπους της, τα λόγια τους, αιώνια και καθημερινά, την απύθμενη σιωπή των ψαριών, τη συμφωνία των φτερωτών λαλιών, αυτών των μεταμορφώσεων του αέρα· χήνες, καραμούζες παιδιών, κύκνοι που οικονομούν φωνή για το τέλος, γλάροι, φωνές ατέρμονης πείνας σε ατέρμονη ξενιτιά, όλα πλάι, μέσα, πάνω απ’ αυτό το μάτι, που από ψηλά έχει σχήμα καρδιάς, όπως και των κύκνων τα φτερά, καθώς ακκίζονται αυτοί απ’ του φακού το γυαλί, και τα κυρτώνουν, και τ’ ανυψώνουν, τσουλώντας σαν μπαλαρίνες στο νερό, κλείνοντας μέσα τους σε σχήμα καρδιάς τον ουρανό. Στεκάμενα στα καράβια της λίμνης, ακινησίας στοιχήματα για να
ξεγελάσουν τον χάρο μοιάζουν, συνοδεύουν θαρρείς ξόδια αόρατα ή θυμούνται. Ίσως κοιτώντας μέσα στον φακό να ψάχνουν τροφή, αλιεύουν αισθήματα, αλλιώτικη ψαριά, αλιείς ανθρώπων, όπως κάποιοι άλλοι ψαράδες, εκεί ψηλά, εκεί βαθιά, στην καρδιά. Πάνω σε μια εξέδρα ένα τραπέζι και καρέκλες (σαν μνημεία μιας ευωχίας που μόλις άφησαν οι θεοί κι η άδεια βάρκα στο φόντο σαν να ζήλεψε ο βουβός περαματάρης και να απεργεί) συνδέουν τα εδώ με τα επέκεινα, όπως τα χέρια των πλατανιών απλώνονται πάνω απ’ τα νερά, απλώνονται για ν’ ακουμπήσουν τα κλαριά της απέναντι όχθης, πλατάνια που μετοίκησαν σε κήπο ουράνιο. Γιατί εδώ όλα συνυπάρχουν, πεθαμένα και ζωντανά, πεθαμένα-ζωντανά, ζωντανά-πεθαμένα. Γιατί κανείς δεν ανήκει σε κανέναν, ο ουρανός μπορεί να είναι μια οφθαλμαπάτη του νερού κι η λίμνη μια οφθαλμαπάτη του ουρανού κι όλα εντέλει να είναι εδώ κάτω, στη γη, κι όλα εν τέλει να ’ναι κει πάνω, σε ποθητή ειρκτή. Ίσως κι η λίμνη να είναι του ουρανού η ειρκτή, για να καταδυόμαστε στον παράδεισο όπως στης λίμνης τα νερά ένα παιδί. Όλα εδώ είναι εύθραυστα, τρυφερά σαν νεαρού κύκνου τα γκρίζα φτερά, κρυστάλλινα σαν μάτι χήνας όταν υψώνει σαν πανί αιωνιότη- τας κατάλευκο λαιμό. Κύκνοι χορογραφούν τη θήρα τους, ενωμένοι μοιάζουν με σύννεφο, σύννεφο νάρκισσος που βουτάει να συναντήσει την ιδανική, την άσπιλή του ψυχή. Και γίνεται χιόνι.
Τα πουλιά στολίζουν τα δέντρα, οι λαλιές τους το αυτί. Ακούγονται σαν φωνές ξετρελαμένων παιδιών που αμολήθηκαν στον ουρανό να παίξουν, ή σαν ένας μακρινός θρήνος για ξεχασμένα ναυάγια, ή για τρούλους που καταρρέουν εκεί ψηλά. Γι’ αυτό γοητεύονται απ’ την ανθρώπινη ματιά, απ’ τη ζωή, και κατεβαίνουν δω κάτω μετά της λειτουργίας το τέλος να ζητήσουν αντί- δωρο ή μακαριά. Ποτέ μην ξεμακραίνοντας απ’ τη λίμνη, απ’ το μάτι της μάνας, που νύχτα μέρα ασφάλιστο κοιτά. Παίρνει μέσα του όλες τις εποχές, όλες τις νύχτες και τις μέρες, ένα με τον ουρανό, ένα με τη γη, σε σημείο να μην μπορείς να τους ξεχωρίσεις, και είναι αυτός ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην ψυχή. Η λίμνη είναι αυτή η κλίμακα, ανάμεσα στην καρδιά και στο μυαλό, ανάμεσα σε γη και ουρανό. Γιατί ένας άλλος ουρανός ανοίγεται εκεί μέσα και μια άλλη γη ψηλά εκεί, χάρις σ’ αυτή. Η λίμνη, ένας ανεστραμμένος τρούλος όπου σαν τρελαμένα παιδιά, μυριάδες παντοκράτορες, ιερουργούν τα πουλιά, ο ουρανός, ένας ανεστραμμένος βυθός. Εκεί μέσα το άπειρο γίνεται περατό, πυρήνας όπου το σύμπαν ντύνει καρπό. Αυτουνού του δέντρου τα κλαριά τρυγούν τα πουλιά, των ψαράδων τα δίχτυα, σαν αναστάσιμα σάβανα ανεβάζουν στολίδια σάρκας ασπαίρουσας, γριβάδια και γλύνια, πλατίκες και τούρνες, σάρκες από αίμα και φως ψαχνό, και ρίχνονται στον αέρα για να δοξάσουν τον ουρανό, απ’ το νερό στον αέρα, απ’ το νερό στο φως, ένα σύννεφο καθρεφτισμένο στο νερό έρχεται από πολύ βαθιά, από πολύ ψηλά, είναι γαλαξιακό σπέρμα που αρδεύει αέναα μητρικό σπασμό. Είμαστε από φως και νερό, τα δυο ποτάμια που σε ένα ενώνονται μέσα μας, βαθιά, ή στα αόρατα ψηλά.
