ΚαστοριάΝεστόριο

” Ο Ραϋμόνδος Αλβανός έγραψε το βιβλίο “Ελληνικό Εμφύλιο” κοιτώντας τα μάτια των ανθρώπων που ξεναγούσε”

Δεν ήταν το hype που δημιούργησαν οι Πανελλαδικές Εξετάσεις γύρω από το όνομα του ιστορικού Ραϋμόνδου Αλβανού που με παρακίνησε να διαβάσω το βιβλίο από το οποίο «έπεσε» το φετινό θέμα για τη σημασία της διδασκαλίας της Ιστορίας που δημιούργησε και μεγάλη συζήτηση αλλά ένα σχόλιο της ιστορικού Έφης Γαζή για το έργο του.
Δυστυχώς δεν γνώριζα τη δουλειά που έκανε στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης στον Γράμμο που ίδρυσε η Βουλή των Ελλήνων το 2012 αλλά δεν είναι και περίεργο γιατί την τελευταία δεκαετία έχω γυρίσει την πλάτη μου σε κάθε συζήτηση για τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Η εργαλειοποίηση της οδύνης που προκάλεσε αυτή η παραφροσύνη που όρισε την μεταπολεμική πορεία της Ελλάδας με εξοργίζει και δηλώνω ανοιχτά πως σιχαίνομαι όποιον το κάνει, σε όποια πλευρά και να βρίσκεται, γιατί αυτό που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια κανείς δεν θα το κατάφερνε μόνος του.
Φυλλομετρώντας το βιβλίο κατάλαβα αμέσως ότι δεν θα μάθω τίποτα που δεν ήξερα ήδη,  παρ’όλα αυτά όμως αποφάσισα να πιάσω το χέρι που τείνει ο συγγραφέας στον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες του και να ακολουθήσω εκείνον, στη δική του πρόταση αφήγησης των γεγονότων. Συνέβαινε και το άλλο: στην οικογένειά μου όχι μόνο δεν είχαμε θύματα στον Εμφύλιο αλλά με μεγάλωσαν με την ιδέα ότι το εμφυλιοπολεμικό μίσος είναι απαράδεκτο και απολιτικό. Έτσι λοιπόν, καθώς δεν έχω κάτι να «λύσω» με αυτή τη φάση του παρελθόντος, ακολούθησα τον συγγραφέα περισσότερο από περιέργεια για να δω πως θα το κάνει.
Και το κάνει διαβολεμένα καλά!
Ο Ραϋμόνδος Αλβανός είναι ένας χαρισματικός αφηγητής αλλά το τελικό αποτέλεσμα, ξεπερνά κατά πολύ το ατομικό χάρισμα αφού είναι σαφές ότι οφείλεται στη σκληρή δουλειά που έχει κάνει ο ίδιος στη δημιουργία αυτής της αφήγησης.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μας αφηγείται όσα προηγήθηκαν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι την κήρυξη του 2ου Πολέμου. Στόχος του να δείξει στον αναγνώστη ότι τα υλικά της εμφύλιας σύγκρουσης προϋπήρχαν, ήταν όλα εκεί έτοιμα να αναφλεγούν όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Στο δεύτερο μέρος εξετάζει την Κατοχή και την α’ φάση του Εμφυλίου, στο τρίτο τον οδυνηρό κυρίως Εμφύλιο και κλείνει με την πρόκληση, όπως λέει, της συμφιλίωσης.
Κάθε μια λέξη στο βιβλίο, ακόμα και τα «και»έχει επιλεγεί με μεγάλη προσοχή. Σε κάθε φράση του βιβλίου υπάρχει και η απάντηση σε όλες τις πιθανές ερωτήσεις/απορίες/αμφιβολίες που είναι πιθανό να εγείρει στον αναγνώστη.
Είναι όλες οι ερωτήσεις που κλήθηκε να απαντήσει όλα αυτά τα χρόνια στο Πάρκο της Εθνικής Συμφιλίωσης, όλες οι ενστάσεις, οι αντιρρήσεις, ακόμα και οι καυγάδες που έγιναν μπροστά στα μάτια του από τους συμμετέχοντες στις ξεναγήσεις.
Το βιβλίο προτείνεται και ως ένα βασικό, εισαγωγικό εγχειρίδιο στον Εμφύλιο Πόλεμο, ένα «Εμφύλιος 101 για αδαείς».
Μόνο που αν και δεν δηλώνεται η εντύπωση που μου δημιουργήθηκε ήταν ότι ο Αλβανός δευτερευόντως απευθύνεται στους αδαείς.
Αντιθέτως. Απευθύνεται σε αυτούς που έχουν αποκρυσταλλώσει τις απόψεις τους. Απευθύνεται στον Δεξιό και τον Αριστερό που είναι βέβαιοι για όσα συνέβησαν και κυρίως για το ποιος έφταιγε.
