Έστρωσε το τραπέζι η δόλια και του έβαλε ένα μαύρο τραπεζομάντηλο με λίγα κεντημένα κρίνα από ασημένια κλωστή. Έπρεπε να μπει μια μπουκιά στα στόματα των άλλων για να λιγοστέψει η κατσαρόλα και να φύγει η δυσοσμία της αφαγίας. Είχε στεγνώσει το σάλιο ανάμεσα στα δάκρυα και στο μουρμουρητό. Σε ένα περιπλανώμενο ”γιατί” που ζητούσε απάντηση. Σε μια καρέκλα στρωμένη, ακάθιστη! Ατσαλάκωτη!
Του Τάσου Βακφάρη
Δεν περιμέναν τις γιορτές για να στολίσουν ούτε για να ανάψουν τα λαμπιόνια υπό των ήχων τυμπάνων. Μονάχα το μικρό το κοριτσάκι που έκλεισε τα δυο έτη σήμερα, έβαλε ένα σκαλιστό ξύλινο σπιτάκι στο κομοδίνο της που λειτουργούσε με μπαταρίες. Φώτιζε το έλκηθρο στον ουρανό. Ήταν μικρή και δεν καταλάβαινε τον βουβό πόνο των υπολοίπων. Ήθελε να χαρεί και έψαχνε το μέλος που έλλειπε για να την πάρει αγκαλιά και να την γαργαλήσει αποκαλώντας την ”μπελαδάκι”.
Μαμά γιατί δεν γελάς;;; Έσκισε σαν αστραπή τη νύχτα στα δύο η ερώτηση της μικρής. Άνοιξε το στήθος της γυναίκας και μάτωσε το δέρμα από την φωνούλα του κοριτσιού. Καθόντουσαν όλοι στο τραπέζι και κοιτούσαν το φαγητό που κρύωνε σερβιρισμένο, λες και αυτό συναινούσε μαζί τους. Χτυπούσε συγκαταβατικά τον ώμο και τους έδινε κουράγιο. Ένα κερί τρεμόπαιζε στην μέση και έσπαγε κάπως την σιωπή απόψε. Τσιρτσίριζε και αγωνιούσε να μην σβήσει καθώς είχε καθήκον να κρατήσει ζεστή την ατμόσφαιρα και να σκορπίσει το άρωμα της κανέλας και του πορτοκαλιού.
Στην άκρη του τραπεζιού ένα άδειο πιάτο χωρίς μαχαιροπίρουνα είχε αποσβολώσει κάθε αύριο που θα ξημέρωνε, κάθε πρωινό που θα ερχότανε δίχως τον ήλιο να διώχνει την υγρασία. Είχε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και λίγα πέταλα μαδημένα τριγύρω σαν σταγόνες αίματος. Σαν να είχε τρυπηθεί αυτός που το έκοψε και το έβαλε εκεί. Κάποιος στέρησε ένα δείπνο ολοκληρωμένο χωρίς απουσίες παντοτινές. Κάποιος έκοψε το μπουμπούκι και αυτό παραπονέθηκε που δεν πρόλαβε να ανθίσει, να δείξει πόση αγνότητα μπορούσε να χαρίσει.
Το δέντρο φέτος δεν θα είναι πράσινο ούτε και θα στολίσουν ζαχαρωτά τα κλαδιά του. Δεν θα πέφτει χιόνι στην κορυφή του ούτε θα έχει φτιασίδια λαμπερά. Δεν θα έχει δώρα και χαρά, γέλια και φωνές. Θα είναι στολισμένο με στάρι βραστό, θα έχει άχνη μπόλικη για να γλυκάνει τα αγλύκιστα και ρόδι ζουμερό για να συμβολίζει τον σπόρο που θάφτηκε σε χώμα απότιστο. ”Κανένα πιάτο αδειανό” Κατάφεραν να ψελλίσουν και τα χείλη σφράγισαν εντελώς για απόψε. Κρατούσαν τον χείμαρρο εντός, φυλακισμένο μην τους πνίξει. Μην πέσουν στα νερά και αρκεστούν στο βυθό. Σε έναν βυθό που ζωή δεν έχει να κατοικεί. Μονάχα λάσπη και κλαδιά. …. για κάθε μικρό ή μεγάλο παιδί που χάνεται αυτόν τον καιρό άδικα. Γιατί πάντα το παιδί άδικα χάνεται.