Ελλάδα

Γιατί δεν τρώω πια χταπόδια

 

Υπάρχουν πολύ σοβαρά και μεγάλα προβλήματα στον κόσμο μας, προτεραιότητες ασφυκτικές και κορυφαίες, πόλεμοι, λιμοί και καταστροφές, παρ’ όλα αυτά εδώ σήμερα εκτάκτως θέλω να σας γράψω για κάτι που μπορεί να μοιάζει εντελώς ασήμαντο και εκτός τόπου και χρόνου: για το ότι δεν τρώω πια χταπόδια.

Του Θοδωρή Γεωργακόπουλου

Στην πρόσφατη συνέντευξή του σε αυτήν εδώ την εφημερίδα και στη Μαργαρίτα Πουρνάρα ο καλός ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν δήλωσε το εξής: “Ομως, δεν καταλαβαίνω κάτι για τους Ελληνες. Πώς μπορούν και τρώνε τα χταπόδια;” Αυτό είπε. Και συμπλήρωσε διευκρινίζοντας: “Η γεύση τους είναι φανταστική, αλλά πρόκειται για κάποια από τα πιο χαρισματικά πλάσματα της φύσης, με νοημοσύνη και χάρη. Οπότε, δεν με νοιάζει πού θα με πάτε για φαΐ, αρκεί το μενού να μην έχει χταπόδι”. Αυτή ήταν η αφορμή για ετούτο το άρθρο.

Γιατί ο Αλεξάντερ Πέιν έχει δίκιο. Όπως είχα εκμυστηρευτεί πριν από λίγα χρόνια στους αναγνώστες του newsletter που στέλνω κάθε Παρασκευή, κι εγώ έχω σταματήσει να τρώω χταπόδια, ακριβώς για τον ίδιο λόγο.

Τα χταπόδια, βλέπετε, είναι εντελώς παράδοξα πλάσματα. Είναι σαν να προέκυψαν από μιαν άλλη, ανεξάρτητη εξελικτική διαδικασία από τα υπόλοιπα πλάσματα της θάλασσας. Αν και συγγενεύουν με τα άλλα κεφαλόποδα -που είναι τα ηλίθια της οικογένειας- δεν μοιάζουν με κανένα άλλο είδος ζωής. Ξέρουμε ότι υπάρχουν εδώ στη Γη εδώ και εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια  -μπορεί και 500 εκατομμύρια χρόνια- αλλά κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσα, καθώς είναι ασπόνδυλα και δεν υπάρχουν απολιθώματα. Ξέρουμε επίσης ότι είναι εξελικτικά σχεδόν τέλεια: παραμένουν απαράλλαχτα και έχουν επιβιώσει σε όλες τις πρόσφατες μαζικές εξαφανίσεις που πέρασαν οι διάφορες μορφές ζωής στον πλανήτη μας. Όταν έπεσε ο μετεωρίτης στη χερσόνησο Γιουκατάν 66 εκατομμύρια χρόνια πριν, οι δεινόσαυροι και το 75% των ειδών που ζούσαν στη Γη εξαφανίστηκαν. Τα χταπόδια ήταν εκεί. Και έμειναν εκεί. Και είναι ακόμα εδώ.

Είναι απίστευτα, αλλόκοτα πλάσματα, με χαρακτηριστικά μοναδικά στη φύση. Το αίμα τους είναι μπλε, έχουν τρεις καρδιές και κάθε πλοκάμι τους έχει ξεχωριστό εγκέφαλο. Έχουν το μεγαλύτερο μυαλό από όλα τα ασπόνδυλα (και τα περισσότερα σπονδυλωτά). Το δέρμα τους έχει την ικανότητα να βλέπει. Μπορούν να αλλάξουν το ίδιο τους το RNA από μόνα τους. Και το κυριότερο από όλα: είναι πανέξυπνα. Αδικαιολόγητα, ακατανόητα πανέξυπνα. Έχουν διαφορετικές, ξεχωριστές προσωπικότητες. Χρησιμοποιούν εργαλεία. Έχουν μνήμη (δύο ειδών). Αναγνωρίζουν -και ξεχωρίζουν- ανθρώπινα πρόσωπα. Αν τα κλείσεις σε ένα βάζο, βρίσκουν τρόπο να ξεβιδώσουν το καπάκι από μέσα για να δραπετεύσουν. Υπάρχουν μαρτυρίες για χταπόδια που πηδάνε πάνω σε ψαράδικα και μπαίνουνε στ’ αμπάρι για να φάνε καβούρια.

