Χρόνια τώρα επισκέπτομαι τα χωριά των Κορεστείων. Όταν έρχομαι και χώνομαι στα σπλάχνα τους και χάνομαι στα πλιθιά της κόκκινης λάσπης, μέσα από τα σπαράγματα του χρόνου, μια μακρόσυρτη γυναίκεια φωνή φέρνει στα αυτιά μου ο σιγανός αέρας και ο αχός του Ζέλοβα «Έλα ρε φίλε στον δικό μας πήλινο κόσμο και κάτσε εδώ, παρέα μας, να ζωγραφίσεις. Να μας μάθεις, να σε γνωρίσουμε»!
Και με πιάνει ένα τρέμουλο, μια ηρεμία, μια απροσδιόριστη νοσταλγία, το αίμα πιέζει θέλει να σπάσει τις αρτηρίες να ενωθεί με το χρώμα της πλίνθας και γίνομαι κομμάτι του, αέρινη σάρκα και τότε η σιωπή βάζει φωνή και πεθαίνει η μοναξιά, η ερημιά σκορπιέται στα δάση του Μπίκοβικ, του Μάλι Μάδι μετουσιώνεται σε ομίχλη, ανεβαίνει τ’ αψήλου και την καταπίνει ο ουρανός! Κορέστια ο τόπος του Ορέστη! Αρχιτεκτονική της λάσπης ψημένη στο ήλιο!