ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Έθιμα Πρωτοχρονιάς στην Αγία Κυριακή

Σε συνέχεια της ανάρτησης μου για τα έθιμα των Χριστουγέννων στο χωριό μου, την Αγία Κυριακή Καστοριάς, σας διηγούμαι σήμερα τ’ αντίστοιχα έθιμα (όσα θυμάμαι) της Πρωτοχρονιάς. Την περίοδο αυτή επικρατούσε ιδιαίτερα εύθυμη διάθεση και ευσέβεια. Η προσμονή του καινούριου χρόνου γινόταν με πλήθος εργασιών.
Την παραμονή οι άνδρες, από νωρίς, καταγίνονταν με όλες τις εξωτερικές εργασίες, ενώ οι γυναίκες με τη γενικότερη προετοιμασία του σπιτιού, όπως καθαριότητα, στολισμό, στρώσιμο τραπεζιού. Η βασική τροφή ήταν χοιρινό κρέας, όπως τα Χριστούγεννα.
Όλες οι γυναίκες βρίσκονταν σε εγρήγορση πλάθοντας κουλουράκια, φτιάχνοντας τσουρέκια, αλευροχαλβά σε διάφορα σχήματα ως γλυκό και τέλος Βασιλόπιτα. Βέβαια, όχι με τη μορφή που την ξέρουμε σήμερα.
Η Βασιλόπιτα άλλοτε ήταν ένα στρογγυλό τσουρέκι άλλοτε μια πίτα με τυρί ή ό,τι είχε σε αφθονία η οικογένεια, όπως κρεμμύδι, πατάτα. . .
Μέσα έβαζαν, όσοι είχαν οικονομική άνεση μια χρυσή λύρα, ενώ όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα αυτή έβαζαν μια δεκάρα ίσα – ίσα για καλοτυχία και για το έθιμο.
Σαν έφτανε το απόγευμα, παρέες παιδιών με καλαθάκια στο χέρι που είχαν μήλα, αχλάδια, κυδώνια, “γύριζαν” με τη συνοδεία της λύρας το χωριό. Στα καλάθια οι νοικοκυραίοι “αντιγύριζαν” ξηρούς καρπούς, λουκούμια, αυγά και σπάνια νομίσματα, τόσο λόγω ένδειας όσο και λόγω παράδοσης.
Τότε θυμάμαι δε λέγαμε το “Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου”, όπως οι παλαιοί, (άλλωστε σύμφωνα με μαρτυρίες τα κάλαντα αυτά λέγονταν μέχρι περίπου το 1880 στον Πόντο) αλλά τα παρακάτω:
“Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστά Εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει,
Άγιε μου, Άγιε μου, καλέ Βασίλη
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις
Εγώ τραγούδια δεν ξερώ, ξέρω την αλφαβήτα
Έλα κοψ’, έλα κόψε μας την πίτα
Έτσι, θυμάμαι μια χρονιά, μικρός αρκετά, ζήτησα από τον παππού μου να μου δώσει το τριμένο ράσο του και το καλυμαύχι του για να βγω με τα ξαδέρφια μου και την παρέα για κάλαντα, αφού λόγω του Δωδεκαημέρου βγαίναμε και ως Μωμόγεροι. Η μάνα μου αντέδρασε έντονα λέγοντας:
Ξάι πως ‘κ’ εντρέπεσαι ! Που εν’ το σέβας ισ;
Και ο παππούς μου, ο καλοκάγαθος, αγνός ιερέας της είπε:
Είναι για το καλό, για το έθιμο και την παράδοση !
Γυρίσαμε όλο το χωριό και γω γεμάτος περηφάνεια “ευλογούσα” :
“ Ύειαν και ευλοΐαν και καλοχονίαν !”
Βέβαια, οι παρέες των παιδιών πολλές φορές ήταν “μανωμένες”, δηλαδή είχαν στα πρόσωπά τους μανέα, καρβουνιά, κάπνα, καθώς από πριν έπαιζαν στο σπίτι με τους “μειζέτερους” (μεγαλύτερους σε ηλικία) το παιχνίδι με την τράπουλα, τη μανέα (μουτζούρη) αντί του γνωστού κατά το έθος 21 ή 31. Τα κέρδη ( τα κιάρ(ι)α) ήταν συνήθως φασόλια ξερά ή λεφτοκάρυα. Το τελικό απόθεμα, το “στουκ” – προφανώς από αυτό που στέκει, που περισσεύει – το φορτωνόταν σ’ ένα τσάνταΐ (δισάκι) ο νικητής και το έδειχνε στην πλατεία ως τρόπαιο. Το σύνολο μοιραζόταν στις φτωχότερες οικογένειες.