Όπως αντιλαμβάνεστε, δεν γίνεται να τα διαβάζω και να τα μαθαίνω όλα αυτά και μετά να συνεχίζω να ζω όπως πριν. Οπότε εδώ και περίπου τρία χρόνια έχω πάρει μια απόφαση: έχω σταματήσει να τα τρώω. Δεν είμαι βίγκαν, δεν τρώω ιδιαίτερα υγιεινά και κατά κανόνα δεν διστάζω να δοκιμάσω περίεργες ή εξωτικές γεύσεις. Αλλά κάπου και εγώ βάζω ένα όριο. Και το δικό μου όριο, από ό,τι αποδεικνύεται, είναι ότι δεν μπορώ να φάω όντα τα οποία σέβομαι και θαυμάζω.

Βεβαίως, αυτή δεν είναι μια ιδιαίτερα πρωτότυπη στάση. Το ίδιο έχουν δηλώσει ότι κάνουν και πολλοί άλλοι, εντελώς ετερόκλητοι μεταξύ τους άνθρωποι, από την ηθοποιό και αμφιλεγόμενη επιχειρηματία Γκουίνεθ Πάλτροου μέχρι τον τεχνο-φιλόσοφο Τζαρόν Λανίερ -δυο άνθρωποι, παρεμπιπτόντως, που είναι πολύ πιθανό να μην έχουν απολύτως κανένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό. Το θέμα των χταποδιών τα τελευταία χρόνια έχει πάρει νέα δημοσιότητα. Εκείνο το ντοκιμαντέρ του Netflix (που μου στέλνουν δεκάδες αναγνώστες κάθε που γράφω το οτιδήποτε για τα χταπόδια), κέρδισε βραβείο Όσκαρ. Έχουν γραφτεί βιβλία για το θέμα, πολλά και πολύ καλά, όπως το “The Soul of an Octopus” της Σάι Μοντγκόμερι. Ακόμα και το World Economic Forum έχει γράψει για το πόσο κακό είναι να τα τρώμε. Ναι, εκείνο, του Νταβός.

Παρ’ όλα αυτά, πολύς κόσμος -που μπορεί να έχει δει και το ντοκιμαντέρ, να έχει διαβάσει άρθρα ή και βιβλία-, φέτος το καλοκαίρι στην ταβέρνα μπορεί να παραγγείλει και ένα χταποδάκι. Γιατί; Πώς αποφασίζουμε αυτά τα πράγματα; Γιατί η ιδέα του να φας σκύλο είναι τόσο αποκρουστική, ενώ τρώμε μαζικά, χωρίς κανένα πρόβλημα και χωρίς δεύτερη σκέψη γουρούνια, τα οποία είναι εξίσου έξυπνα ζώα; Πώς γίνεται να μην θέλουμε να φάμε άλογα, δελφίνια ή ελέφαντες, αλλά δεν έχουμε πρόβλημα να φάμε τα χταπόδια, που είναι εξυπνότερα και πιο εντυπωσιακά πλάσματα από όλα αυτά; Είναι ένα μυστήριο.

Δεν είμαι ακτιβιστής και δεν είμαι σε θέση να σας πω τι να κάνετε για οποιοδήποτε θέμα. Οι ζωές σας είναι γεμάτες με κρίσιμες αποφάσεις για σοβαρά πράγματα, και δεν μπορώ -ούτε και θέλω- να επηρεάσω καμία. Σε αυτό το θέμα, όμως, που είναι σχετικά ασήμαντο και μικρό, θα ήθελα να σας προτρέψω να ρίξετε κι εσείς μια πιο προσεκτική ματιά στα χταπόδια. Τις προάλλες έβαλα στους ακολούθους μου στο Instagram μια μικρή online ψηφοφορία, ρωτώντας τους αν, μετά από όλα αυτά, τρώνε χταπόδια. Από τους περίπου 2000 αναγνώστες που απάντησαν, το 41% απάντησε “ναι, και θα συνεχίσουν να τρώνε”. Αλλά οι υπόλοιποι, η πλειοψηφία, απάντησαν άλλα πράγματα. 31% ότι “ναι, αλλά θα σταματήσουν”. Και 29% των αναγνωστών μου δήλωσαν ότι “όχι”. Δεν τρώνε χταπόδια.

Σας καλώ να το σκεφτείτε και εσείς.

kathimerini.gr

Back to top button