Το μεγάλο «κλου», το εύρημα της αφήγησης και βέβαια του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας παραθέτει και τις δύο οπτικές για το θέμα. Απαντά στο «τις πταίει» και σχολιάζει όλα τα εξαιρετικά οδυνηρά περιστατικά του πολέμου, το «παιδομάζωμα», τη χρήση των βομβών ναπάλμ, ξεδιαλέγοντας τα γεγονότα από τους μύθους.
Από το κείμενο απουσιάζει παντελώς η ένταση και το μελόδραμα όμως ο ο αναγνώστης διαρκώς αισθάνεται λες και έχει το συγγραφέα δίπλα του να τον διαβεβαιώνει ότι ξέρει ότι ίσως όλα αυτά να του είναι επώδυνα ή να τον θυμώνουν. «Ξέρω ότι ίσως να έχεις θυμώσει, ίσως να πονάς αλλά πάμε μαζί ένα βήμα παρακάτω, εξάλλου σε λίγο θα φτάσουμε, μην εγκαταλείψεις τώρα τη διαδρομή».
Και το σημείο που φτάνει ο αναγνώστης, όταν ολοκληρώσει και την ανάγνωση της φρίκης της Μάχης του Γράμμου δεν είναι άλλο από την παραδοχή ότι μπορεί να συνυπάρχει και με τις αλήθειες των άλλων.
Γιατί είναι οι πολλές αλήθειες αυτές που συγκρούστηκαν τη δεκαετία του 40 και γέμισαν τον τόπο πτώματα, κατέστρεψαν τη χώρα, δημιούργησαν τραύματα, εκλογικεύθηκαν, εργαλειοποίηθηκαν, λειτούργησαν ως αστείρευτη πηγή μίσους που είδους που λιμνάζει για να λειτουργήσει τελικά ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ για κάθε σύγχρονο λάθος, ιδεοληψία, παράλειψη, εκατέρωθεν.
Ο συγγραφέας δεν ζητά από τον αναγνώστη να αφήσει κατά μέρος τις αλήθειες του που είναι εξαιρετικά πιθανόν το βιβλίο να έχει καταφέρει αποδομήσει. Του ζητάει να συνεχίσει να πορεύεται με αυτές, χωρίς όμως να οχυρώνεται, πλέον, πίσω τους.
Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο γύρω στις 10, ένα βράδυ του καλοκαιριού και όταν το τελείωσα γύρω στη 1.00- είναι σκάρτες 200 σελίδες- έμεινα αρκετή ώρα να σκέφτομαι αυτό που έκανε ο Αλβανός στο βιβλίο. «Χαράς στο κουράγιο σου, άνθρωπέ μου», σκέφτηκα πριν με πάρει ο ύπνος.
Την επόμενη μέρα βέβαια κατάλαβα. Έμπνευση για το βιβλίο αυτό ήταν τα χιλιάδες μάτια των συμπατριωτών μας που παρακολούθησαν τις ξεναγήσεις στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης. Τα βλέμματα που κοίταζαν τον συγγραφέα-ξεναγό με το αλλόκοτο όνομα («Είναι δυνατόν την ιστορία να μας τη διδάσκει ένας Αλβανός», έγραφαν κάποιοι στο βιβλίο των επισκεπτών) όλο αμφιβολία, πόνο συχνά και φανατισμό.
Ο Ραϋμόνδος Αλβανός έγραψε το βιβλίο κοιτώντας μάτια ανθρώπων, πιθανώς με βιώματα και όχι την οθόνη που βλέπουμε εμείς στα σόσιαλ μήντια όταν εκτοξεύουμε ο ένας στον άλλον, με μεγάλη ευκολία, εμφυλιοπολεμικά κλισέ, εν είδει ύβρεων.
Το βιβλίο βέβαια είναι αρκετά στοχαστικό πάνω σε έννοιες όπως η ιστορία, τα βιώματα που προκαλούν τα γεγονότα στους ανθρώπους, τα τραύματα που προκαλεί και βέβαια τη συμφιλίωση με το οδυνηρό παρελθόν και τους άλλους.
Σήμερα συμπληρώνονται 80 χρόνια από την ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου και με απόφαση που πήρε η Βουλή τη δεκαετία του ’80 σήμερα τιμάται και η Εθνική Αντίσταση αφού η επιχείρηση στο Γοργοπόταμο ένωσε τις αντιστασιακές ομάδες υπό την ηγεσία των Βρετανών, απέναντι στο στρατό του Χίτλερ.
Ο πειρασμός να γράψω πόσο με βοήθησε το βιβλίο να διαχειριστώ τα αισθήματα που μου προκαλεί, ακόμα και σήμερα, το πρόσφατο παρελθόν, ο διχασμός της προηγούμενης δεκαετίας που αν και δεν είχε νεκρούς, σκότωσε σχέσεις και φιλίες αν και είναι μεγάλος δεν θα το κάνω.
Μου αρκεί που μπορώ πλέον να συνυπάρχω με όλους διατηρώντας τις αλήθειες μου χωρίς να περιφρονώ αυτές των άλλων.
Εξάλλου όπως λέει και ο Σεφέρης «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί». Κι αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει πως δεν υπάρχουν αθώοι.

Πρέπει να το διαβάσετε.

Βίβιαν Ευθυμοπούλου

 

 

Back to top button