Όμορφα, αγνά χρόνια !
Σε κάθε σπίτι, πριν την κοπή της Βασιλόπιτας, ήταν απαραίτητη η παρουσία του ιερέα του χωριού που άγιαζε και ευλογούσε το νοικοκυριό. Στη συνέχεια ο μεγαλύτερος άνδρας της οικογένειας, αφού έλεγε 3 φορές “Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος” και σταυρώνοντας ταυτόχρονα, έκοβε την πίτα. Το πρώτο κομμάτι του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο για το Εικονοστάσι. Μετά το κομμάτι “τη εφτωχού” και κατόπιν για τα μέλη της οικογένειας από το μεγαλύτερο έως το μικρότερο.
Μετά το μοίρασμα ο μεγαλύτερος άνδρας “έσπερνε’ στις γωνιές του σπιτιού καρύδια και λεφτοκάρυα λέγοντας την ακόλουθη ευχή :
“ Άμον αούτα ντο στέκ’νε, αέτσ’ να στέκ’ τ’ οσπίτ’ν εμουν και καλοσύνας να δίγομε, καλοσύνας να παίρομε !”.
Περίπου στη 1:00 μετά τα μεσάνυχτα, κορίτσια, τα μικρότερα της οικογένειας με τα παρχάτσα, τα κουκούμ(ε)α και τα λαγηνόπα (σκεύη μεταφοράς υγρών) και πηγαίναν στην άκρη του χωριού, σο κρενίν (κρήνη) με τις επτά βρύσες.
Κρατούσε καθεμιά επίσης, ένα πιάτο ή ένα ταψάκι με τσίρ(ε)α, δηλαδή με αποξηραμένα φρούτα, συνήθως μήλα, αχλάδια ή κυδώνια που τ’ άφηναν στις βρύσες για να εξευμενίσουν τα στοιχεία της φύσης. Αργότερα , ίσως και κατά τα ξημερώματα τ’ αγόρια έβαζαν στις βρύσες “σάλα”, δηλαδή λίπος χοίρου για να μη παγώσει το νερό (κακοτυχία) και έτρωγαν από τα πιάτα των κοριτσιών. Οι παλαιοί, μάλιστα, έλεγαν ότι από όποιο πιάτο έτρωγε ο νεαρός, αυτήν την κοπέλα που το πήγε στην κρήνη και θα νυμφευόταν !
Κατά την επιστροφή από την κρήνη οι κοπέλες δεν έπρεπε ούτε να μιλήσουν ούτε να χύσουν στάλα νερού από τα σκεύη γιατί θα τις έπιαναν μάγισσες και καλικάντζαροι. Φτάνοντας καθεμιά στο νοικοκυριό της έδινε το σκεύος στη γεροντότερη. Εκείνη πρώτα “εκατένιζεν τα χτήν(ε)α”, έραινε τα ζώα λέγοντας
“Αγούρ(ε)α παιδία και θελ’κα μουσκάρ(ε)α να δι μας ο Ύψιστον”. Μετά έραινε τα “κεπία, τα δεντρά και τα γεννήματα” και στο τέλος φώναζε τα μέλη να πλυθούν με το “καλαντόνερο”.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς τα βαπτιστικά (δεξιμάτ(ε)α) δώριζαν στο νονό τους (δεξάμενον) ένα κομμάτι Βασιλόπιτα και ξηρούς καρπούς και αντίστοιχα δέχονταν είτε ρούχα είτε κάποιο χειροτέχνημα από ξύλο είτε χρήματα.
Το ποδαρικό πάντα γινόταν από το μικρότερο αγόρι της οικογένειας, το οποίο πολλές φορές το έστελναν να κοιμηθεί σε συγγενικό σπίτι ώστε να κάνει νωρίς ποδαρικό επιστρέφοντας. Μάλιστα εάν μια οικογένεια δεν είχε μικρό αγόρι, τότε έπαιρνε ο μεγαλύτερος άνδρας ένα μικρό λευκό αρνάκι (άκακο) και το έβαζε να κάνει αυτό ποδαρικό.
Τέλος, την υπόλοιπη ημέρα παρέες γυρνούσαν τα σπίτια τρώγοντας, πίνοντας και τραγουδώντας, για να είναι χαρούμενος ο νέος χρόνος.
Με τέτοια έθιμα και δοξασίες κυλούσε όμορφα η ζωή στο μικρό χωριό μου, την Αγία Κυριακή Καστοριάς!
Ιωάννης Δ. Λαζαρίδης

Έθιμα Χριστουγέννων στην Αγία Κυριακή

 

 

 

Back to top button