Ποτέ η λίμνη δεν κοπιάζει το βλέμμα, κολλύριο θεϊκό. Μυριάδες κάτοπτρα που πολλαπλασιάζουν την ομορφιά του κόσμου, χιλιάδες γράμματα που συναπαρτίζουν μια γλώσσα άπειρη που καταργεί τον χρόνο, που ανασταίνει το ζωντανό. Εκείνη την αιωνιότητα των καθρεφτισμάτων κουβαλώντας στα ράμφη τους τα πουλιά ανακαινίζουν τον ουρανό, κολλώντας τις φλούδες της αιωνιότητας στον θόλο, όπως οι συντηρητές των εικόνων τις γάζες στις όψεις των αγίων στα ιστορημένα ντουβάρια, στα ιστορημένα σανίδια των ναών. Όπως η λίμνη ιστορεί καθημερινά εικόνες αγίων, φωνών και ματιών φτερωτών, ψαριών που κολυμπούν στο βάθος του καθρέφτη στον κόσμο τον άλλο, σ’ αυτόν.
Κι η πόλη; Η πόλη είναι η επιθυμία της λίμνης με τον δίδυμο αδερφό της να ενωθεί, νερό και φως, το μαρτυρεί κάθε τρούλου ο λυγμός, κάθε καμπαναριού ο φαλλός, κάθε αμαρτωλού ο αυθεντικός παλμός, σαν αρχέγονος χρησμός. Κι είναι τα πουλιά οι δραγουμάνοι της ερωτικής γλώσσας αυτής, τα αμφίβια ουρανού και γης, μα και τα ψάρια που με μικρές αναλήψεις ζητούν να φιλήσουν τα αδέρφια τους που λαμπυρίζουν κει πάνω τις νύχτες. Όλα είναι ενωμένα χάρις σ’ αυτή, ο ουρανός
με τη γη, ο πόθος με τη ζωή, ο θάνατος με την ανάσταση, σαν κρίνος φυτεμένος στον βάλτο της, σαν άστρο στον πάτο της, σαν φως που διακορεύει του ουρανού τον βυθό. «Ουρανό έδωσες ουρανό θα λάβεις, Νερό». Νερό που αναλήφθηκε σημαίνοντας το άφατο των ουρανών στη γλώσσα των ψαριών, στόματα που ανοιγοκλείνουν σαν μάτια, μάτια που μένουν πάντα ανοιχτά σαν στόματα που αναπέμπουν ανάκουστα επιφωνήματα, μπρος σ’ έναν κορμοράνο που δοκιμάζει άλματα νοερά, για να χάψει άστρο. Είναι μουσική αυτή η ησυχία που κάνει να μοιάζουν ακίνητα τα νερά, ενσταντανέ ουρανού, σαν πως του νεκρού το μάτι ατενίζει την αιωνιότητα, γι’ αυτό η καρδιά του σταματά. Πώς να αντέξεις τόσα βλέμματα, νιώθεις πως κάπου μέσα είσαι κλεισμένος, πως όλα σε καλούν να βγεις, σαν το χάδι στην κοιλιά της μητέρας, σαν του πατέρα τη φωνή, όλα τα πετούμενα, ψάρια και πουλιά, κλώθουν, γράφοντας τροχιές, αυτό τον κόσμο, κουκούλι χρυσαλίδας ο κόσμος που τα φτερά της μες στο όνειρο (μες στο μέλλον) ανασκιρτούν· αναστάσιμα.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 80