Όταν πλησιάζουν οι γιορτές, με πιάνει αυτός ο κόμπος στο στομάχι, κοιτάζω τις βιτρίνες, τα χαμογελαστά πρόσωπα των ανθρώπων και τα γεμάτα ανυπομονησία βλέμματα των παιδιών κι οι αναμνήσεις χύνονται στο μυαλό μου, όπως το ποτάμι στη θάλασσα, όπως ο καταρράχτης που χτυπώντας με μανία τα βράχια χύνεται στο ποτάμι με ορμή και δεν τον νοιάζει τι παρασέρνει στο διάβα του.
Δεν μου αρέσουν οι γιορτές, δεν μπορώ να χαρώ και δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι γεμίζουν τα μαγαζιά και κατεβάζουν από τα ράφια ό,τι βρεθεί μπροστά τους, λες και θα έρθει η καταστροφή του κόσμου.
Είναι τόσο απλό να χαρείς, με δυο λέξεις, ένα φιλί, ένα τρυφερό βλέμμα και η οικογένεια γύρω από ένα τραπέζι, που ο ένας θα χαμογελά στον άλλο και οι αναμνήσεις αργότερα όταν τα χρόνια περάσουν θα είναι γεμάτες ζεστασιά.
Δεν τις μπορώ τις γιορτές γιατί ποτέ δε θυμάμαι να κάθισα σε γιορτινό τραπέζι, ούτε βγήκα σαν παιδί στους δρόμους να πω τα κάλαντα, να κοιτάξω τις βιτρίνες, να θέλω κι εγώ σαν παιδί να αγοράσω δώρα, να περιμένω να έρθει και για μένα μια φορά ο Άγιος Βασίλης, γιατί πάντα ήξερα ότι για μας τα ξεχασμένα παιδιά ποτέ δεν υπήρχε. Δε θυμάμαι ένα σπίτι με μυρωδιές από γλυκά, να μαζεύεται η οικογένεια και να ανταλλάσσει ευχές, τίποτε από όσα ακούω και διαβάζω δεν έχω ζήσει.Το μόνο που θυμάμαι είναι κάτι κυρίες… φιλόπτωχες που έρχονταν στο ίδρυμα. Η δασκάλα μας έβαζε στη σειρά κι αυτές περνούσαν από μπροστά μας, απλώναμε τα χεράκια μας και μας έβαζαν μέσα στη χούφτα έναν κουραμπιέ ή ένα μήλο, και μετά μαζευόμασταν στις γωνιές και τα τρώγαμε, αν δεν μας τα άρπαζε από το χέρι κάποια μεγαλύτερη.
Εκείνα τα Χριστούγεννα καθόμουν στην αίθουσα που διαβάζαμε. Όταν άκουσα κάτι σα μουσική, έτρεξα στο παράθυρο και κόλλησα το πρόσωπό μου στα κάγκελα. Έξω στον δρόμο ήταν κάτι παιδάκια έξι – επτά χρονών με κάτι ξύλινα σφυράκια στα χέρια. Τραγουδούσαν τα κάλαντα και χτυπούσαν τις πόρτες τυλιγμένα μέσα στα σκουφιά με τα ζεστά γάντια τους. Πόσο ζήλευα! Έβγαλα το χέρι μου από το κάγκελο και τα χαιρετούσα, “γεια σας” “γεια σας”, μου κούνησαν κι αυτά το χέρι και απομακρύνθηκαν.
Την άλλη μέρα ήρθαν από τον στρατό οι μουσικοί να μας πουν τα κάλαντα,πάντα τις παραμονές έρχονταν να μας πουν τα κάλαντα. Χαρές και γέλια που κάποιος μας θυμήθηκε κι εμάς, οι μεγαλύτερες πλησίαζαν και χαμογελούσαν στους φαντάρους- είχαν γίνει ολόκληρες κοπέλες πια- και η καρδούλα τους χτυπούσε αλλιώτικα.”Πώς σε λένε”; ρώτησε μια κοπέλα σ’ έναν φαντάρο που της χαμογελούσε εδώ και ώρα. Δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση, ένα χέρι την άρπαξε από τα μαλλιά και την απομάκρυνε με βία.
Τις ημέρες των γιορτών, έρχονταν κάποιοι γονείς, ελάχιστοι, να πάρουν τα παιδιά τους για τις γιορτές. Μόλις έφευγε ένα παιδί τα άλλα, κοιτούσαν με ζήλια, μέσα σ’ αυτά τα παιδιά εγώ και η αδελφή μου. Ποτέ δεν πήγαμε σ’ ένα σπίτι να γιορτάσουμε, να χαρούμε μια οικογένεια, κανείς ποτέ δε μας πήρε από το χέρι να περπατήσουμε στους γιορτινούς δρόμους. Έτσι μέναμε στο ορφανοτροφείο, να κοιτάμε κολλημένες στα κάγκελα τον δρόμο, τους ανθρώπους έξω που περνούσαν αδιάφορα, μη μπορώντας να καταλάβουν τον πόνο που κρυβόταν πίσω από τους μεγάλους τοίχους και τα ψηλά κάγκελα.
Έτσι λοιπόν οι γιορτές μου φέρνουν στεναχώρια και άσχημες αναμνήσεις και το πιο δύσκολο είναι πως πρέπει να κάνω κι εγώ ότι οι άλλοι, να ψωνίσω, να κάνω γλυκά, να περπατήσω στους δρόμους ψωνίζοντας δώρα, να κάνω φαγητά, να γελάσω, και να δώσω ευχές, βλέπεις τα παιδιά πρέπει να έχουν αναμνήσεις και να είναι χαρούμενες, με τραγούδια και δώρα κι αυτές τις αναμνήσεις πρέπει να τις χτίσω εγώ… που δεν τις έζησα ποτέ.
Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο της Βασιλικής Κυριακίδου “Της μοναξιάς το χρώμα”